Τρίτη 9 Απριλίου 2024

Αυτό που τους συνέδεε...





     Το οδόστρωμα γλιστρούσε. Η Αλίκη έσφιξε, άθελά της, το τιμόνι. Καλά της το είχε πει ο Άρθουρ, ήθελε μεγάλη προσοχή τέτοια εποχή. Ο ουρανός ήταν γκρίζος, γεμάτος σύννεφα. Το δελτίο καιρού για την περιοχή μιλούσε για αυξημένη πιθανότητα βροχής. Δεν ανησυχούσε και τόσο. Βρισκόταν ήδη αρκετά κοντά στο πατρικό της και, σε όσο άσχημη κατάσταση κι αν βρισκόταν, θα μπορούσε να την προστατέψει από μια βροχούλα.
     Ακολουθούσε μια κάπως απότομη ανηφόρα, και καθώς ο δρόμος φιδογύριζε, έμοιαζε σαν μια γκρίζα κάμπια. Στην κορυφή της ανηφόρας ένα γκρίζο σύννεφο, λίγο πιο σκούρο από τα υπόλοιπα, έμοιαζε με καπνό που έβγαινε από την άκρη του δρόμου. Όλο μαζί, δρόμος και σύννεφο, έμοιαζε με κάμπια που κάπνιζε, ίσως ναργιλέ. Τι παλαβή ιδέα!
     Άλλαξε ταχύτητα και δυνάμωσε τη θέρμανση. Λάθος εποχή είχε διαλέξει να πάει στο πατρικό της, αυτό ήταν σίγουρο. Αλλά οι ευκαιρίες δεν πρέπει να χάνονται. Και οι πλούσιοι Αμερικανοί σε αναζήτηση σπιτιών στην βρετανική ύπαιθρο δε φυτρώνουν στα δέντρα. Ο κύριος Τζέφερσον θα έφευγε σε δυο βδομάδες, έπρεπε να κινηθεί γρήγορα, αν ήθελε να πουλήσει το σπίτι.
     Ήταν σίγουρη πως ήθελε να το πουλήσει; Αυτό την είχε ρωτήσει και ο Άρθουρ, όταν τον είχε επισκεφτεί για να της δώσει το κλειδί. Και γιατί να μη θέλει; Δεν είχε τίποτα να την συνδέει με αυτό το σπίτι, πέρα από το γεγονός ότι ανήκε στην οικογένειά της και ότι είχε περάσει μερικά καλοκαίρια εκεί. Ο Άρθουρ της είχε ζητήσει να το ξανασκεφτεί. Μεγάλη αδιακρισία εκ μέρους του. Δεν ήταν καν μέλος της οικογένειας, για να του πέφτει λόγος και, αν η Αλίκη δεν είχε σκεφτεί το προχωρημένο της ηλικίας του, θα του είχε απαντήσει ανάλογα. 
     Τι τον έκανε να νομίζει ότι έχοντας εργαστεί εκεί επί είκοσι χρόνια αποκτούσε τέτοιου είδους δικαιώματα; Το σπίτι ήταν δική της κληρονομιά, ανήκε αποκλειστικά σε εκείνη. Μπορούσε, αν ήθελε, να το γκρεμίσει συθέμελα, μπορούσε να του βάλει φωτιά και να το κάψει, όπως είχε κάνει ο Νέρωνας στη Ρώμη, και δεν όφειλε να δώσει λογαριασμό σε κανέναν, πόσο μάλλον στον Άρθουρ, που με τη χοντρή του κοιλιά και το παχύ του μουστάκι θύμιζε φαφούτη θαλάσσιο ελέφαντα.
     Το αυτοκίνητο έφτασε στην κορυφή της ανηφόρας. Η θέα που εμφανίστηκε ήταν υπέροχη. Στο βάθος, τα βουνά άσπριζαν από το χιόνι. Λίγο πιο κάτω, ανάμεσα από την ομίχλη, διακρινόταν η στέγη του πατρικού της σπιτιού. Από αυτήν την απόσταση, μια χαρά φαινόταν. Ένιωσε χαρά. Ήταν σίγουρη ότι ήθελε να το πουλήσει. Δεν είχε ιδιαίτερες αναμνήσεις από εκεί. Κάποιες βόλτες στην εξοχή θυμόταν αμυδρά, όσο για τους γονείς της, ό,τι θυμόταν ήθελε να το ξεχάσει... 
     Μακριά από το Λονδίνο με τους τύπους του, μακριά από τα μάτια του κόσμου, έβρισκαν την ευκαιρία να εκτονώσουν όλη τους τη δυσαρμονία, με καθημερινούς τσακωμούς και πικρόχολα σχόλια. Μετά την πρώτη βδομάδα, ο πατέρας έφευγε για κυνήγι και εξαφανιζόταν για μέρες, και η μητέρα την έβγαζε όλη μέρα στον κήπο, φυτεύοντας κόκκινες τριανταφυλλιές, που ήταν οι αγαπημένες της. Άλλοτε, έπαιρνε το κέντημά της και κεντούσε με τις ώρες. Ένα ολόκληρο σεντούκι με κεντήματα είχε αφήσει πεθαίνοντας. Κεντήματα, που τώρα σάπιζαν σε μια γωνιά της αποθήκης, μαζί με το σεντούκι. Όσο για τις τριανταφυλλιές της, αποτελούσαν πλέον παρελθόν. Μόνο αγριόχορτα φύτρωναν πια στο κτήμα. Αγριόχορτα και κισσός.
     Επρόκειτο σαφώς για έναν γάμο σύμφωνο με όλα τα πρωτόκολλα, καθώς και με τα συμφέροντα των οικογενειών τους, καθόλου σύμφωνο, όμως, με τα γούστα των άμεσα ενδιαφερόμενων. Η Αλίκη αναρωτιόταν πώς, με τόσες διαφορές ανάμεσα στους γονείς της, είχαν προκύψει πέντε παιδιά. Από την άλλη, δεν αναρωτιόταν καθόλου, πώς και τα πέντε παιδιά είχαν επιλέξει να παντρευτούν με αλλοδαπούς και να πάνε να ζήσουν στο εξωτερικό. Ήθελαν όλα να ξεφύγουν από εκείνο το άρρωστο περιβάλλον.
     Η Αλίκη έφτασε στο κτήμα. Άνοιξε με κόπο την φαρδιά, ξύλινη αυλόπορτα και μπήκε μέσα, οδηγώντας αργά. Το σπίτι δεν ήταν σε πολύ καλή κατάσταση, πολλά κεραμίδια είχαν φύγει, υπήρχαν κάποιες ρωγμές στους τοίχους, και ο κισσός το είχε καλύψει σχεδόν ολόκληρο. Θα ήταν δύσκολο να το πουλήσει. Όμως, είχε μπροστά της πάνω από δέκα μέρες για να προσλάβει εργάτες και να το σουλουπώσει, προκειμένου να φανεί αρκετά δελεαστικό στον κύριο Τζέφερσον.
     Το κλειδί που της είχε δώσει ο Άρθουρ γύρισε με μεγάλη δυσκολία. Προφανώς, η κλειδαριά είχε σκουριάσει. Σίγουρα ήθελε αλλαγή. Η πόρτα έτριξε, καθώς άνοιγε. Η Αλίκη άναψε το φακό που είχε μαζί της. Ένιωσε μεγάλη απογοήτευση. Το κόστος του "σουλουπώματος" μάλλον θα ήταν μεγαλύτερο από όσο υπολόγιζε. 
     Αργά και προσεκτικά, πήγε μέχρι τα παράθυρα και τα άνοιξε με το φόβο να της μείνουν στα χέρια, καθώς είχαν πολλές φθορές, μάλλον ήθελαν αντικατάσταση. Κάποιοι ήχοι μέσα στο σπίτι την έκαναν να κοντοσταθεί, να δεις που θα ήταν ποντίκια. Να κάτι που σίγουρα την ένωνε με εκείνο το σπίτι: ο φόβος. Ένα ρίγος την διαπέρασε καθώς θυμήθηκε τους ήχους ροκανίσματος που άκουγε κάθε βράδυ και που την έκαναν να κουκουλώνεται κάτω από τα σκεπάσματα. Πώς θα περνούσε το βράδυ εκεί μέσα; 
     Το αχνό φως που μπήκε από τα ανοιχτά παράθυρα, δε βελτίωσε ιδιαίτερα την κατάσταση. Η Αλίκη σάρωσε το σαλόνι με το βλέμμα της. Όσα έπιπλα είχαν μείνει, ήταν σκεπασμένα με μεγάλα πανιά. Ο μεγάλος καθρέφτης είχε μαυρίσει. Τα κρυσταλλάκια του πολυέλαιου τρεμούλιαζαν απειλητικά, καθώς η ακόμα μισάνοιχτη πόρτα της εισόδου δημιουργούσε ένα ανεπαίσθητο ρεύμα αέρα μέσα στο σπίτι. Η Αλίκη πλησίασε το πιάνο και το ξεσκέπασε. Ακούμπησε τα πλήκτρα. Ο ήχος τους, εντελώς ξεκούρδιστος, της θύμισε τις ατελείωτες ώρες που περνούσε κάθε μέρα κάνοντας ασκήσεις, προκειμένου να μην χάσει τη φόρμα της, ώστε να μπορούν οι γονείς της να την επιδεικνύουν στους συγγενείς, όποτε είχαν μάζωξη στο σπίτι τους στο Λονδίνο. Έπρεπε οπωσδήποτε να το ξεφορτωθεί, ακόμα και αν δεν κατάφερνε να το πουλήσει στον κύριο Τζέφερσον.
     Ένα τραπεζάκι στο σαλόνι δεν ήταν καλυμμένο με πανί. Επάνω του βρισκόταν μια ανοιγμένη τράπουλα. Ένα χαρτί ήταν πεσμένο στο πάτωμα. Η Αλίκη έσκυψε και το μάζεψε. Ήταν η Ντάμα Κούπα. Της φάνηκε ιδιαίτερα αυστηρή, και μάλλον κακοσχεδιασμένη. Την ακούμπησε επάνω στο τραπεζάκι και συνέχισε την επιθεώρηση. Ποιος έπαιζε χαρτιά; Δε θυμόταν καθόλου. 
     Το σαλόνι είχε αρκετά καλές προοπτικές και το ηθικό της αναπτερώθηκε. Ίσως και τα επάνω δωμάτια να ήταν σε καλή κατάσταση. Η Αλίκη ανέβηκε με προσοχή στον επάνω όροφο. Κάθε βήμα της προκαλούσε ένα τρίξιμο στην σκάλα και έναν καλπασμό στην καρδιά της. Η σκέψη μιας πιθανής κατάρρευσης της σκάλας, μέσα σε εκείνη την ερημιά, με τον αέρα να σφυρίζει έξω από τα παράθυρα, δεν ήταν καθόλου καθησυχαστική. Έφτασε στο σημείο να σκεφτεί ότι αν κατάφερνε να φτάσει σώα και αβλαβής στον επάνω όροφο, δεν θα επιχειρούσε να ξανακατέβει ποτέ. 
     Ανάσανε με ανακούφιση, όταν πάτησε το πόδι της στο κεφαλόσκαλο. Εκεί δεξιά ήταν το υπνοδωμάτιό της. Άνοιξε την πόρτα και προσεκτικά προχώρησε προς το μέρος όπου βρισκόταν το παράθυρο. Ακούστηκαν τρομαγμένα φτερουγίσματα πουλιών, καθώς το άνοιξε. Έστρεψε το βλέμμα της στο εσωτερικό του δωματίου. Δεν είχε αλλάξει ιδιαίτερα. Η ταπετσαρία ήταν η ίδια που θυμόταν, και το κρεβάτι της φαινόταν το ίδιο μαλακό όπως τότε. Αν μη τι άλλο, θα είχε ένα μέρος να κοιμηθεί το βράδυ. Και ας έπρεπε να κουκουλωθεί όπως και τότε, για το φόβο των ποντικών...
     Ακούστηκε ο αέρας να δυναμώνει, και τα κλαδιά των δέντρων έξω από το παράθυρο του δωματίου άρχισαν να χορεύουν απειλητικά. Το τζάμι του παραθύρου ήταν βρώμικο και θολό, αλλά σαν να της φάνηκε ότι έβρεχε. Το φως μέσα στο δωμάτιο λιγόστεψε. Προφανώς, λόγω της βροχής, είχε σκοτεινιάσει έξω. Θα έπρεπε να βγει και να πάρει τα πράγματά της από το αυτοκίνητο, προτού να δυναμώσει η βροχή. Η σκέψη της ετοιμόρροπης σκάλας την έκανε να αλλάξει γνώμη. Έπρεπε να τα είχε πάρει τα πράγματά της από την αρχή, προτού ανοίξει την πόρτα και βρεθεί μέσα σε εκείνο το αναθεματισμένο το σπίτι!
     Ένιωσε ένα ρεύμα παγωμένου αέρα να μπαίνει από κάπου. Θυμήθηκε τα κεραμίδια που έλειπαν από την σκεπή. Ίσως το παλιό της υπνοδωμάτιο να μην ήταν και τόσο φιλόξενο, τελικά. Ένιωσε παγιδευμένη. Ήθελε να μπορούσε να κλείσει τα μάτια της, να τα ξανανοίξει και όλα να ήταν ένα κακό όνειρο, να βρισκόταν στο ζεστό της διαμέρισμα και εκείνο το σπίτι να είχε πουληθεί και να είχε φύγει από επάνω της. Πώς μπορούσε να αναρωτιέται ο Άρθουρ αν ήθελε να το πουλήσει; Τι άξιο λόγου υπήρχε, που να την ενώνει με αυτό το ερείπιο;
     Θα το πουλούσε και δεν θα κρατούσε τίποτα, ούτε καν το παλιό κλειδί. Θα έπρεπε το συντομότερο να πάει στην πόλη, να βρει κάποιον να αλλάξει την κλειδαριά.  Τα κλαδιά που βρίσκονταν έξω από το παράθυρο κινήθηκαν έντονα. Κάποιος ήταν εκεί! Ένιωσε να παγώνει το αίμα στις φλέβες της. Ήταν ολομόναχη, και το μέρος έρημο, πώς θα προστατευόταν; Ασυναίσθητα, άρπαξε δυο βοτσαλάκια που βρίσκονταν επάνω στο κομοδίνο και τα κράτησε στο χέρι της σαν χειροβομβίδες. Μια σκιά εμφανίστηκε να πλησιάζει. 
     Δεν μπορούσε να πει πόσα δευτερόλεπτα πέρασε κρατώντας την ανάσα της, προσπαθώντας να γίνει αόρατη. Η σκιά άρχισε να πυκνώνει και να συγκεκριμενοποιείται, αφήνοντας στη θέση της μια γάτα. Η γάτα άνοιξε το στόμα της, σε ένα άηχο νιαούρισμα. Ο αέρας είχε δυναμώσει τόσο, που δεν ακουγόταν τίποτα άλλο. Ανάσανε ανακουφισμένη. Η γάτα φαινόταν να κρυώνει, αλλά είχε μια περίεργη έκφραση, σαν να χαμογελούσε. Στο μυαλό της πετάχτηκε μια λέξη: Τσέσαϊρ. Περίεργη λέξη, δεν της έλεγε τίποτα. Μόνο το τυρί τσένταρ της θύμιζε. Η γάτα την κοίταξε μια τελευταία φορά και εξαφανίστηκε.
     Κάθησε στο κρεβάτι και άφησε τα βοτσαλάκια πίσω στο κομοδίνο. Το σχήμα τους ήταν ωοειδές και ήταν ζωγραφισμένα, προφανώς από εκείνη, δεν θυμόταν πότε. Είχαν μάτια, μύτη και στόμα, σαν δυο δίδυμα, ασχημούτσικα πετραδερφάκια. Περίεργο που τόσον καιρό κανείς δεν τα είχε πετάξει, τόσο κακοφτιαγμένα που ήταν.
     Ο αέρας έξω δυνάμωσε κι άλλο, και μια νιφάδα χιονιού κόλλησε στο τζάμι, σαν χαλκομανία. Αμέσως μετά, κι άλλη χιονονιφάδα κόλλησε στο τζάμι. Χιόνιζε! Και μάλιστα πολύ. Έπρεπε επειγόντως να κατέβει κάτω, να πάει στο αυτοκίνητο και να πάρει τα πράγματά της, είχε μαζί της νερό και μπισκότα. Να υπήρχε, άραγε, και κανένα κούτσουρο, να ανάψει το τζάκι; Ή θα ήταν προτιμότερο να οδηγήσει μέχρι την κοντινότερη πόλη, μία ώρα μακριά, και να περάσει εκεί το βράδυ της, για μεγαλύτερη ασφάλεια; 
     Με την καρδιά της να καλπάζει από το φόβο, κατέβηκε αργά την ξύλινη σκάλα και πήγε βιαστικά στην είσοδο. Άνοιξε την πόρτα και έμεινε με το στόμα ανοιχτό! Τα πάντα ήταν λευκά και το χιόνι έπεφτε σε πυκνές ριπές. Το αυτοκίνητο είχε κιόλας καλυφθεί μέχρι το ύψος των τροχών. Δεν υπήρχε περίπτωση να έφευγε τώρα! Είχε αποκλειστεί. Τρέμοντας από το κρύο, πήγε μέχρι το αυτοκίνητο, άνοιξε με κόπο την πόρτα και πήρε την τσάντα με τα τρόφιμα και το σακβουαγιάζ με τα λίγα ρούχα που είχε πάρει μαζί της. Η χιονοθύελλα μαστίγωνε το σπίτι από παντού.
     Μπήκε μέσα και έκλεισε την πόρτα. Αυτό ήταν, θα άφηνε τα κοκαλάκια της εκεί μέσα. Μόνο ο Άρθουρ γνώριζε ότι βρισκόταν εκεί, για να ειδοποιήσει να την ψάξουν. Αλλά αν η χιονοθύελλα συνεχιζόταν πολλή ώρα, θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να φτάσει κάποιος μέχρι εκεί. Αναθεματισμένο σπίτι! Ένας ήχος ρολογιού ακούστηκε. Τικ-τακ. Από πού ερχόταν αυτός ο ήχος; Δεν υπήρχε περίπτωση να υπάρχει εκεί μέσα ρολόι που να λειτουργεί, ύστερα από τόσα χρόνια. Η ιδέα της θα ήταν. Αλλά ο ήχος ξανακούστηκε: τικ-τακ.
     Τικ-τακ, τικ-τακ... Στο μυαλό της ήρθαν οι ιστορίες για τα φαντάσματα, που τους διηγόταν η θεία Γερτρούδη, όταν έπινε κανένα σέρι παραπάνω. Τις νύχτες με πανσέληνο, έλεγε η θεία, το φάντασμα της προγιαγιάς της τριγυρνούσε στο σπίτι σαν την άδικη κατάρα, σέρνοντας τα βήματά του μέχρι τη σοφίτα, όπου θρονιαζόταν και θρηνούσε μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες. Πλησίασε στο πιο κοντινό παράθυρο, το καθάρισε λίγο με το χέρι της, και κοίταξε έξω. Το φεγγάρι ήταν ολοστρόγγυλο. Πανσέληνος. Τικ-τακ, τικ-τακ.
      Το τικ-τακ συνοδεύτηκε από ένα δυνατό ροκάνισμα. Να το και το ποντίκι! Δε θα την γλίτωνε απόψε: ή από φάντασμα θα πήγαινε, ή από ποντίκι. Ας έβγαινε ζωντανή από εκεί μέσα και θα το έκαιγε το σπίτι πατόκορφα. Και ας έχανε την ευκαιρία με τον κύριο Τζέφερσον. Ήταν πλέον σίγουρη. Το μόνο που τη συνέδεε με εκείνο το σπίτι ήταν η επιθυμία της να το ξεφορτωθεί. 
     Ένα ρεύμα παγωμένου αέρα της χάιδεψε τον σβέρκο. Ανατρίχιασε. Το ροκάνισμα συνεχίστηκε. Ερχόταν από την κουζίνα. Λογικό. Από εκεί ερχόταν και ο ήχος του ρολογιού. Μία σταγόνα ιδρώτα κύλησε στο μέτωπό της και ακολούθησε την γραμμή της μύτης της. Θυμήθηκε ότι φορούσε τον σταυρό της. Ευτυχώς. Με όσο θάρρος μπόρεσε να βρει, άρχισε να κατευθύνεται προς την κουζίνα. Ο ήχος του ρολογιού και ο ήχος του ροκανίσματος δυνάμωναν, καθώς πλησίαζε. Η πόρτα έτριξε. Μια χαραμάδα φωτός φάνηκε στο άνοιγμά της. Κάποιος ήταν εκεί!
     Η Αλίκη έσπρωξε την πόρτα. 
     - Επιτέλους, πάνω στην ώρα! είπε το κουνέλι, που στεκόταν μπροστά στο αναμμένο τζάκι, κρατώντας ένα ρολόι τσέπης και μασουλώντας ένα καρότο. Ίσα που προλαβαίνουμε το πάρτυ των αγενεθλίων!
     Και εκείνη ακριβώς την στιγμή, η Αλίκη θυμήθηκε τι ήταν αυτό που τη συνέδεε με εκείνο το σπίτι...

ΥΓ: Το κείμενο αποτελεί τη συμμετοχή μου στο δρώμενο που διοργανώνει ο Giannis Pit στον διαδικτυακό του χώρο Ηδύποτο. Η κεντρική ιδέα ήταν η εξής: "Το παλιό οικογενειακό σπίτι στο ορεινό χωριό, έχει την αγάπη σας αλλά περιμένει και την φροντίδα σας. Η κατάστασή του είναι κακή και εσείς σχεδιάζετε να το ανακαινίσετε. Βρίσκεστε ήδη εκεί, αλλά ένα αναπάντεχο πρόβλημα καθιστά άμεσα αναγκαία την επίλυσή του. Ο μοναδικός/μοναδική, από τη γειτονική κωμόπολη, που θα ανέβει στο σπιτικό, προκαλεί πραγματικό σοκ με την άφιξή του/της. Ίσως να μην περιμένατε ποτέ να βρεθεί απέναντί σας. Η ξαφνική χιονοθύελλα έχει τα δικά της σχέδια και θα σας αναγκάσει να μείνετε εκεί, στον ίδιο κλειστό χώρο, μέχρι να απεγκλωβιστείτε. Η νύχτα και το παρελθόν έρχεται ξανά. Τι μπορεί άραγε να κουβαλάει αυτό το πρόσωπο; Είχατε ποτέ σχέση μαζί του; Ή μήπως προκύπτει μια έμμεση σχέση μαζί του; Τι μπορεί να φέρει; Τι μπορεί να αλλάξει; Μπορείτε να το αφήσετε στην άκρη;" Ο Γιάννης μας άφησε ακόμα πιο ελεύθερους αυτή τη φορά και εγώ οργίασα, ως συνήθως. Ελπίζω η εκδοχή μου να ικανοποιεί τα περισσότερα ζητούμενα της κεντρικής ιδέας, και ελπίζω, την επόμενη φορά, να εμπνευστώ γρηγορότερα.



Πέμπτη 14 Μαρτίου 2024

Απρόσμενη ανακάλυψη

 


     - Είναι άδικο, θα έλεγαν οι ανηψιές της Πίπης, αντιγράφοντας τα λόγια ηρωίδας κινουμένων σχεδίων.
     - Πώς την πάτησα έτσι; περιορίζεται να πει η ίδια η Πίπη.
     Βλέπετε, όλους αυτούς τους μήνες που προηγήθηκαν, ε, εντάξει, δεν έσφυζε πάντα από υγεία, τα ψιλοκρυωματάκια της τα είχε, όμως ήταν όλα τόσο ανεπαίσθητα, που κανείς δεν το έπαιρνε είδηση. Και τώρα, πάνω που έφευγε ο Φεβρουάριος και πλησίαζε ο Μάρτιος, παραμονή πρωτομηνιάς θα ήτανε, ένα ελαφρύ, φλεβαριάτικο αεράκι συναντήθηκε με την Πίπη στον δρόμο και, άγνωστο γιατί, αυτό το φλεβαριάτικο αεράκι δεν ήταν και κανένα αγγελάκι...
     Και να που έφτασε ο Μάρτιος και την βρήκε την Πίπη συναχωμένη, με μια μύτη έτοιμη να πάρει χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο στα 100 μέτρα, και με φτερνίσματα ικανά να εκτοξεύσουν πυραύλους στο φεγγάρι! Αλήθεια, πώς την πάτησε έτσι;
     Και σαν να μην έφτανε αυτό, ο Μάρτιος άρχισε τις παλαβομάρες, όπως το συνηθίζει, άλλωστε. Τη μια μέρα μέσα στα χαμόγελα και τα ανέκδοτα, την άλλη μέσα στην κατάθλιψη και τα κλάματα. Πότε ήλιο, πότε συννεφιά, πότε ζέστη, πότε δροσιά.
     Και έτσι έγινε και ξύπνησε ο Σέρλοκ Χολμς που κοιμάται μέσα στην Πίπη, και αποφάσισε να ανακαλύψει το λόγο που αυτός ο Μάρτιος, παιδιόθεν, φέρεται τόσο αλλοπρόσαλλα. Το σκέφτηκε από εδώ, το σκέφτηκε από εκεί, και κατέληξε.
     - Να δεις που θα είναι Δίδυμος, σκέφτηκε, καθώς φυσούσε τη μύτη της για διακοσιοστή φορά. Αλλιώς, γιατί να αλλάζει γνώμη τόσο εύκολα; Ενώ αν ήταν Ταύρος, για παράδειγμα, θα ήταν πολύ πιο σταθερός στις αποφάσεις του.
     Να κάτι που κανείς δεν είχε σκεφτεί μέχρι τώρα. Αλλά δεν αρκεί να έχεις μια ιδέα, θα πρέπει και να μπορείς να την αποδείξεις.
     - Θα πρέπει να βρω κάποια απόδειξη για τη θεωρία μου, μονολόγησε η Πίπη. Θα υπάρχει, άραγε, κάποιο πιστοποιητικό γέννησης; Μπα, δε νομίζω... Μήπως να βρω τη μαμά του, να τη ρωτήσω; Αλλά, πού να τη βρω τη μαμά του; 
     Η αποστολή που είχε αναλάβει ήταν, αν όχι αδύνατη, εξαιρετικά δύσκολη. Αλλά, στάσου: όποτε και να είχε γενέθλια, δε θα τα γιόρταζε; Δε θα έκανε κάποιο πάρτυ, δε θα καλούσε κόσμο, δε θα έσβηνε κεράκια; Αυτό ήταν!
     Και έτσι, η Πίπη αποφάσισε να παρακολουθήσει τον Μάρτιο για να βρει πότε έχει γενέθλια, και να αποδείξει ότι είναι Δίδυμος. Αλλά, τώρα, άλλο πρόβλημα προέκυψε: Πού έμενε ο Μάρτιος;
     Και επειδή ρωτώντας πας στην Πόλη, η Πίπη άρχισε να ρωτάει τα πουλάκια, που πετάνε εδώ και εκεί, και που βλέπουν τα πάντα από ψηλά, να της πουν αν ήξεραν πού έμενε ο Μάρτιος. Ρώτησε σπουργίτια, ρώτησε καρακάξες, ρώτησε κοκκινολαίμηδες, μέχρι παπαγάλους ρώτησε! Και όλα της είπαν ότι ο Μάρτιος έμενε σε ένα μικρό σπιτάκι στο βουνό. Και το σπιτάκι ήταν βαμμένο λίγο περίεργα, από τη μία πλευρά οι τοίχοι του ήταν κιτρινωποί, και από την άλλη ήταν γαλάζιοι.
     - Κλασσικός Δίδυμος, σκέφτηκε η Πίπη.
     Και ξεκίνησε να βρει το σπίτι του Μαρτίου. Και δεν ήταν καθόλου δύσκολο να εντοπίσει το σπίτι, που, όχι μόνο είχε τους μισούς τοίχους κίτρινους και τους άλλους μισούς γαλάζιους, αλλά είχε και τη μισή στέγη με κεραμίδια και την άλλη μισή χωρίς...
     Η Πίπη βρήκε μια ωραία κρυψώνα εκεί κοντά και άρχισε να παρακολουθεί το σπίτι. Και είδε και τον Μάρτιο, που γύριζε από τη βόλτα του, κρατώντας μερικά αγριολούλουδα και σφυρίζοντας χαρούμενα. Και τον ξαναείδε, λίγο μετά, μουτρωμένο και σκεφτικό, να βγαίνει κρατώντας μία ομπρέλα. Και ο ουρανός άρχισε να συννεφιάζει, και η Πίπη θυμήθηκε ότι δεν είχε πάρει ομπρέλα, και έφυγε άρον-άρον, να πάει στο σπίτι της.
     Και την επόμενη μέρα ξαναπήγε, πιο οργανωμένη, με ομπρέλα, αλλά και με καπέλο για τον ήλιο, και γυαλιά ηλίου, και κασκόλ, με νερό και με σάντουιτς, και με ένα πτυσσόμενο καθισματάκι, για να κάθεται πιο άνετα. Και τον είδε που επέστρεφε σοβαρός-σοβαρός, φορώντας έναν μάλλινο σκούφο, και μετά τον είδε να ξαναβγαίνει, φορώντας γυαλιά ηλίου και κασκέτο. Ούτε μοντέλο να ήταν, με τόση πασαρέλα... Και η Πίπη πέρασε σχεδόν όλη τη μέρα έξω από το σπίτι του Μάρτιου, μέχρι που τον είδε να γυρίζει και να κλείνεται μέσα.
     Και η παρακολούθηση συνεχίστηκε πολλές μέρες, και πάρτυ γενεθλίων δε φαινόταν στον ορίζοντα, λογικό, βέβαια, αφού δεν είχε έρθει ακόμα ο καιρός των Διδύμων. Και ο Μάρτιος συνέχισε να αλλάζει τις αμφιέσεις σαν μοντέλο σε πασαρέλα, και η Πίπη άρχισε να πιάνεται από την παρακολούθηση.
     Ώσπου μια μέρα, που ο Μάρτιος επέστρεφε σιγοσφυρίζοντας, φορώντας ένα πολύχρωμο ζακετάκι, καθώς άνοιξε την πόρτα του σπιτιού του για να μπει μέσα, η Πίπη κατάφερε να ρίξει μια ματιά στο εσωτερικού του σπιτιού και να δει ότι ακριβώς απέναντι από την πόρτα υπήρχε ένας ολόσωμος καθρέφτης. Η πόρτα έκλεισε και η Πίπη μετακινήθηκε λίγο στην κρυψώνα της για να ξεπιαστεί. Κάπως περίεργος της είχε φανεί εκείνος ο καθρέφτης, αν και τον είχε δει από μακριά. Περίεργος; Α, μπα... Τι το περίεργο μπορεί να είχε ένας καθρέφτης; Χμ, μάλλον θα έφταιγε η θέση που τον είχαν τοποθετήσει. Ποιος βάζει έναν ολόσωμο καθρέφτη ακριβώς απέναντι από την πόρτα της εισόδου του; 
     - Αυτό θα είναι, σκέφτηκε η Πίπη και προσπάθησε να μη χαζεύει, έτσι ώστε όταν ο Μάρτιος θα ξανάβγαινε από το σπίτι του, εκείνη να ξαναέριχνε μια ματιά σε εκείνον τον καθρέφτη.
     Ύστερα από λίγο, πράγματι, η πόρτα ξανάνοιξε και εμφανίστηκε ο Μάρτιος, φορώντας ένα κοντομάνικο μπλουζάκι και ένα σορτσάκι. Η Πίπη, φυσικά, ήταν σε ετοιμότητα. Και, καθώς ο Μάρτιος έκλεινε πίσω του την πόρτα, πρόλαβε να ξαναδεί τον καθρέφτη. Μα, αυτός ο καθρέφτης ήταν πράγματι περίεργος! Και αυτή τη φορά η Πίπη ήξερε το λόγο. Ή, τουλάχιστον, νόμιζε πως τον ήξερε.
     Αυτός ο καθρέφτης δεν ήταν σαν όλους τους άλλους. Αλλιώς, γιατί, ενώ βρισκόταν πίσω από το Μάρτιο, δεν έδειχνε την πλάτη του, αλλά έδειχνε το πρόσωπό του;  Και - μια στιγμή - γιατί στον καθρέφτη ο Μάρτιος φορούσε ακόμα το πολύχρωμο ζακετάκι του;
     Η Πίπη έμεινε σαν αποσβολωμένη. Έπρεπε να δει τον καθρέφτη από κοντά, οπωσδήποτε. Περίμενε να απομακρυνθεί ο Μάρτιος και τότε βγήκε από την κρυψώνα της και πλησίασε στο σπίτι. Έκανε το γύρο του σπιτιού, μήπως βρει κάποιον τρόπο να ρίξει μια ματιά στον καθρέφτη, από κάποιο κοντινό του παράθυρο, ενδεχομένως, αλλά όλα τα παράθυρα είχαν τραβηγμένες τις κουρτίνες και δε φαινόταν τίποτα μέσα.
     Και εκεί που η Πίπη ετοιμαζόταν να γυρίσει στην κρυψώνα της, άκουσε ήχο πόρτας που άνοιγε. Τρόμαξε λίγο, στην αρχή, επειδή νόμιζε ότι ο Μάρτιος είχε επιστρέψει κιόλας, αλλά δεν είδε κανέναν, και η μπροστινή πόρτα του σπιτιού παρέμενε κλειστή. Μήπως ήταν η ιδέα της; Όμως όχι, ο ήχος της πόρτας ξανακούστηκε. Ήταν ήχος πόρτας που έτριζε. Ερχόταν από το πίσω μέρος του σπιτιού. Ποιος να ήταν εκεί;
     Πολύ προσεκτικά, η Πίπη έκανε το γύρο του σπιτιού. Και αυτό που είδε την άφησε με το στόμα ανοιχτό. Στο πίσω μέρος του σπιτιού βρισκόταν ο Μάρτιος, φορώντας το ζακετάκι του, άλλο πάλι και τούτο! Δεν είχε βγει από το σπίτι φορώντας κοντομάνικο και σορτς;
     Ο Μάρτιος πότιζε τον λαχανόκηπο, που βρισκόταν στο πίσω μέρος του σπιτιού. Φαινόταν λίγο σκεφτικός. Ξαφνικά, στάθηκε.
     - Ξέχασα να φορέσω το σκουφί μου, είπε, και μπήκε βιαστικά μέσα στο σπίτι.
     Η Πίπη σκέφτηκε να εκμεταλλευτεί το γεγονός και να τρέξει πίσω στην κρυψώνα της, αλλά προτού κάνει τρία βήματα, ποιον είδε να γυρίζει, φορώντας κοντομάνικο και σορτσάκι; Τον Μάρτιο! Άλλο πάλι και τούτο! Πότε πρόλαβε να βγει από το σπίτι, και μάλιστα ντυμένος με το κοντομάνικο και το σορτσάκι; 
     Και εκεί που προσπαθούσε να βρει απάντηση σε αυτό που έμοιαζε να είναι μια συνάρτηση με πολλούς αγνώστους, να σου ο Μάρτιος, που ξαναβγήκε στο πίσω μέρος του σπιτιού φορώντας το ζακετάκι και το σκουφί του! Και τότε, σαν να φωτίστηκε το μυαλό της, και η Πίπη τα κατάλαβε όλα!
     Δεν χρειαζόταν πια να ρίξει μια ματιά στον περίεργο καθρέφτη του σπιτιού, αφού ήταν σίγουρη ότι καθρέφτης δεν υπήρχε. Και ανεξάρτητα από το αν ο Μάρτιος ήταν Δίδυμος, είχε σίγουρα έναν δίδυμο, πανομοιότυπο αδερφό. Ναι, φίλοι μου, αυτό ανακάλυψε η Πίπη, και έτσι εξηγούνται όλα. Έτσι εξηγείται η συμπεριφορά του Μαρτίου που είναι αλλοπρόσαλλη. Δεν είναι ένας, αλλά δύο. Και ο ένας λατρεύει την καλοκαιρία, ο άλλος λατρεύει την παγωνιά. Και όταν βγαίνει από το σπίτι ο ένας, κάνει ζέστη, ενώ όταν βγαίνει ο άλλος, μπορεί να ρίξει και κανένα χιονάκι.
     Τώρα, πώς κανείς τόσα χρόνια δεν το είχε πάρει χαμπάρι, δεν μπορώ να το καταλάβω. Εκτός αν, όταν λένε "Μάρτης, γδάρτης και κακός παλουκοκαύτης" να εννοούν "Μάρτης, Γδάρτης..." και Μάρτης να λέγεται ο ένας, ο κεφάτος, και Γδάρτης ο δίδυμός του, ο "στριμμένος". Θα μπορούσε...

Τρίτη 20 Φεβρουαρίου 2024

Ο Ιππομονόκερως


 

Ήταν μια μέρα πληρωμής, μπροστά σε ένα ταμείο, 
κόσμος πολύς και διάφορος στεκόταν στην ουρά.
Και η ουρά προχώραγε αργά, σαν σαλιγκάρι, 
και τα νεύρα τεντώνονταν, σαν ρούχα σε σχοινιά.

Αδύνατο φαινότανε να φτάσουν να πληρώσουν, 
πιο πιθανά θα έβγαζαν ρίζες, σαν τις ελιές.
Η κούραση μεγάλωνε κι άρχισαν να γκρινιάζουν, 
και από την γκρίνια γρήγορα περάσαν στις βρισιές.

Αρχίσαν τα σπρωξίματα, κλωτσιές, τσιμπιές και φάπες, 
και η ουρά σειότανε, σαν φίδι τρομερό,
τα πράγματα αγρίεψαν, ακούστηκαν κατάρες, 
και στον ταμία έριχναν βλέμμα απειλητικό.

Κι εκεί που ο υπάλληλος ένιωσε μέγα φόβο, 
και τη διαθήκη του άρχισε να γράφει, στα κρυφά,
εκεί, στη μέση της ουράς, ένας κεφάτος τύπος, 
στεκόταν χαμογελαστός και έστελνε φιλιά.

Οι άλλοι τον κοιτάξανε, παράξενος φαινόταν, 
φορούσε ρούχα χαλαρά, κι είχε μακριά μαλλιά,
ήτανε και αξύριστος, δεν φόραγε παπούτσια, 
και είχε κι ένα κέρατο στη μύτη εκεί, μπροστά.

"Πώς είναι έτσι, τούτος 'δω; Για άνθρωπος δε μοιάζει", 
είπαν και τον κοιτάζανε πολύ ερευνητικά.
"Τάχα, γιατί χαμογελά; Τίποτα δεν τον νοιάζει; 
Ή διασκεδάζει που εμείς δεν είμαστε καλά";

"Ψιτ, κύριος, καλέ, εσύ! Γιατί γελάς σαν βλάκας; 
Δεν βλέπεις πως κολλήσαμε εδώ για τα καλά;
Αντί να θες να προχωράς, στέκεσαι σαν το Βούδα, 
και από πάνω ολόγυρα στέλνεις παντού φιλιά"!

"Ειρήνη ημίν", είπε αυτός, "είναι κακό φενγκ σούι 
οι τόνοι να ανεβαίνουνε, και να'χουμε θυμό.
Καλύτερα όλοι αγκαλιά να κάνουμε, αδέρφια, 
να τραγουδήσουμε μαζί, να πιούμε ένα ποτό".

"Όχι κι αδέρφια, με αυτό το κέρατο στη μύτη! 
Πώς νόμισες πως μοιάζουμε, έστω και αμυδρά;
Θα φταίει που είσαι ακούρευτος και πέφτουν τα μαλλιά σου, 
σαν καταρράκτης μαλλιαρός, στα μάτια σου μπροστά".

"Αγάπη, κι όχι πόλεμο, να κάνουμε, σας λέω, 
κι ο κόσμος μας καλύτερος θα γίνει, παρευθύς."
"Τι χαζομάρες είναι αυτές, και από πού σου ήρθαν; 
Σε άλλα μέρη, σ'άλλα αυτιά να πας και να τις πεις".

"Σας λέω, η υπομονή, είναι αρετή μεγάλη, 
κι όποιος την έχει, σίγουρα, χαμένος δεν θα βγει,
το ξέρω εγώ πολύ καλά, χάρη σ'αυτήν και μόνο, 
το είδος μου κατάφερε ως σήμερα να ζει".

"Το είδος σου; Τι εννοείς; Τους άλλους τους μαλλιάδες, 
που παίζουνε χαρούμενα τραγούδια εδώ κι εκεί";
"Είμαι Ιππομονόκερως", είπε τότε εκείνος, 
"ένας από όλους, τους πολλούς, που ζουν πάνω στη γη".

"Τι όνομα είναι αυτό; Σίγουρα απ'το μυαλό σου
το έβγαλες και μας πουλάς φούμαρα διαλεχτά.
Εμείς θα το γνωρίζαμε αν ήτανε αλήθεια,
θα είχαμε δει ντοκυμαντέρ κι όλα τα σχετικά".

"Δε συνηθίζουμε πολύ να βγαίνουμε για βόλτα
εκεί που ζουν οι άνθρωποι, στις πόλεις, στα χωριά.
Σε δάση πράσινα, πυκνά, σε δροσερά ποτάμια,
και σε μέρη ερημικά φτιάχνουμε τη φωλιά".

Όλοι σταθήκαν γύρω του, να τον παρατηρήσουν,
σαν ζώο υπό εξαφάνιση έμοιαζε, τελικά.
Σίγουρα αυτός θα ήτανε από τους τελευταίους
και παρεούλα θα'ψαχνε σε εκείνη την ουρά.

"Γι'αυτό σας λέω, υπομονή", συνέχισε εκείνος,
"χάρη σ'αυτήν γλιτώσαμε εμείς απ'το χαμό,
ενώ όλοι οι μονόκεροι, που ήμαστε και ξαδέρφια,
απ'την πολλή βιασύνη τους, έπεσαν σε γκρεμό".

Το σκέφτηκαν όλοι καλά, βρε, σαν να είχε δίκιο,
ας δείξουνε υπομονή, κι ας είν'προσωρινή!
"Ο επόμενος!" ακούστηκε, τότε, απ'το ταμείο,
κι όλοι σαν να ξυπνήσανε από όνειρο βαθύ.

Κι αφού ο καυγάς ξανάρχισε άγριος, σαν και πρώτα,
κι αφού στα χέρια πιάστηκαν όλοι, σαν παλαιστές,
ο ιππομονόκερως αργά, ξεκίνησε να φύγει,
να αναζητήσει κάπου αλλού ουρές ειρηνικές.


ΥΓ: Η φωτογραφία είναι δικιά μου

Δευτέρα 29 Ιανουαρίου 2024

Έγκλημα χωρίς θύμα

 

     Ο Τζον Πίτερς, κατά κόσμον Ιωάννης Πέτρου, έκλεισε θυμωμένος το τηλέφωνο. 
     - Παραγνωριστήκαμε, μονολόγησε. Άκου θράσος, να θέλει να μου καθορίζει και τι θα γράφω!
     Άδικα είχε μετακομίσει στο Λονδίνο. Όλη αυτή η υγρασία τον χτυπούσε στα κόκαλα. Για να μη μιλήσουμε για τις συνεχείς βροχές των τελευταίων τριών εβδομάδων...
     - Άδικος κόπος η αλλαγή περιβάλλοντος, Γιαννάκη, είπε στην αντανάκλασή του, που τον κοιτούσε από το τζάμι. Όσο και να το πιέσεις, δε σου βγαίνει.
     Θυμήθηκε και πάλι το τηλεφώνημα. Αυτός ο εκδότης του, που του το έπαιζε και φίλος, δεν ήξερε πού πάνε τα τέσσερα. Και τι έγινε, που ήταν διάσημος για τα αστυνομικά του; Πενήντα επτά είχε γράψει, όχι ένα, όχι δύο, όχι δέκα, πενήντα επτά! Δεν μπορούσε, το λοιπόν, να δοκιμάσει τον εαυτό του και σε κάτι διαφορετικό; Γιατί να μην γράψει θεατρικό, αφού το ήθελε; Η μαύρη οθόνη του λάπτοπ τον κοίταξε κοροϊδευτικά. "Αφού ούτε για θεατρικό σου έρχεται καμιά ιδέα", ήταν σαν να του έλεγε.
     Ακούστηκε χτύπημα στην πόρτα. Δε θυμόταν να είχε χτυπήσει προηγουμένως το κουδούνι. Άνοιξε. Μια νέα, πολύ περιποιημένη γυναίκα στεκόταν και τον κοιτούσε μέσα από τα μαύρα γυαλιά της. Παράταιρο. Τι να τα κάνει τα μαύρα γυαλιά με τόση συννεφιά εκεί έξω; Και πού ήταν η ομπρέλα της; Έξω έβρεχε και εκείνη ήταν θεόστεγνη!
     - Ο κύριος Πίτερς, αν δεν κάνω λάθος; είπε η γυναίκα. Χαίρω πολύ, πρόσθεσε βιαστικά και του άπλωσε το χέρι της.
     - Πώς με βρήκατε; είπε παραξενεμένος. Εδώ βρίσκομαι ιγκόγνιτο...
     - Ω, κύριε Πίτερς, ασφαλώς αστειεύεστε. Για τις διασημότητες όπως εμάς, η λέξη ιγκόγνιτο είναι σαφώς υπερτιμημένη...
     Την κοίταξε πιο προσεκτικά. Δεν του θύμιζε τίποτα.
     - Μου φαίνεται πως δεν με αναγνωρίζετε, είπε εκείνη και έβγαλε τα μαύρα γυαλιά. Τώρα, μήπως;
     Το βλέμμα του δεν άλλαξε στο ελάχιστο.
     - Δεν το πιστεύω, είναι δυνατόν να μη με γνωρίζετε; Είμαι η Τζένιφερ Στρόμπολι!
     - Στρόμπολι;
     - Ναι. Καμία σχέση με το ηφαίστειο!
     Γέλασε αυτάρεσκα.
     - Τίποτα ακόμα; ρώτησε.
     Τσιμουδιά εκείνος.
     - Τζένιφερ Στρόμπολι, η γνωστή ινφλουένσερ! Τρία εκατομμύρια, επτακόσιες τριάντα δύο χιλιάδες, εξακόσιοι είκοσι οκτώ ακόλουθοι!
     - Α, έτσι... Ξέρετε, δεν παρακολουθώ τα κοινωνικά δίκτυα. Μάλλον είμαι άνθρωπος παλαιού τύπου...
     - Α, γι'αυτό... Μα πώς μπορείτε; Αν και, τώρα που το ξανασκέφτομαι, έπρεπε να το περιμένω. Μόνο ένας άνθρωπος παλαιού τύπου, όπως λέτε, θα μπορούσε να γράψει όπως γράφετε εσείς!
     - Ώστε έχετε διαβάσει βιβλίο μου;
     - Μόνο ένα; Μα, εδώ έξω θα με αφήσετε; Δε θα μου πείτε να περάσω;
     - Με συγχωρείτε, ξεχάστηκα... Περάστε, παρακαλώ.
     Η Τζένιφερ Στρόμπολι έριξε μια βιαστική ματιά τριγύρω. Το μάτι της έπεσε στο λάπτοπ.
     - Γράφετε κάτι καινούργιο; Αλλά, τι ρωτάω; Κάτι θα γράφετε.
     - Καθήστε, της είπε και της έδειξε τον καναπέ που βρισκόταν μπροστά στο παράθυρο. Ώστε έχετε διαβάσει πολλά βιβλία μου;
     - Τουλάχιστον τριάντα! Ποιο να πρωτοθυμηθώ; Το "Ο θάνατος φορούσε Γκούτσι", και το "Δείπνο μετά φόνου", δε, τα έχω διαβάσει πάνω από τρεις φορές το καθένα, είναι τα αγαπημένα μου!
     - Καλοσύνη σας... Και τι σας φέρνει εδώ;
     - Ναι, βέβαια, έχετε και δουλειά... Ας μη σας καθυστερώ, λοιπόν, θα μπω κατευθείαν στο θέμα. Θα ήθελα να σας αναθέσω να γράψετε τη βιογραφία μου.
     - Τι να γράψω;
     - Τη βιογραφία μου. 
     Την κοίταξε καλά-καλά.
     - Νομίζετε πως αστειεύομαι; είπε εκείνη.
     - Κυρία Στρόμπολι...
     - Δεσποινίς. Είμαι κι εγώ παλαιού τύπου, σε μερικά θέματα.
     - Δεσποινίς Στρόμπολι, με όλο το σεβασμό, αλλά είστε πολύ νέα για να θέλετε να γραφτεί η βιογραφία σας.
     - Είμαι είκοσι επτά. Και τα πράγματα έχουν αλλάξει, κύριε Πίτερς. Δεν χρειάζεται πλέον να γίνει κανείς χούφταλο για να γράψει τη βιογραφία του. Αρκεί να είναι αρκετά διάσημος... Όπως σας είπα προηγουμένως, έχω ήδη τρία εκατομμύρια, επτακόσιες τριάντα δύο χιλιάδες, εξακόσιους είκοσι οκτώ ακολούθους, και ο αριθμός αυτός όλο και μεγαλώνει. Καταλαβαίνετε, λοιπόν, ότι υπάρχει ήδη το αναγνωστικό κοινό της βιογραφίας... Και για να σας προλάβω, σας λέω ότι η αρχική ιδέα δεν ήταν δική μου, ήταν του εκδοτικού οίκου που με προσέγγισε. Όμως εγώ τους το ξεκαθάρισα: αν θέλουν να εκδώσουν τη βιογραφία μου, θα το κάνουν μόνο αν την γράψετε εσείς!
     - Δεσποινίς Στρόμπολι, γνωρίζετε πολύ καλά ότι δεν ασχολούμαι με βιογραφίες...
     - Θα πληρωθείτε καλά.
     - Δεν είναι αυτό το θέμα.
     - Μην το απορρίπτετε ελαφρά τη καρδία. Το ξέρω ότι δεν είναι το είδος σας, αλλά ποιος λέει ότι θα πρέπει να γράφετε μόνο αστυνομικά; Ένας καλός συγγραφέας, όπως εσείς, εξάλλου, είναι καλός σε όλα τα είδη...
     - Ναι... ίσως...
     - Λοιπόν, κοιτάξτε τι θα κάνουμε. Μη μου απαντήσετε τώρα. Σας αφήνω εδώ αυτή την επιταγή στο όνομά σας - είναι το μισό ποσό της συνολικής αμοιβής σας - και σας αφήνω και την κάρτα μου. Σκεφτείτε το με την ησυχία σας και θα σας περιμένω το Σάββατο το απόγευμα στο σπίτι μου. Θα πάρουμε μαζί το τσάι μας και θα με ενημερώσετε και για την απόφασή σας.
     Άφησε την επιταγή στο τραπεζάκι, μαζί με μια μικρή καρτούλα, και σηκώθηκε.
     - Να μη σας καθυστερώ άλλο, είπε και κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Καλή σας μέρα. Θα σας περιμένω το Σάββατο.
     Άνοιξε την πόρτα και βγήκε από το διαμέρισμα. Μόνο τότε συνειδητοποίησε ότι το άρωμά της του θύμιζε κρέμα καραμελέ. Πλησίασε το τραπεζάκι και έπιασε την επιταγή. Είχε περισσότερα μηδενικά από όσα περίμενε.

                                                                        ****
     Το Σάββατο άργησε λίγο να έρθει, άργησε όμως όσο ακριβώς χρειαζόταν για να σκεφτεί καλά την πρόταση της δεσποινίδας Στρόμπολι. Το ποσό ήταν ιδιαίτερα δελεαστικό, και όταν του είχε πει ότι θα μπορούσε να γράψει και κάτι άλλο εκτός από αστυνομικά, είχε χτυπήσει φλέβα. Όμως, δεν μπορούσε να ξεχάσει ποιος ήταν. Και, μπορεί να μην είχε ακολούθους στα κοινωνικά δίκτυα, είχε όμως και εκείνος το δικό του, πιστό, αναγνωστικό κοινό, που δε θα του συγχωρούσε μία τέτοια κίνηση.
     Δεν της τηλεφώνησε για να αναγγείλει την άφιξή του, αφού του είχε πει ότι θα τον περίμενε. Και, εφόσον η πρόσκληση ήταν για τσάι, κανόνισε να βρίσκεται έξω από την πόρτα της λίγο πριν από τις 5 το απόγευμα. Η εξώπορτα ήταν ανοιχτή. Σκέφτηκε ότι μπορεί να ήταν τυχαίο, μπορεί όμως και να μη λειτουργούσε το κουδούνι. Εξάλλου, ήταν σίγουρο ότι θα τον περίμενε. 
     Έσπρωξε την πόρτα και μπήκε μέσα. Μία στενή σκάλα ανέβαινε στον πρώτο. Εκεί θα ήταν το διαμέρισμά της, προφανώς. Άρχισε να ανεβαίνει σιγά-σιγά, δεν ήταν πια και στην πρώτη του νιότη... Έφτασε επάνω με ένα ελαφρύ λαχάνιασμα. Έπρεπε να κόψει το τσιγάρο, τόσα χρόνια το έλεγε, αλλά ποτέ δεν το είχε επιχειρήσει.
     Και η πόρτα του διαμερίσματος ήταν ανοιχτή. Πολύ ιδιόρρυθμη ήταν η δεσποινίς Στρόμπολι, εντέλει. Αν και θα έπρεπε να το είχε φανταστεί, δεν ήταν και τόσο "φυσιολογικό" να ζητήσει κάποιος να γραφτεί η βιογραφία του από έναν μετρ του αστυνομικού μυθιστορήματος...
     - Δεσποινίς Στρόμπολι, είπε καθώς έσπρωξε την πόρτα του διαμερίσματος, καλησπέρα. Ελπίζω να μην πειράζει που ήρθα δυο λεπτά πριν από τις πέντε...
     Δεν υπήρχε κανείς στο σαλόνι. Έριξε μια ματιά γύρω του. Όλα τακτοποιημένα. Στο τραπεζάκι υπήρχε ένα πιάτο με βουτήματα.
     - Δεσποινίς Στρόμπολι, είπε ξανά, πιο δυνατά αυτή τη φορά, είμαι ο Τζον Πίτερς, ήρθα όπως μου ζητήσατε!
     Δεν ακούστηκε κανένας ήχος. Τι ήταν πάλι αυτό; Δε γίνεται να καλείς κάποιον στο σπίτι σου και να μην είσαι εκεί να τον περιμένεις! Εκτός αν κάτι έκτακτο είχε προκύψει... Αλλά, πάλι, δε θα άφηνε έτσι, ανοιχτά... Τον έπιασε μια ανησυχία. Λες να της είχε συμβεί κάτι... άσχημο; 
     - Δεσποινίς Στρόμπολι, φώναξε, είστε εδώ;
     Μια φωνή μέσα του του είπε ότι έπρεπε να φύγει αμέσως. Κατέβηκε γρήγορα την σκάλα και βγήκε στον δρόμο. Είχε αρχίσει να βρέχει. Άνοιξε την ομπρέλα του και έψαξε για ταξί. Ευτυχώς, δεν άργησε να βρει ένα. Έφτασε στο σπίτι του, πλήρωσε και ανέβηκε στο διαμέρισμά του. Τότε συνειδητοποίησε ότι η επιταγή που είχε πάρει μαζί του για να την επιστρέψει στην Τζένιφερ Στρόμπολι, μάλλον του είχε πέσει στο ταξί...
                                                                          ***
     Έφτασε η επόμενη μέρα, και η μεθεπόμενη, χωρίς να δεχτεί ούτε τηλέφωνο από εκείνη. Δεν της το είχε δώσει, βέβαια, αλλά όπως είχε βρει τη διεύθυνσή του, θα μπορούσε άνετα να έχει βρει και το τηλέφωνό του. Ήταν πλέον σίγουρος ότι κάτι άσχημο είχε συμβεί στη νεαρή ινφλουένσερ. Να έπαιρνε τηλέφωνο την αστυνομία; Και τι να τους έλεγε;
     Ετοιμάστηκε και βγήκε για να αγοράσει την εφημερίδα του. Αγόραζε εφημερίδα σχεδόν κάθε μέρα, προσπαθώντας να αντλήσει έμπνευση από το αστυνομικό δελτίο. Αυτή τη φορά το έκανε και για έναν επιπλέον λόγο: ήθελε να περπατήσει και να χαλαρώσει, να ξεχάσει την ανησυχία που του είχε προκαλέσει η προχθεσινή επίσκεψη στο σπίτι της Τζένιφερ Στρόμπολι.
     Τελικά, γύρισε στο σπίτι του μετά το μεσημέρι, αφού προηγουμένως είχε φάει κάτι πρόχειρο σε ένα μικρό εστιατόριο κοντά στο πάρκο. Είχε διαβάσει την εφημερίδα χωρίς να βρει τίποτα το ενδιαφέρον και είχε ηρεμήσει αρκετά. Κάθησε στον καναπέ και άναψε ένα τσιγάρο. Θυμήθηκε ότι η σπιτονοικοκυρά του είχε πει ότι το τσιγάρο δεν επιτρεπόταν μέσα στο διαμέρισμα. Πήγε μέχρι το παράθυρο, το άνοιξε και άρχισε να καπνίζει μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο σαν παράνομος χασικλής.
     Ακούστηκε ένας χτύπος στην πόρτα. Μα τι γινόταν, πάλι ήταν ανοιχτή η εξώπορτα; Άνοιξε. Μπροστά του είδε δυο αστυνομικούς. Ένιωσε μια ανατριχίλα.
     - Ο κύριος Πίτερς; ρώτησε ο ένας αστυνομικός, ο μεγαλύτερος από τους δύο.
     - Ναι, απάντησε.
     - Ακολουθήστε μας, παρακαλώ.
     - Να σας ακολουθήσω; Δεν καταλαβαίνω. Για ποιο λόγο; Παραπονέθηκαν οι γείτονες για το τσιγάρο, μήπως; Ομολογώ ότι ξεχάστηκα προς στιγμήν, αλλά, ορίστε, είχα ανοιχτό το παράθυρο, όπως μου ζήτησε η σπιτονοικοκυρά.
     - Πολύ ενδιαφέρον, κύριε Πίτερς, αλλά δεν ήρθαμε εδώ για το τσιγάρο.
     - Αλλά, γιατί;
     - Έχετε κάποιον δικηγόρο εδώ;
     - Πού εδώ;
     - Στο Λονδίνο.
     - Όχι, δεν χρειάστηκε...
     - Φοβάμαι πως θα πρέπει να βρείτε... Είστε ο βασικός ύποπτος για την εξαφάνιση της Τζένιφερ Ο'Κόνελι.
     - Της ποιας;
     - Μην προσποιείστε ότι δεν γνωρίζετε ποια είναι, είπε θυμωμένα ο αστυνομικός.
     Ο νεαρότερος αστυνομικός τον πλησίασε και του είπε κάτι στο αυτί.
     - Α, ναι, πολύ σωστά, ίσως εσείς να την γνωρίζετε μόνο με το καλλιτεχνικό της: πρόκειται για την Τζένιφερ Στρόμπολι.
                                                                   ***
     Ο δικηγόρος που του βρήκε τηλεφωνικά ο εκδότης του φαινόταν σοβαρός και αρκετά ικανός.
     - Θα πρέπει να είστε απόλυτα ειλικρινής μαζί μου, του είπε, αλλιώς δεν θα μπορέσω να κάνω και πολλά για εσάς. Οι κατηγορίες που σας βαραίνουν είναι σοβαρές.
     - Πραγματικά, δεν καταλαβαίνω γιατί με συνέλαβαν. Είμαι αθώος!
     - Κύριε Πίτερς, ή μήπως πρέπει να σας απευθυνθώ με το πραγματικό σας όνομα, κύριε Πέτροϋ, Πέτροου...
     - Πέτρου.
     - Συγχωρήστε με για την προφορά μου, αλλά δεν ήμουν ποτέ καλός με τις ξένες γλώσσες, και ο τρόπος που μεταφέρονται στο λατινικό αλφάβητο τα ονόματα γλωσσών που έχουν διαφορετικά αλφάβητα είναι μερικές φορές τραγικός... Ώστε, Πέτρ...ου, είπατε;
     Σημείωσε κάτι στο μπλοκάκι του και συνέχισε.
     - Κύριε Πέτρου, λοιπόν, δεν εκπλήσσομαι που δηλώνετε αθώος, αλλά αν πίστευα όποιον πελάτη μου διατεινόταν ότι είναι αθώος θα είχα προ πολλού μείνει χωρίς δουλειά.
     - Μα εγώ είμαι αθώος στ'αλήθεια!
     - Τα στοιχεία που μου έδωσαν από την αστυνομία δεν δείχνουν ακριβώς αυτό...
     - Ποια στοιχεία;
     - Πρώτον, η απαχθείσα και ενδεχομένως φονευθείσα, ας την λέμε "το θύμα", χάριν συντομίας, εθεάθη να μπαίνει στο σπίτι σας την περασμένη Τρίτη...
     - Αλήθεια είναι αυτό...
     - Καλά το φαντάστηκα! Ώστε την γνωρίζετε!
     - Μα δεν είπα ποτέ ότι δεν την γνωρίζω, είπα απλώς ότι είμαι αθώος.
     - Κύριε Πέτρου, είστε ένας εξαιρετικός συγγραφέας, μέχρι και εδώ στην Αγγλία υπάρχουν λέσχες ανάγνωσης με το όνομά σας, προφανώς είστε ένας μάστορας του λόγου, αλλά και εγώ έχω σπουδάσει νομική. Ας μην παίζουμε με τις λέξεις...
     - Μπορείτε να μου πείτε τι άλλα ενοχοποιητικά στοιχεία έχει για εμένα η αστυνομία;
     - Χμ,..., λοιπόν, δεύτερον, το θύμα εθεάθη τελευταία φορά το Σάββατο το μεσημέρι στις τρεις και πενήντα τέσσερα, όταν έκανε την τελευταία της ζωντανή μετάδοση, και υπάρχει αξιόπιστη μαρτυρία που σας τοποθετεί έξω από το σπίτι της προχθές το απόγευμα, στις πέντε και επτά λεπτά, για να είμαστε ακριβείς. Άρα, είστε ο τελευταίος που την είδε. Και μάλιστα, ο μάρτυρας που σας είδε σας περιγράφει ως "μάλλον ταραγμένο".
     - Με είχε καλέσει η ίδια...
     - Αλήθεια; 
     - Είστε σίγουρος ότι είστε δικός μου δικηγόρος; Φέρεστε σαν να επιθυμείτε την καταδίκη μου...
     - Σας παρακαλώ! Εγώ απλώς υπηρετώ τη δικαιοσύνη και το μόνο που επιθυμώ είναι να ριχτεί άπλετο φως στην υπόθεση! Και γιατί ήσαστε ταραγμένος; Μήπως επειδή είχατε μαλώσει με το θύμα;
     - Πώς να μαλώσουμε, αφού δε συναντηθήκαμε;
     - Σας υπενθυμίζω ότι θα πρέπει να είστε απολύτως ειλικρινής μαζί μου. Πώς είναι δυνατόν να μη συναντηθήκατε, αφού τα αποτυπώματά σας βρέθηκαν μέσα στο διαμέρισμά της; Αυτό ήταν το τρίτον, για να ξέρετε...
     - Φυσικά και βρέθηκαν τα αποτυπώματά μου! Αφού με είχε καλέσει! Σας το είπα πριν!
     - Άρα, σας άνοιξε!
     - Όχι, δεν ήταν εκεί.
     - Και πώς μπήκατε, αν δεν ήταν εκεί; Τα αποτυπώματά σας βρέθηκαν και από τη μέσα πλευρά της πόρτας. Άρα, σας άνοιξε!
     - Η πόρτα ήταν ανοιχτή.
     - Και η εξώπορτα, και η πόρτα του διαμερίσματος; Ελάτε, τώρα, κύριε Πέτρου, ποιος σώφρων Βρετανός θα αφήσει ανοιχτή την πόρτα του σπιτιού του;
     - Αυτή είναι η αλήθεια, βρήκα ανοιχτά, αλλά εκείνη δεν ήταν μέσα, φώναξα το όνομά της και κανένας δε μου απάντησε, οπότε έφυγα.
     - Χμ, και πώς εξηγείτε την επιταγή στο όνομά σας, όπου επάνω υπήρχε ένα ποσό με τέσσερα μηδενικά, η οποία βρέθηκε στο διαμέρισμά της;
     - Α, ώστε εκεί μου έπεσε...
     - Σας έπεσε; Ώστε το ομολογείτε! Σας έκοψε επιταγή!
     - Δεν το αρνήθηκα...
     - Μήπως την εκβιάσατε με κάποιον τρόπο για να σας γράψει την επιταγή;
     - Σε καμία περίπτωση! Την επιταγή μου την είχε δώσει η ίδια, στο σπίτι μου, και εγώ είχα πάει για να της την επιστρέψω...
     - Επειδή θέλατε περισσότερα χρήματα;
     - Επειδή δεν την ήθελα καθόλου!
     - Και αφού δεν την θέλατε, γιατί την πήρατε αρχικά;
     - Εκείνη μου την έδωσε, ήθελε να γράψω τη βιογραφία της...
     - Ε, εντάξει, νομίζω πως θα σας ζητήσω να βρείτε άλλο δικηγόρο! Δεν είναι δυνατόν να μου λέτε κατάμουτρα τέτοια ψεύδη και να περιμένετε ύστερα να τα υποστηρίξω στο δικαστήριο! Έχω και ένα όνομα στο δικηγορικό σύλλογο, ξέρετε...
     - Δεν είναι ψέμα, σας λέω! Με επισκέφτηκε την Τρίτη και μου ζήτησε να γράψω τη βιογραφία της, είχε συνεννοηθεί με έναν εκδοτικό οίκο να είμαι εγώ αυτός που θα την γράψει, επειδή ήταν φανατική μου αναγνώστρια, όπως είπε. Εγώ αρνήθηκα, αλλά εκείνη επέμεινε και μου άφησε και την επιταγή ως δέλεαρ, για να το σκεφτώ.
     - Τι να πω; 
     Η πόρτα του γραφείου όπου βρίσκονταν άνοιξε και ένας αστυνομικός με πολιτικά εμφανίστηκε.
     - Λοιπόν; Μιλήσατε με τον πελάτη σας; ρώτησε. Θα μπορέσουμε να προχωρήσουμε στην ανάκριση;
     - Ελεύθερα, είπε ο δικηγόρος, έτσι κι αλλιώς δεν υπάρχουν και πολλά που μπορεί να προσθέσει σε αυτά που ήδη έχετε...
                                                                       ***
     Οι φύλακες στο κρατητήριο ήταν, σε γενικές γραμμές, ευγενικοί. Του επέτρεψαν να καπνίσει, αν και τον κοίταξαν επιτιμητικά. Ευτυχώς, ήταν μόνος του, και δεν χρειάστηκε να έρθει σε επαφή με άλλους. Όλα αυτά που του συνέβαιναν ήταν εξωπραγματικά. Γιατί είχε εξαφανιστεί αυτή η αναθεματισμένη ινφλουένσερ, και πού στα κομμάτια είχε πάει; 
     Ο εκδότης του του είχε βρει άλλο δικηγόρο, στο μεταξύ. Δεν είχε και μεγάλες διαφορές από τον προηγούμενο, βέβαια. Και με τέτοια αντιμετώπιση από τον ίδιο του το δικηγόρο, ήταν σχεδόν σίγουρος ότι θα έτρωγε ισόβια. Το μόνο που τον έσωζε ήταν ότι δεν είχε βρεθεί η εξαφανισμένη. Κάτι που, βέβαια, σήμαινε ότι θα τον πίεζαν να τους πει πού είχε κρύψει το πτώμα. Ίσως, τελικά, θα έπρεπε να την είχε σκοτώσει στ'αλήθεια, όταν του πρότεινε να γράψει τη βιογραφία της. Τότε, τουλάχιστον, θα υπήρχε λόγος για να βρίσκεται εκεί που βρισκόταν.
     Ήταν μεγάλο κρίμα που μέσα στο κρατητήριο, με το φόβο της επικείμενης φυλάκισης, άρχισε επιτέλους να του έρχεται ιδέα για ένα νέο αστυνομικό. Ο εκδότης του καταχάρηκε, όταν του το είπε στο τηλέφωνο.
     - Επιτέλους, είπε, είδες που μου έλεγες ότι ένιωθες πως τα είχες γράψει όλα;
     - Μα, συνειδητοποιείς τη θέση μου; τον ρώτησε εκείνος. Είναι πολύ πιθανό να καταλήξω στη φυλακή!
     - Μην απογοητεύεσαι, αφού δεν βρέθηκε κανένα πτώμα. Να δεις που η νεαρή κάπου θα διασκεδάζει με άφθονο ποτό, τόσο που δε θα είναι σε θέση να πει ούτε το όνομά της. Ξέρεις, δα, πώς πίνουν οι Βρετανοί...
     - Και αν βρεθεί πτώμα; Αυτοί εδώ θα με χώσουν μέσα, δεν αστειεύονται. Θα παρακαλάω να δω λίγο ήλιο. Θα με φάει η συννεφιά και η υγρασία εδώ πέρα.
     - Υπερβολικός, όπως όλοι οι συγγραφείς. Στη χειρότερη περίπτωση, θα έχεις άφθονο χρόνο να γράψεις. Αφού την ιδέα την έχεις ήδη! Να με συγχωρείς τώρα, ήρθε το ραντεβού μου. Ετοιμάζομαι να πάρω τα αποκλειστικά δικαιώματα του Στέφανου Ακριβού.
     - Σιγά το συγγραφέα! είπε, αλλά ο εκδότης του είχε ήδη κλείσει το τηλέφωνο.
                                                                ***
     - Στην υγειά του Γιάννη! είπε ο οικοδεσπότης της βραδιάς και όλοι σήκωσαν τα ποτήρια τους.
     - Και στο αστυνομικό του δαιμόνιο! πρόσθεσε ο εκδότης του.
     Όλοι τσούγκρισαν.
     - Κανείς δεν πίστευε στην αξία του, όταν ξεκινήσαμε τη συνεργασία μας, άρχισε να λέει ο εκδότης. Όμως εγώ είχα πάντα μεγάλη εμπιστοσύνη στην πένα του, και, επιπλέον, θέλω να πιστεύω ότι ήμουν για εκείνον κάτι παραπάνω από εκδότης, ένας πιστός φίλος. Και ορίστε τώρα, που με το πεντηκοστό όγδοο βιβλίο του, ο φίλος μου ανακηρύσσεται ως ο νούμερο ένα συγγραφέας αστυνομικής λογοτεχνίας σε περισσότερες από δέκα ευρωπαϊκές χώρες ταυτόχρονα!  
     Οι παρευρισκόμενοι ξέσπασαν σε χειροκροτήματα.
     - Θα μπορούσα να μιλάω ώρες για το φίλο μου, όμως δε θα ήθελα επ'ουδενί να μονοπωλήσω μία βραδιά που είναι αφιερωμένη σε εκείνον. Γι'αυτό, παρακαλώ να υποδεχτείτε το μεγαλύτερο συγγραφέα αστυνομικής λογοτεχνίας που γέννησε ποτέ αυτός ο τόπος, υποδεχτείτε τον Τζον Πίτερς!
      Τα χειροκροτήματα δυνάμωσαν, καθώς ο Τζον Πίτερς προχώρησε ανάμεσα από τον κόσμο και πήρε το μικρόφωνο.
     - Σας ευχαριστώ, είπε ο Τζον Πίτερς, όπως ευχαριστώ και το φίλο μου, για όλη τη βοήθεια που μου προσέφερε. Και δε θα ήταν υπερβολή να πω ότι εκείνος βρίσκεται εξ'ολοκλήρου πίσω από το "Έγκλημα χωρίς θύμα".
     - Υπερβολές, είπε ο εκδότης του. Εσύ το έγραψες το βιβλίο. Εγώ, το μόνο που έκανα, ήταν να σκηνοθετήσω μια εξαφάνιση.
     Όλοι ξέσπασαν σε γέλια. Το είχαν διαβάσει το βιβλίο. Ο εκδότης σήκωσε το ποτήρι του.
     - Στη συνεργασία μας! είπε.
     - Στη φιλία μας! απάντησε ο Τζον Πίτερς.

ΥΓ: Το κείμενο αποτελεί τη συμμετοχή μου στο νέο δρώμενο που διοργανώνει ο Giannis Pit στον διαδικτυακό του χώρο Ηδύποτο. Η κεντρική ιδέα ήταν η εξής: "Μια γυναίκα επισκέπτεται έναν επώνυμο συγγραφέα. Του κάνει μια ελκυστική πρόταση, να της γράψει τη βιογραφία της. Ο συγγραφέας θα την αναζητήσει τις αμέσως επόμενες μέρες για να προχωρήσουν. Η γυναίκα όμως έχει εξαφανιστεί." Θα μου πείτε, ότι ο δικός μου ήρωας δεν την αναζήτησε για να προχωρήσουν. Ε, εντάξει, μου ξέφυγε ένα λάθος! 
Ελπίζω να μην κούρασε πολύ η μεγάλη ανάρτηση, αλλά δεν ήταν δυνατόν να αναπτυχθεί επαρκώς μία τόσο ωραία ιδέα με άλλον τρόπο, νομίζω.


Τρίτη 23 Ιανουαρίου 2024

Αναγκαστικός αποχαιρετισμός

 


     Όλα ξεκινάνε με κάτι μικρό, κάτι απλό. Όπως μια ασπροκόκκινη ταινία, που περνάει σχεδόν απαρατήρητη, καθώς περνάς από δίπλα. Κοντοστέκεσαι, ενώ στο βάθος του μυαλού χτυπάει αμυδρά ένα μικρό, τοσοδούλικο καμπανάκι. "Κάτι αλλάζει εδώ", σου λέει το καμπανάκι. Να το ακούσεις; Να το αγνοήσεις; 
     Και θέλεις πολύ να το αγνοήσεις, αλλά ξέρεις πως το καμπανάκι έχει δίκιο. Ξέρεις πως κάτι πρόκειται να συμβεί. Και αρχίζεις να νιώθεις την επερχόμενη απώλεια. Διότι εδώ ήταν το πρώτο σου σχολείο, τότε που τα σχολικά κτίρια ήταν λίγα, και που για την στέγαση των σχολείων επιστρατεύονταν σπίτια. Ίσως γι'αυτό δεν μπορείς να το αγνοήσεις το καμπανάκι.
     Εδώ, σε αυτό το μισοερειπωμένο διώροφο, έμαθες τα πρώτα σου γράμματα, έκανες τους πρώτους σου φίλους, έπαιξες σχοινάκι, και έκανες κατακόρυφο, έπαιξες "περνά-περνά η μέλισσα", και "χαλασμένο τηλέφωνο", και "ένα λεπτό κρεμμύδι", αγάπησες και αγαπήθηκες...
     Ορίστε, εκεί κάτω, δεξιά, που τώρα υπάρχουν κάγκελα, αλλά τότε δεν υπήρχαν, ήταν η πρώτη σου τάξη. Θρανία παλιού τύπου, και ένα μεγάλο αριθμητήριο δίπλα από την έδρα. Και το πρώτο πράγμα που ρώτησε η δασκάλα ήταν ποια παιδιά ήξεραν να μετράνε μέχρι το δέκα. Και αυτά που ήξεραν τα έβαλε ένα-ένα να διαλέξουν ένα χρώμα στο αριθμητήριο και να μετρήσουν μέχρι το δέκα. Ήξερες και εσύ. Και διάλεξες το κόκκινο, το αγαπημένο χρώμα της ομάδας σου.
     Και ήταν αυστηρή εκείνη η πρώτη σου δασκάλα, της παλιάς σχολής, ακριβώς μετά την κατάργηση της καθαρεύουσας. Και κάθε πρωί, προτού ελεγχθεί αν τα παιδιά είχαν διαβάσει, γινόταν έλεγχος στους σβέρκους, στα αυτιά, στα νύχια, να ελεγχθεί αν ήταν καθαρά. Και αλίμονο αν τυχόν δεν κοιτούσες στο βιβλίο την ώρα της ανάγνωσης. Τιμωρία, όρθιοι στη σειρά, και μετά χάρακας. Απλά τα πράγματα, και όλοι σούζα, λοιπόν.
     Και από την άλλη πλευρά, εκεί κάτω, αριστερά, ήταν η δεύτερή σου τάξη. Με καινούργια δασκάλα, πιο νέα από την προηγούμενη και πολύ πιο χαμογελαστή και ήρεμη. Και τόση ήταν η τύχη σου, που εκείνη η δασκάλα συνέχισε μαζί σου και στην τρίτη τάξη, να εκεί, πίσω από αυτό το μπαλκόνι στο υπερυψωμένο ισόγειο, εδώ αριστερά.
     Τότε ήταν που ένα βράδυ είδες στον ύπνο σου την αγαπημένη σου δασκάλα να μπαίνει στην τάξη και να λέει ότι επειδή είχε μια δουλειά θα σας άφηνε υπό την εποπτεία της άλλης δασκάλας της τρίτης, και πετάχτηκες τρομαγμένη από τον ύπνο σου, επειδή η άλλη δασκάλα δεν ήταν χαμογελαστή σαν τη δικιά σου, ήταν μεγάλη σε ηλικία και σοβαρή. Αλλά ήταν ένα όνειρο και σίγουρα θα το είχες ξεχάσει, αν το ίδιο εκείνο μεσημέρι, ακριβώς μετά το τελευταίο διάλειμμα, δεν έβλεπες τη δασκάλα σου να αναπαριστά το όνειρό σου με κάθε λεπτομέρεια, και να σας αφήνει υπό την εποπτεία της άλλης δασκάλας! Το τι έγινε μετά ούτε που το θυμάσαι, αλλά σίγουρα η άλλη δασκάλα δε σας έφαγε τελικά...
     Και ύστερα ήρθε η τετάρτη τάξη, και ξαναγύρισες στην πρώτη αίθουσα, εκείνη εκεί κάτω, δεξιά. Και η καινούργια δασκάλα δεν ήταν σαν την προηγούμενη, αλλά εντάξει, καλή ήταν. Και ήταν και θεατρόφιλη. Και για τα Χριστούγεννα σας έβαλε να παίξετε ένα θεατρικό.
     Και ύστερα, στα μέσα της χρονιάς, σας είπε η δασκάλα όσα παιδιά ήθελαν να πήγαιναν στο τμήμα της τετάρτης που θα έφτιαχνε ο διευθυντής, με παιδιά και από τις δύο τετάρτες. Και το διευθυντή όλοι τον φοβούνταν, επειδή ήταν μεγάλος και ασπρομάλλης. Αλλά έτυχε τότε να κάνεις πολλή παρέα με ένα κορίτσι που σου είπε "πάμε στο τμήμα του διευθυντή μαζί;" και δηλώσατε και οι δυο ότι θα πηγαίνατε. Αλλά μετά, στο σπίτι, θυμήθηκες ότι ο διευθυντής ήταν μεγάλος και ασπρομάλλης, συνειδητοποίησες τι είχες κάνει και έβαλες τα κλάματα. Αλλά έπρεπε να μάθεις να ζεις με τις επιλογές σου. Που τελικά δεν ήταν και τόσο κακές. Μια χαρά άνθρωπος ήταν ο διευθυντής, και ας είχε άσπρα μαλλιά. Και σε έμαθε και μαθηματικά, που μάλλον του άρεσαν ιδιαίτερα. Να, σε εκείνη εκεί την τάξη έκανες μαζί του μάθημα, πίσω από το μπαλκόνι στο υπερυψωμένο ισόγειο, εδώ δεξιά.
     Από επάνω μάλλον ήταν οι πιο μεγάλες τάξεις, αλλά ποτέ δεν ανέβηκες στον πρώτο όροφο. Δεν πρόλαβες. Είχε βρεθεί στο μεταξύ άλλο σχολικό κτίριο, που λειτουργούσε ως ιδιωτικό σχολείο, το οποίο όμως είχε μετακομίσει σε νέο κτίριο. Και αποχαιρέτησες αυτό, το πρώτο το σχολείο, για να πας στο άλλο.
     Και εκεί είδες πώς είναι ένα κτίριο που έχει φτιαχτεί για σχολείο, και γνώρισες και τον καλύτερο δάσκαλο του κόσμου. Αλλά ένας σεισμός ήταν αρκετός για να αποδείξει ότι το παλιό σχολείο δεν είχε χάσει την αξία του. Κάποιες μικρορωγμές που εμφανίστηκαν σε μία αίθουσα του νέου σχολείου, σας έκαναν να γυρίσετε για λίγες μέρες πίσω, σε αυτό το διώροφο σπίτι. Στην αίθουσα της δευτέρας, που τώρα είχε μέσα και κρεμαστές γλάστρες. Και αυτή ήταν η τελευταία φορά που είδες το σχολείο αυτό από μέσα.
     Και τώρα, αυτή η ασπροκόκκινη ταινία, σαν αυτές που οριοθετούν τον τόπο ενός εγκλήματος. Και νιώθεις ότι ένα έγκλημα θα συντελεστεί πολύ σύντομα. Ένα έγκλημα από εκείνα που δεν αφήνουν ίχνη.
     Και μερικές μέρες μετά, έρχεται η επιβεβαίωση. Μια μεγάλη πινακίδα αναγγέλλει την ανέγερση πολυκατοικίας. Είναι οριστικό. Οι τελευταίες μέρες ενός σχολείου. Τα τελευταία του πρωινά, όπου το φως του ήλιου θα το χαϊδέψει. Τα τελευταία χουζούρια μιας γάτας, που στέκεται επάνω στα σκαλιά χωρίς να αντιλαμβάνεται την επερχόμενη αλλαγή του χώρου. Τα τελευταία πετάγματα ενός περιστεριού, που εποπτεύει τη γειτονιά από το κάγκελο του πρώτου ορόφου.
     Και αρχίζεις να περνάς κάθε μέρα από εκεί, προσπαθώντας να συγκρατήσεις όσες περισσότερες εικόνες μπορείς, ελπίζοντας, σαν μικρό παιδάκι, ότι θα γίνει κάποιο θαύμα και η απειλή της πινακίδας δεν θα πραγματοποιηθεί. Ποιος ξέρει;
     Ώσπου μια μέρα, εκεί μπροστά στο σπίτι, στο χώρο που μαζεύονταν τα παιδιά για την προσευχή, στο μέρος όπου στεκόταν η χορωδία του σχολείου στις εθνικές εορτές, βλέπεις μια μπουλντόζα. Και συνειδητοποιείς, όχι μόνο ότι δε θα γίνει κανένα θαύμα, αλλά και ότι θα πραγματοποιηθεί η απειλή της πινακίδας: Νέα πενταώροφη οικοδομή επί πυλωτής με υπόγειο, σοφίτα-πατάρι.
    

ΥΓ: Οι φωτογραφίες είναι δικές μου.

Σάββατο 30 Δεκεμβρίου 2023

Να δεις πώς το λένε...



     Ο Άη-Βασίλης χάιδεψε τη γενειάδα του ικανοποιημένος. Οι ατμοί τον είχαν τυλίξει για τα καλά και τα γυαλιά του είχαν θολώσει. Ένιωθε ήδη την ευεργετική επίδραση του ζεστού νερού στην πονεμένη του μέση. Τι φανταστική ιδέα που είχε, να πάει με τη γυναίκα του για μερικές μέρες σε αυτό το απομονωμένο σπα στην Ισλανδία! 
     Μία νεαρή, λεπτή γυναίκα με πολύ λευκό δέρμα πλησίασε.
     - Καλημέρα, κύριε Σάντα, όλα εντάξει;
     - Καλημέρα, Χέλγκα, όλα είναι υπέροχα. Θα μπορούσα να έχω άλλο ένα από αυτά τα υπέροχα αφεψήματα με νερό θερμής πηγής;
     - Φυσικά, αν και θα σας συμβούλευα να μην κάνετε κατάχρηση των αφεψημάτων. Η υπερβολική χρήση τους, εκτός από έντονη εφίδρωση, προκαλεί και συχνοουρία.
     - Πού είναι η γυναίκα μου;
     - Η κυρία Σάντα μόλις ολοκλήρωσε το πρόγραμμα γεωθερμικής αναζωογόνησης με ζεστές πέτρες από το όρος Χέκλα και τώρα απολαμβάνει το πρωινό της στην αίθουσα ευεξίας, ακούγοντας πεντατονική μουσική, προκειμένου να συνδεθεί με το εσώτερο εγώ της και να αποβάλει το στρες. Θα θέλατε να με ακολουθήσετε στην αίθουσα μασάζ; Σήμερα θα σας περιποιηθεί ο Έλβαρ. Έχει ειδίκευση στις παθήσεις των μεσοσπονδύλιων δίσκων. Επιτρέψτε μου να σας βοηθήσω. Ποιο άρωμα θα θέλατε να έχει η αίθουσα μασάζ; Πεύκο, σημύδα, ρείκι ή αρκτικό θυμάρι;
     - Σημύδα, είπε ο Άη-Βασίλης, που του έλειπε λίγο και το σπίτι του.
     Η Χέλγκα τον βοήθησε να βγει από τη φυσική δεξαμενή ζεστού νερού όπου είχε περάσει το τελευταίο μισάωρο, και να φορέσει ένα ζεστό, αφράτο μπουρνούζι με το μονόγραμμα του σπα κεντημένο με χρυσή κλωστή.
     - Ακολουθήστε με, παρακαλώ, είπε η Χέλγκα.
     Ο Άη-Βασίλης την ακολούθησε υπάκουα. Περπατώντας επάνω σε έναν όμορφο, ξύλινο διάδρομο, που ούτε καν έτριζε, πέρασαν ανάμεσα από μια σειρά άλλες, φυσικές δεξαμενές, όπου άλλοι λουόμενοι απολάμβαναν τις ευεργεσίες του ζεστού νερού. Οι δεξαμενές ήταν διαφόρων μεγεθών και σχημάτων: άλλες ήταν μικρές, για δυο, το πολύ τρία άτομα, και άλλες ήταν μεγαλύτερες, για δέκα ή δεκαπέντε. Άλλες ήταν στενόμακρες, άλλες ήταν στρογγυλές, και υπήρχε και μία που το σχήμα της, με λίγη καλή θέληση, θύμιζε καρδιά. Οι λουόμενοι ήταν ως επί το πλείστον γυναίκες μέσης και προχωρημένης ηλικίας, αλλά υπήρχαν και άντρες, και μικρά παιδιά.
     Η Χέλγκα έφτασε στο χώρο του μασάζ, άνοιξε την πόρτα και περίμενε ευγενικά, ώσπου ο Άη-Βασίλης να περάσει μέσα. Ο Έλβαρ, ένας ψηλός και αρκετά μυώδης, ξανθός νέος, τον περίμενε δίπλα στο κρεβάτι του μασάζ. Η Χέλγκα προχώρησε μέχρι το παράθυρο, όπου βρισκόταν ένα ράφι με διάφορα μικρά μπουκαλάκια. Διάλεξε ένα και ύστερα πήγε μέχρι το τζάκι, όπου έκαιγε μια ωραία φωτιά. Η Χέλγκα άνοιξε το μπουκαλάκι και έριξε τρεις σταγόνες από το περιεχόμενό του σε ένα μικρό, πορσελάνινο δοχείο που κρεμόταν μέσα στο τζάκι. Αμέσως ο χώρος πλημμύρισε από το γνώριμο άρωμα της σημύδας. Ο Άη-Βασίλης ανάσανε βαθιά. Η Χέλγκα χαμογέλασε.
     - Καλή σας απόλαυση, κύριε Σάντα, είπε και βγήκε αμέσως από το δωμάτιο.
     Ο Έλβαρ βοήθησε τον Άη-Βασίλη να βγάλει το μπουρνούζι του και να ξαπλώσει στο κρεβάτι. Ύστερα, έβαλε στα χέρια του ένα αρωματικό λάδι και άρχισε με επιδέξιες κινήσεις να τον τρίβει, επιμένοντας στην περιοχή της μέσης. Ο Άη-Βασίλης ένιωσε πως βρισκόταν στον Παράδεισο. Λίγο ακόμα και θα αποκοιμιόταν.
     Η ξύλινη πόρτα του δωματίου άνοιξε και εμφανίστηκε και πάλι η Χέλγκα, κρατώντας ένα ογκωδέστατο πακέτο.
     - Κύριε Σάντα, μόλις ήρθε η αλληλογραφία σας, είπε και ακούμπησε το πακέτο σε ένα τραπεζάκι, που βρισκόταν δίπλα στο παράθυρο. Θα θέλατε, μήπως, να σας το ανοίξω;
     Ο Άη-Βασίλης τινάχτηκε. Δεν ήθελε να διακινδυνεύσει με τίποτα την ανωνυμία του.
     - Όχι, ευχαριστώ, είπε. Θα το ανοίξω μόνος μου.
     - Μήπως προτιμάτε να το πάω στο δωμάτιό σας;
     - Αφήστε το καλύτερα εδώ, θα το ανοίξω μετά.
     - Όπως θέλετε.
     Η Χέλγκα εξαφανίστηκε και πάλι. Ο Έλβαρ τώρα μάλαζε εντατικά τον αυχένα του. Ο Άη-Βασίλης αφέθηκε και πάλι στα μαγικά χέρια του μασέρ και έκλεισε τα μάτια του. Αποκοιμήθηκε ύστερα από μερικά λεπτά.
     Ξύπνησε ύστερα από ένα τέταρτο περίπου, όταν ο Έλβαρ τον σκούντηξε ελαφρά και τον ενημέρωσε ότι το μασάζ του είχε τελειώσει.
     - Μπορείτε τώρα να περάσετε στη θερμαινόμενη πισίνα που βρίσκεται δίπλα, είπε ο Έλβαρ, καθώς τον βοηθούσε να ξαναφορέσει το μπουρνούζι του. Ένα σύντομο, ζεστό μπάνιο θα παρατείνει τα αποτελέσματα του μασάζ. Και για ακόμα καλύτερα αποτελέσματα, μπορείτε κατόπιν να κάνετε ένα κρύο ντους στον τεχνητό καταρράκτη που βρίσκεται στο αίθριο. Το νερό του καταρράκτη έρχεται απευθείας από το πάρκο Βατναγιόκουλ, στα νοτιοανατολικά της χώρας.
     - Ναι, το γνωρίζω το Βατναγιόκουλ, έχω πάει, είπε ο Άη-Βασίλης και δαγκώθηκε για να μην πει περισσότερα και προδώσει την ταυτότητά του. Θα μπορέσετε να μου φέρετε το πακέτο μου στο χώρο της θερμαινόμενης πισίνας; Μου φαίνεται αρκετά ογκώδες για να το κουβαλήσω μόνος μου.
     - Πολύ ευχαρίστως, είπε ο Έλβαρ, και πήρε στα χέρια του το πακέτο. Παρακαλώ, μετά από εσάς...
     Οι δύο άντρες πέρασαν στο χώρο της θερμαινόμενης πισίνας, όπου διάφοροι λουόμενοι κολυμπούσαν νωχελικά. Ένα ζευγάρι στη μία άκρη της πισίνας έπαιζε μία παρτίδα σκάκι. Δυο-τρία πιτσιρίκια έπαιζαν φορώντας σωσίβια.
     Ο Άη-Βασίλης άφησε το μπουρνούζι του σε μία ξαπλώστρα και μπήκε στην πισίνα, κατεβαίνοντας προσεκτικά από τη μικρή, μεταλλική σκάλα. Ο Έλβαρ έβαλε το πακέτο στο κάτω μέρος της ξαπλώστρας, χαιρέτησε τον Άη-Βασίλη με μια ελαφριά υπόκλιση και αποχώρησε.
     Ο Άη-Βασίλης έκανε δύο απλωτές, αλλά αμέσως μετά συνειδητοποίησε πόσο δίκιο είχε η Χέλγκα σχετικά με τα αφεψήματα του σπα και την επίδρασή τους στον οργανισμό. Δεν μπορούσε να ξέρει αν είχε ιδρώσει εξαιτίας των αφεψημάτων που είχε πιει νωρίτερα ή εξαιτίας της αγωνίας του να προλάβει να πάει στην τουαλέτα.
     Γύρισε στην ξαπλώστρα του από την τουαλέτα ξαλαφρωμένος και ξέχασε εντελώς να πάει στον καταρράκτη με το νερό από το πάρκο Βατναγιόκουλ για το κρύο ντους που του είχε συστήσει ο Έλβαρ. Στο μεταξύ, η γυναίκα του μόλις είχε φτάσει στο χώρο της πισίνας. Φαινόταν πραγματικά ανανεωμένη.
     - Μεγάλη εφεύρεση η πεντατονική μουσική, είπε η γυναίκα του. Έπρεπε να έρθεις και εσύ.
     - Ίσως αύριο, απάντησε ο Άη-Βασίλης. Θα καθήσεις εδώ, μαζί μου, ή έχεις κανονίσει κάποια άλλη θεραπεία για μετά;
     - Έχει μία συνεδρία αρκτικής γιόγκα που θέλω να παρακολουθήσω, αλλά είναι το απόγευμα, οπότε μέχρι τότε είμαι ελεύθερη. Εξάλλου, κοντεύει μεσημέρι, όπου να'ναι θα σερβιριστεί το γεύμα. Ζήτησα να μας σερβίρουν στο δωμάτιο, για μεγαλύτερη ασφάλεια. Δεν χρειάζεται να πολυκυκλοφορείς όταν το μέρος είναι γεμάτο από κόσμο, όλο και κάποιο παιδάκι θα σε αναγνωρίσει.
     - Τι επιλογές έχουμε;
     - Έχω παραγγείλει ήδη. Βακαλάο με πατάτες για εμένα και καπνιστό αρνί για εσένα, που δε σου αρέσουν τα ψάρια. Το σερβίρουν με μία σως αγριοφράουλας, μου είπαν. Τι είναι αυτό;
     - Η σημερινή αλληλογραφία.
     - Αντί να λιγοστεύει, όλο και αυξάνεται, όσο πλησιάζουμε στην παραμονή.
     - Τι να κάνουμε;
     - Θα τα διαβάσεις τώρα τα γράμματα ή μετά το φαγητό;
     - Έλεγα να τα διαβάσω τώρα, αλλά ίσως είναι καλύτερα να τα διαβάσω στο δωμάτιο.
     - Συμφωνώ. Πάμε, λοιπόν, στο δωμάτιο. Θα σε βοηθήσω και εγώ.

     Λίγο αργότερα, στο δωμάτιό τους, καθισμένοι σε δύο αναπαυτικές πολυθρόνες, με θέα τον Ατλαντικό στο βάθος, ο Άη-Βασίλης και η γυναίκα του άνοιξαν το πακέτο. Πάνω από εκατό γράμματα ξεχύθηκαν από μέσα. Ο Άη-Βασίλης άρχισε να τα διαβάζει. Ήταν όλα από παιδιά, και τα περισσότερα ήταν στολισμένα με όμορφες, χαρούμενες ζωγραφιές. Ο Άη-Βασίλης διάβαζε, η γυναίκα του κρατούσε σημειώσεις και τα ταξινομούσε αλφαβητικά, ανάλογα με τη χώρα προέλευσης.
     Ξαφνικά, ο Άη-Βασίλης κοντοστάθηκε. 
     - Τι είναι τούτο; αναρωτήθηκε.
     Τα γράμματα επάνω στο φάκελο δε φαίνονταν παιδικά, αλλά ούτε και τα γράμματα μέσα του. Ο Άη-Βασίλης διάβασε:
     "Αγαπητέ μου Άγιε Βασίλη, πρώτα-πρώτα ελπίζω να είσαι καλά. Θα θυμάμαι για πάντα την περσινή μας συνάντηση που στάθηκε αφορμή για να αποκτήσω ένα κουτί με χρωματιστά μολύβια..."
     - Δεν το πιστεύω! είπε ο Άη-Βασίλης. 
     - Τι τρέχει; ρώτησε η γυναίκα του.
     - Η Πίπη μου έστειλε γράμμα!
     - Η Πίπη; Αλήθεια; Αυτό κι αν είναι περίεργο! Αλλά μήπως γράφει εκ μέρους κάποιου παιδιού;
     - Κάτσε να δούμε: "Αυτά τα χρωματιστά μολύβια ήταν στ'αλήθεια το καλύτερο δώρο που θα μπορούσα να έχω πάρει. Με αυτά κατάφερα να φτιάξω την πρώτη παγκοσμίως γνωστή απεικόνιση μιας γατουβάγιας, καθώς επίσης και το πορτρέτο μιας λαγανομάτας κόρης, μεταξύ άλλων..."
     - Ώστε είναι ευχαριστήριο γράμμα!
     - Γράφει κι άλλα, περίμενε: "Η κίνησή σου αυτή, να μου φέρεις πρωτοχρονιάτικο δώρο, με έκανε να συνειδητοποιήσω ότι δεν φέρνεις δώρα μόνο στα παιδιά. Έτσι, και καθώς η πρωτοχρονιά ξαναπλησιάζει, αποφάσισα να σου στείλω αυτό το γράμμα και να σε πληροφορήσω ότι ήμουν καλή όλο το 2023, παρ'όλο που μου δόθηκαν άπειρες ευκαιρίες να μην είμαι. Αυτό μπορούν να σου το βεβαιώσουν όλοι, αλλά μάλλον το ξέρεις ήδη..."
     - Πού το πάει, άραγε;
     - "... Αφού, λοιπόν, υπήρξα καλή όλο τον χρόνο, θα ήθελα φέτος να μου φέρεις ένα δώρο αντίστοιχο με το περσινό και, για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, αυτό που πραγματικά χρειάζομαι είναι ένα ατελιέ..."
     - Τι θέλει, λέει; Ένα ατελιέ; Α, μα αυτή έχει ξεφύγει!
     - "Σκέψου τι ωραία πράγματα θα μπορώ να φτιάξω, πόσα ακόμα σπάνια πορτρέτα, αν έχω τον κατάλληλο χώρο γι'αυτό. Και προτού βιαστείς να πεις ότι ζητάω πολλά, θα σου πω ότι βολεύομαι και με ένα μικρό. Σε ευχαριστώ προκαταβολικά και σου υπόσχομαι ότι αν μου φέρεις ένα ατελιέ, θα είσαι ο πρώτος που θα ζωγραφίσω το 2024.

     Με αγάπη,
     Πίπη"

     Ο Άη-Βασίλης δίπλωσε το γράμμα και το άφησε δίπλα του.
     - Τι να κάνω με το γράμμα; Να το πετάξω στα σκουπίδια; ρώτησε η γυναίκα του. Ή προτιμάς να το κρατήσουμε και να το διαβάζουμε για να γελάμε;
     - Κράτησέ το και βλέπουμε... Να δεις πώς το λένε οι Έλληνες...
     - Ποιο;
     - Αυτό... Κάτσε λίγο, και θα το βρω. Πού είναι το βιβλίο μου;
     - Στο κομοδίνο, εκεί που το άφησες.
     Ο Άη-Βασίλης πήγε μέχρι το κομοδίνο και πήρε το χοντρό βιβλίο που βρισκόταν εκεί. "Παροιμίες και γνωμικά από όλο τον κόσμο" ήταν ο τίτλος του βιβλίου. Ο Άη-Βασίλης το άνοιξε και το ξεφύλλισε αργά. 
     - Να'το! είπε. Δε σου είπα ότι θα το έβρισκα; "Δώσε θάρρος στο χωριάτη να σ'ανέβει στο κρεβάτι", έτσι το λένε!

Κυριακή 24 Δεκεμβρίου 2023

Λόγω των ημερών

 

     Νέα περίοδος ιδεοξηρασίας στη χώρα της Γλωσσοπάθειας, παρ'όλο που έρχονται Χριστούγεννα. 
     - Μα τι θα γίνει, επιτέλους; λέει η Πίπη και πηγαινοέρχεται πέρα-δώθε, περιμένοντας να γεννηθεί καμιά ιδέα, όπως περιμένουν στο μαιευτήριο οι συγγενείς των επιτόκων.
     Αλλά άδικα περιμένει η Πίπη. Και, αντίθετα από τους συγγενείς των επιτόκων, που κάποια στιγμή βλέπουν ένα μωρό, εκείνη δεν βλέπει ιδέα ούτε για δείγμα. Και τα Χριστούγεννα πλησιάζουν, και η Γλωσσοπάθεια ακόμα να στολίσει...
     Μήπως να πήγαινε ένα ταξίδι, να αλλάξει τον αέρα της; Και δε μιλάμε καν για το Σαν Κριστόμπαλ ντε λα Λαγούνα, ας είναι ένα ταξίδι εδώ κοντά, στη Χώρα των Θαυμάτων, ας πούμε, ή στη Χώρα του Ποτέ... Θα συναντούσε την Αλίκη, ή τον Πήτερ Παν, και όλο και κάποια ιδέα θα της έδιναν. Αλλά η Αλίκη - άκουσε η Πίπη - μεγάλωσε πια και πάχυνε και την τελευταία φορά που μπήκε στο λαγούμι του κουνελιού σφήνωσε και έμεινε σφηνωμένη στο λαγούμι πέντε μέρες και παρά τρίχα να την βρουν τα Χριστούγεννα σφηνωμένη, οπότε φέτος δεν θα πάει καθόλου στη Χώρα των Θαυμάτων, θα κάτσει στο σπίτι της να τρώει μελομακάρονα, κουραμπιέδες και δίπλες.... Όσο για τον Πήτερ Παν, μεγάλωσε και εκείνος και άρχισε τις εξόδους και τα ξενύχτια, με αποτέλεσμα να κάνει μπυροκοιλιά, και όλοι ξέρουμε ότι η μπυροκοιλιά λειτουργεί σαν βαρίδι και δεν επιτρέπει το πέταγμα. Και τι να πάει να κάνει ο Πήτερ Παν στη Χώρα του Ποτέ, αν δεν μπορεί να πετάξει; Θα τον κοροϊδεύουν μέχρι και οι πυγολαμπίδες!
     - Αχ! αναστενάζει η Πίπη και σκέφτεται ότι πρέπει να αγοράσει μελομακάρονα, να πνίξει την θλίψη της στην γλυκιά τους αγκαλιά, και ύστερα να πάει εκείνη στο λαγούμι του κουνελιού, να σφηνώσει μεταξύ της Χώρας της Πραγματικότητας και της Χώρας των Θαυμάτων.
     Προς το παρόν, βέβαια, είναι ήδη σχεδόν σφηνωμένη ανάμεσα στις χώρες των βεραντών. Μεγάλη βαρεμάρα και εκεί. Πού είναι οι πολυλογίες και τα χάχανα; Πού είναι οι τσακωμοί; Πού είναι τα κουτσομπολιά; Οι ένοικοι των δύο χωρών δεν έχουν και πολλή όρεξη, ούτε σε απεργίες για τακτικότερο πότισμα δεν κατεβαίνουν πια...
     Βέβαια, για να πούμε και του στραβού το δίκιο, όλο και κάτι συμβαίνει σε αυτές τις δύο χώρες, όχι πάντα χαρούμενο, φυσικά... Ορίστε, για παράδειγμα, τη θυμάστε τη ρίγανη; Ε, λοιπόν, ξεχάστε την... Έμεινε και ο βασιλικός χωρίς παρέα δίπλα του για να κουτσομπολεύει και άρχισε τις προσπάθειες να μπει στη Χώρα του διαμερίσματος. Ώσπου, πάει η Πίπη μια μέρα να κλείσει την μπαλκονόπορτα, πάει ο βασιλικός να μπει μέσα, ορίστε ένα κάταγμα καραμπινάτο για τον επίδοξο μετανάστη! Για να μη μιλήσουμε για την γλάστρα με τα κερασοκούκουτσα, που με περισσό θράσος  ενημέρωσε την Πίπη ότι οι κερασιές δε θα φυτρώσουν φέτος (ούτε του χρόνου, φυσικά), αλλά, βέβαια, η Πίπη δεν το άφησε έτσι, γέμισε την γλάστρα με ροδακινοκούκουτσα και τώρα βλέπει το μέλλον με μια σχετική αισιοδοξία (η γλάστρα, πάλι, το αντίθετο, το παίζει Κασσάνδρα).
     - Πάει, λέει η Πίπη, τελείωσε, θα έρθουν τα Χριστούγεννα και δεν θα έχω καμία ιστορία... Τι κρίμα!
     - Τι κρίμα! επαναλαμβάνουν και οι ένοικοι των χωρών των δύο βεραντών, αλλά η αλήθεια είναι ότι, στην πραγματικότητα, ούτε που τους νοιάζει...
     Αλλά μια μέρα, εκεί που άνοιγε ένα από τα παράθυρά της, πού νομίζετε ότι έπεσε το μάτι της Πίπης; Στην γλάστρα με τις δίδυμες βερυκοκίτσες, έπεσε. Και, βέβαια, εκεί βρίσκονταν οι δύο αδερφούλες, που έχοντας χάσει - λόγω εποχής - τα φυλλαράκια τους, κοιμούνταν ειρηνικά, δίπλα-δίπλα, μόνο πως η Πίπη είδε και κάτι άλλο. Δίπλα ακριβώς στις δίδυμες κοιμωμένες, επάνω σε ένα ξυλάκι από αυτά που χρησιμοποιούνται ως στηρίγματα, υπήρχε μία στρουμπουλή, πράσινη κάμπια!
     - Μπλιαχ! έκανε η Πίπη. Τι δουλειά έχει μία στρουμπουλή, πράσινη κάμπια στη Χώρα της πίσω βεράντας, και μάλιστα δίπλα στις βερυκοκοαδερφούλες; Θα πρέπει να την διώξω πάραυτα!
     Η Πίπη οπλίστηκε με όσο θάρρος μπόρεσε να βρει και πήγε στην μπαλκονόπορτα που βρισκόταν κοντά στην επίμαχη γλάστρα. Αλλά μόλις πλησίασε στο τζάμι της μπαλκονόπορτας, η κάμπια, που προφανώς την είχε δει, μετακινήθηκε ελαφρώς και κρύφτηκε πίσω από το ξυλάκι! Καλέ, τι περίεργο πράγμα; Αυτή η κάμπια είχε πόδια!
     Η Πίπη το ξανασκέφτηκε. Αυτή η κάμπια ήταν πολύ περίεργη και, ενδεχομένως επικίνδυνη. Και αν, αφού είχε πόδια, ήξερε και καράτε; Και αν, με το που πλησίαζε η Πίπη, η κάμπια την άρχιζε στις κλωτσιές;  
     Η Πίπη πήγε στην άλλη μπαλκονόπορτα, από την άλλη πλευρά της γλάστρας, που είναι και λίγο πιο μακριά, και την άνοιξε προσεκτικά. Αμέσως η κάμπια ξαναμετακινήθηκε προς την αντίθετη πλευρά και ξανακρύφτηκε πίσω από το ξυλάκι. Η Πίπη αναθάρρησε λίγο, αλλά και πάλι... Αυτή η κάμπια, αν ήταν κάμπια, ήταν η πιο περίεργη κάμπια που είχε δει ποτέ της. Ήθελε να την παρατηρήσει, αλλά ήθελε και να κρατήσει απόσταση ασφαλείας, πώς θα γινόταν αυτό;
     Και τότε θυμήθηκε πως είχε μία φωτογραφική μηχανή. Αυτό ήταν! Θα φωτογράφιζε την κάμπια και ύστερα θα έκανε ζουμ στη φωτογραφία για να τη δει και να τη μελετήσει καλύτερα. Έτρεξε, λοιπόν, η Πίπη, πήρε τη φωτογραφική της μηχανή, βγήκε στη Χώρα της πίσω βεράντας πολύ προσεκτικά και, προσπαθώντας να μην πλησιάσει υπερβολικά κοντά - είπαμε, ίσως η κάμπια να ήξερε και καράτε - άρχισε να βγάζει φωτογραφίες. Η κάμπια έμενε ακίνητη, ευτυχώς.
     Έβγαλε τις φωτογραφίες που ήθελε η Πίπη και γύρισε στην ασφάλεια της Χώρας του διαμερίσματος. Έκανε ζουμ και άρχισε να κοιτάζει προσεκτικά την κάμπια... Και, ναι, τελικά είχε δίκιο. Δηλαδή, δεν ξέρω αν είχε δίκιο για το καράτε, αλλά φαινόταν ξεκάθαρα ότι η κάμπια μάλλον δεν ήταν κάμπια. Και τι ήταν, τότε; Η Πίπη κοίταξε προσεκτικά τα δύο μακριά πόδια, που είχαν κολλήσει επάνω στο ξυλάκι και ίσα-ίσα ξεχώριζαν, τα φτερά που μισοσκέπαζαν τα πόδια σαν τέντα κατασκηνωτή, το σκυφτό της κεφάλι, σαν ευσεβούς προσκυνητή... Ε, λοιπόν, αν δεν επρόκειτο για ακρίδα, η Πίπη δεν ήξερε τι άλλο θα μπορούσε να είναι!
     Η Πίπη πρώτη φορά έβλεπε ακρίδα σε αυτήν την στάση. Τι έκανε εκεί; Και γιατί δεν πετούσε μακριά; Ήθελε πολύ να μάθει, αλλά δεν τολμούσε να πολυπλησιάσει, αφού την ανατριχιάζουν οι ακρίδες. Είπε, λοιπόν, με τρόπο στο βασιλικό, να πει στη λουίζα, να πει στο δυόσμο, να πει στην ντοματιά, που είναι δίπλα στην γλάστρα με τις δίδυμες κοιμισμένες βερυκοκίτσες, να ρωτήσει την ακρίδα και να μάθει.
     Και ο βασιλικός, παρ'όλο που ακόμα της κρατούσε μούτρα για το κάταγμά του, είπε στη λουίζα, που είπε στο δυόσμο, που είπε στην ντοματιά, να ρωτήσει την ακρίδα.
     - Ε, ψιτ! είπε η ντοματιά.
     Τσιμουδιά η ακρίδα.
     - Ε, ψιτ, σε εσένα μιλάω! επέμεινε η ντοματιά. Ε, ψιτ, καλέ!
     - Παρντόν, είπε η ακρίδα, είπατε κάτι;
     - Καλέ, τι σνομπαρία είναι τούτη! είπε ο δυόσμος στη λουίζα, που κούνησε τα κλαδάκια της πάνω-κάτω, για να δείξει πως συμφωνούσε.
     - Ναι, είπε η ντοματιά. Ποια είσαι και από πού έρχεσαι;
     - Καλά μου το έλεγε η μητέρα μου, είπε η ακρίδα. Πολλή μπασκλασαρία κυκλοφορεί...
     - Τι; είπε η ντοματιά και γύρισε προς τον δυόσμο, μην τυχόν είχε ακούσει, αλλά εκείνος - είναι και λίγο βαρύκοος, λόγω ηλικίας - σήκωσε τα φυλλαράκια του ψηλά, εννοώντας πως δεν είχε ιδέα.
     Η ακρίδα αναστέναξε.
     - Ποια είσαι και από πού έρχεσαι; επανέλαβε η ντοματιά.
     - Είναι τουλάχιστον ανάγωγο να ρωτάει κάποιος τέτοιες προσωπικές πληροφορίες, χωρίς προηγουμένως να έχει συστηθεί ο ίδιος, είπε.
     - Τι σου είπα; Σνομπαρία, είπε ο δυόσμος στη λουίζα.
     - Είμαι η ντοματιά, είπε η ντοματιά, και ζω εδώ τα τελευταία χρόνια. Εσύ ποια είσαι και από πού έρχεσαι;
     - Με λένε Λήδα και, προφανώς, είμαι ακρίδα, είπε η ακρίδα. Όσο για το από πού έρχομαι, είναι μεγάλη ιστορία...
     - Εδώ μας αρέσουν οι ιστορίες, πετάχτηκε η λουίζα. Είμαι η λουίζα, πρόσθεσε. Και από εδώ είναι ο δυόσμος και ο βασιλικός. Όλοι είμαστε φίλοι και μένουμε εδώ πολύ καιρό.
     - Εγώ είμαι βασιλοπούλα, η μοναχοκόρη του βασιλιά της Ακριδανίας. 
     - Α, της Ακριδανίας! είπαν όλα τα φυτά μαζί, παρ'όλο που δεν ήξεραν πού πέφτει η Ακριδανία.
     - Μεγάλωσα με όλες τις περιποιήσεις που αρμόζουν σε μία βασιλοκόρη και είχα τις καλύτερες τροφούς. Έμαθα χορό και τραγούδι, και είμαι πτυχιούχος στην άρπα.
     - Ω, της άρπας! έκαναν τα φυτά, παρ'όλο που δεν ήξεραν τι είναι η άρπα.
     - Δυστυχώς, όμως, ο πατέρας μου έχει πολλούς και πολύ ισχυρούς εχθρούς. Και ένας από αυτούς, ένας κακός μάγος από το Κατάρ, μας έριξε μια βαριά κατάρα.
     - Κατάρα;
     - Ναι. Με καταράστηκε να πεθάνω, την ημέρα των πρώτων γενεθλίων μου, την ώρα που θα έσβηνα το κεράκι στην τούρτα.
     - Τρομερό!
     - Και όχι μόνο αυτό. Καταράστηκε και όλους τους υπηκόους του βασιλείου να πεθάνουν μαζί με εμένα. 
     - Πόση κακία! 
     - Έτσι, για να σώσω το βασίλειο του πατέρα μου - και καθώς πλησιάζουν τα πρώτα μου γενέθλια -, αποφάσισα να φύγω μακριά... και έφτασα μέχρι εδώ.
     - Τι συγκινητική ιστορία! είπε η λουίζα.
     - Θα με πάρουν τα ζουμιά, είπε η ντοματιά.
     - Μέχρι και εγώ δάκρυσα, είπε ο δυόσμος. Τι αυταπάρνηση!
     - Αλλά το ταξίδι ήταν πολύ κουραστικό και χρειάζομαι ξεκούραση. Γι'αυτό, αν δε σας πειράζει, θα ήθελα να κοιμηθώ... Σιλάνς!
     Και τα φυτά σώπασαν, παρ'όλο που δεν ήξεραν τι σημαίνει σιλάνς.
     Όταν, λίγο αργότερα, η Πίπη βγήκε στη βεράντα, τα φυτά τής είπαν σχεδόν ψιθυριστά την ιστορία της Λήδας της ακρίδας. Αλλά εκείνη, σε αντίθεση με τα φυτά, όχι μόνο δεν συγκινήθηκε, όχι μόνο δεν δάκρυσε, αλλά επέδειξε μία μάλλον παγερή αδιαφορία. Βλέπετε, είχε ήδη μάθει ότι έτσι κάνουν όλες οι ακρίδες το χειμώνα και είχε καταλάβει, επιπλέον, ότι η συγκεκριμένη ακρίδα ήταν και πολύ ψηλομύτα. Και θα την είχε διώξει κακήν κακώς τη Λήδα την ακρίδα από τη Χώρα της πίσω βεράντας, αν δεν σκεφτόταν ότι έρχονται Χριστούγεννα...


ΥΓ: Οι φωτογραφίες είναι δικές μου