Παρασκευή 4 Ιουλίου 2014

Ερωτευμένος τροβαδούρος



     Ήταν μια φορά ένα νέο παληκάρι, πολύ ευαίσθητο και πολύ ρομαντικό. Τις νύχτες, το ευαίσθητο παληκάρι έπαιρνε το γρήγορο σαν αστραπή άλογό του και διέσχιζε τα σκοτεινά σοκάκια της πόλης. Του άρεσαν πολύ οι νυχτερινές βόλτες, ειδικά όταν είχε φεγγάρι.
     Μια νύχτα, όμως, έμελλε να είναι η σημαντικότερη νύχτα της ζωής του. Κι αυτό, επειδή εκείνη τη νύχτα, περνώντας κάτω από έναν πύργο και κοιτώντας προς τα επάνω το ολόγιομο φεγγάρι, είδε μια ασημένια ανεμόσκαλα που κυμάτιζε στο απαλό, νυχτερινό αεράκι. Και εκείνη η ανεμόσκαλα δεν ήταν τίποτα άλλο από τα πλούσια, μακριά μαλλιά μιας όμορφης κοπέλας, που κρέμονταν από το παράθυρό της, καθώς εκείνη είχε ακουμπήσει στο παράθυρο και ρέμβαζε.
     Το παληκάρι θαμπώθηκε από την ομορφιά της κοπέλας και στάθηκε και την κοίταζε σαν χαζός.
     - Πώς να της μιλήσω, τι να της πω; σκεφτόταν.
     Εκείνη ακριβώς την στιγμή, μία φωνή ακούστηκε από το παράθυρο.
     - Πάλι στο παράθυρο κάθεσαι, κόρη μου; είπε η φωνή.
     Η κοπέλα δε μίλησε, μόνο κούνησε το κεφάλι της και η ασημένια ανεμόσκαλα σάλεψε στον αέρα.
     - Δεν ήρθε και σήμερα, έτσι; ρώτησε και πάλι η φωνή.
     Η κοπέλα ξανακούνησε το κεφάλι της.
     - Μην απογοητεύεσαι, είπε τότε η φωνή. Κάπου εκεί έξω είναι ο πρίγκηπάς σου. Και μια από αυτές τις μέρες θα το δεις, που θα σταθεί κάτω από το παράθυρό σου να σου κάνει καντάδα. Και θα τραγουδάει τόσο ωραία που θα σωπαίνουν τα αηδόνια από την ντροπή τους. Κάνε μόνο λίγη υπομονή και θα έρθει.
     Το παληκάρι άκουσε προσεκτικά και κατάλαβε μεμιάς τι θα έπρεπε να κάνει. Χωρίς να διστάσει, άνοιξε το στόμα του και άρχισε να τραγουδάει.
     Η ασημένια ανεμόσκαλα κουνήθηκε απότομα και άρχισε να ανεβαίνει. Η κοπέλα σηκώθηκε από τη θέση της και έφυγε από το παράθυρο.
     - Μα γιατί έφυγε; αναρωτήθηκε το παληκάρι. Δεν της άρεσε το τραγούδι μου;
     Το παληκάρι πείσμωσε και ξανάρχισε το τραγούδι. Δεν μπορεί, η όμορφη κοπέλα θα το καταλάβαινε τελικά ότι εκείνος ήταν ο πρίγκηπάς της.
     Δεν άργησαν όμως να ανοίξουν τα παράθυρά τους κάποιοι από τους γείτονες.
     - Θα σταματήσεις, άνθρωπέ μου, βραδιάτικα; ρώτησε ένας. Δε μας αφήνεις να κοιμηθούμε με τις αγριοφωνάρες σου!
     - Αγριοφωνάρες; είπε το παληκάρι. Αγριοφωνάρες, εγώ;
     - Εμ, ποιος άλλος;
     - Μα εγώ τραγουδάω πολύ ωραία!
     - Ναι, το ακούσαμε, είπε κάποιος άλλος. Και για να έχουμε καλό ερώτημα, τι σε έπιασε βραδιάτικα και ξεσήκωσες τον κόσμο;
     - Τραγουδάω για την κοπέλα του πύργου, είπε το παληκάρι. Της κάνω καντάδα. Μα δεν είναι η πιο όμορφη κοπέλα που υπάρχει;
     - Α, κατάλαβα, είπε ο γείτονας. Κι άλλος ερωτοχτυπημένος... Λοιπόν, άκου, παληκάρι μου, τι θα σου πω και βαλ'το καλά στο μυαλό σου. Αν συνεχίσεις να τραγουδάς, όχι μόνο την καρδιά της κοπέλας δεν θα κερδίσεις, αλλά θα σου απαγορεύσουν και τη διέλευση από τους δρόμους της πόλης. Είσαι φάλτσος.
     - Φάλτσος; Εγώ;
     Ο γείτονας δε μίλησε.
     - Και τι θα κάνω τώρα, που η κοπέλα περιμένει κάποιον να της κάνει καντάδα;
     - Ε, κάποιος θα βρεθεί να της κάνει καντάδα...
     - Μα εγώ την αγαπάω! διαμαρτυρήθηκε το παληκάρι. Εγώ είμαι ο πρίγκηπάς της!
     - Και τι θέλεις να γίνει; ρώτησε ο γείτονας. Θέλεις να μεταναστεύσουμε για να μπορείς να τραγουδάς ανενόχλητος; Αφού είσαι φάλτσος!
     Το παληκάρι γύρισε στο σπίτι του πολύ λυπημένο και όλο αναστέναζε.
     - Τι έχεις, παιδί μου; το ρώτησε η μητέρα του.
     Και εκείνο της τα είπε όλα.
     - Και αφού είσαι φάλτσος, είπε η μητέρα του, δεν μπορείς τάχα να της κάνεις καντάδα παίζοντας κάποιο μουσικό όργανο;
     Το παληκάρι χοροπήδηξε από τη χαρά του. Αυτό ήταν! Θα καθόταν κάτω από το παράθυρό της και θα της έπαιζε μουσική.
     Το επόμενο βράδυ, λοιπόν, το παληκάρι πήρε μία φλογέρα και πήγε στον πύργο της αγαπημένης του. Την βρήκε στην ίδια θέση που καθόταν και το προηγούμενο βράδυ, ακουμπισμένη στο παράθυρο. Η ασημένια ανεμόσκαλα ήταν επίσης στην ίδια θέση. Το παληκάρι στάθηκε από κάτω από το παράθυρο της κοπέλας και άρχισε να παίζει. Η κοπέλα δεν κουνήθηκε από τη θέση της.
     Ξαφνικά, το δωμάτιο που ήταν η κοπέλα φωτίστηκε και ακούστηκε μια αντρική φωνή.
     - Τι κάνεις εδώ; ρώτησε η φωνή. Στο κρεβάτι σου, γρήγορα!
     Η ασημένια ανεμόσκαλα εξαφανίστηκε μέσα στο παράθυρο.
     - Και εσύ εκεί κάτω, ακούστηκε η φωνή, σταμάτα να παίζεις, αλλιώς θα κατέβω κάτω!
     Το παληκάρι δεν πτοήθηκε από τις απειλές της αντρικής φωνής και συνέχισε να παίζει την φλογέρα του. Κάπου εκεί μέσα η αγαπημένη του θα συνέχιζε να τον ακούει. Αυτή η σκέψη του έδινε θάρρος.
     Όμως, ύστερα από λίγο, ένας γεροδεμένος άντρας εμφανίστηκε.
     - Ποιος είσαι εσύ που παίζεις μουσική κάτω από το παράθυρο της κόρης μου; ρώτησε. Δεν καταλαβαίνεις ότι ενοχλείς;
     - Είμαι ο πρίγκηπάς της, είπε το παληκάρι, και της παίζω μουσική για να το καταλάβει και εκείνη.
     - Έτσι, ε; είπε ο άντρας και, προτού προλάβει να αντιδράσει το παληκάρι, του άρπαξε την φλογέρα από τα χέρια.
     - Τώρα να δούμε τι θα παίζεις! είπε και με τα δυο του χέρια έκανε μια και έσπασε την φλογέρα στη μέση.
     - Πάρε δρόμο και μη μας ξαναενοχλήσεις! είπε ο άντρας. Η κόρη μου είναι μικρή ακόμα και εγώ θα αποφασίσω ποιος είναι ο πρίγκηπάς της.
     Το παληκάρι κατέβασε το κεφάλι και απομακρύνθηκε. Όμως, αυτό δε σήμαινε ότι είχε παρατήσει τα όπλα. Το αντίθετο μάλιστα, γύρισε στο σπίτι του αποφασισμένο να επιστρέψει κάτω από το παράθυρο της αγαπημένης του, με νέο μουσικό όργανο αυτή τη φορά.
     Το επόμενο βράδυ, λοιπόν, εμφανίστηκε με ένα λαούτο και άρχισε να παίζει. Και πάλι, ύστερα από λίγο, ακούστηκε η αντρική φωνή, και πάλι το παληκάρι συνέχισε να παίζει, και πάλι ο άντρας κατέβηκε κάτω.
     - Τι θα γίνει; ρώτησε ο άντρας. Θα συνεχίσεις για πολύ να μας ενοχλείς;
     Το παληκάρι δεν είπε τίποτα αλλά συνέχισε να παίζει. Και τότε ο άντρας του άρπαξε το λαούτο μέσα από τα χέρια, το σήκωσε ψηλά και ύστερα το χτύπησε στις πλάκες του δρόμου. Και το λαούτο έσπασε.
     - Ελπίζω τώρα να το πήρες το μάθημά σου, είπε ο άντρας.
     Και το παληκάρι το πήρε πραγματικά το μάθημά του. Την επόμενη νύχτα εμφανίστηκε με ένα ακορντεόν. Και πάλι ο άντρας κατέβηκε κάτω, και πάλι του πήρε το ακορντεόν από τα χέρια, και το χτύπησε πολλές φορές στις πλάκες του δρόμου, και ύστερα έβγαλε και ένα μαχαίρι από τη ζώνη του και το έκοψε σε τρία κομμάτια.
     Το παληκάρι ξαναπήγε κάτω από το παράθυρο της αγαπημένης του πολλές φορές. Και κάθε φορά πήγαινε και με διαφορετικό μουσικό όργανο. Όμως, ο πατέρας της κοπέλας κατέβαινε κάθε φορά κάτω και του έσπαγε το μουσικό του όργανο. Και το παληκάρι στενοχωριόταν, αλλά δεν απογοητευόταν. Και μια νύχτα πήγε και στάθηκε κάτω από το παράθυρο της αγαπημένης του κρατώντας μία λύρα.
     - Δεν υποφέρεσαι πια! είπε ο άντρας και όχι μόνο έσπασε τη λύρα και το δοξάρι σε ένα σωρό κομμάτια, αλλά ανάγκασε το παληκάρι να φάει όλα τα κομμάτια.
     - Και τώρα, φύγε από εδώ και μην ξαναγυρίσεις! του είπε.
     Το παληκάρι έφυγε ντροπιασμένο και βαρυστομαχιασμένο. Τι θα έκανε τώρα; Και εκεί που σκεφτόταν και έτριβε το κεφάλι του μήπως του κατέβει καμιά καλή ιδέα, ακούμπησε κατά λάθος την κοιλιά του. Και η κοιλιά του έβγαλε έναν περίεργο ήχο. Το παληκάρι ξανακούμπησε την κοιλιά του και εκείνη έβγαλε τον ίδιο περίεργο ήχο. Θα έφταιγε η λύρα που είχε καταπιεί, το δίχως άλλο. Το παληκάρι χάιδεψε τη φουσκωμένη του κοιλιά. Και τότε ακούστηκε ήχος λύρας!
     Επρόκειτο για ένα αξιοθαύμαστο γεγονός. Η κοιλιά του έπαιζε μουσική. Και την κοιλιά του κανείς δεν μπορούσε να του την πάρει!
     Το επόμενο βράδυ στήθηκε κάτω από το παράθυρο της αγαπημένης του με αναπτερωμένες τις ελπίδες του. Άρχισε να χαϊδεύει την κοιλιά του και η μουσική της λύρας απλώθηκε σε όλη τη γειτονιά.
     - Δε σου είπα να μην ξαναέρθεις; ακούστηκε ο άντρας. Μα, πού είναι το μουσικό σου όργανο;
     Το παληκάρι έδειξε την κοιλιά του και ο άντρας κατάλαβε. Κατάλαβε ότι δε θα γλίτωνε από εκείνον και ότι η μόνη λύση ήταν να στείλει την κόρη του κάπου μακριά. Και το επόμενο πρωί τη φόρτωσε σε μία άμαξα με τέσσερα καμαρωτά άλογα και την έστειλε μακριά, σε μία αδερφή του που ζούσε σε άλλη χώρα.
     Και έτσι το παληκάρι δεν είδε την ασημένια ανεμόσκαλα το επόμενο βράδυ, που ξαναπήγε στην αγαπημένη του θέση. Και αφού περίμενε όλο το βράδυ κάτω από το παράθυρό της και δεν την είδε να εμφανίζεται, ρώτησε τους γείτονες τι είχε συμβεί. Και ένας από αυτούς του είπε ότι η κοπέλα είχε φύγει.
     Και το παληκάρι στενοχωρήθηκε πολύ, αλλά και πάλι δεν το έβαλε κάτω. Πήγε στη μάνα του, της είπε τι είχε συμβεί και της ζήτησε την ευχή της. Και εκείνη, φυσικά, του έδωσε την ευχή της με όλη της την καρδιά. Και το παληκάρι ξεκίνησε να βρει την αγαπημένη του. Και από όπου περνούσε, χάιδευε την κοιλιά του και ο ήχος της λύρας πλημμύριζε τον αέρα.
     - Μήπως είδατε την αγαπημένη μου; ρωτούσε.
     Αλλά κανείς δεν ήξερε να του απαντήσει. Και όλο χάιδευε την κοιλιά του, μήπως και τον ακούσει η αγαπημένη του και τον γνωρίσει, που ήταν ο πρίγκηπάς της. Και από όσο ξέρω, ακόμα την ψάχνει.
 
     
    

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

To comment or not to comment? That is the question