Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2013

Να ζεις

     

     Να ζεις. Να ανασαίνεις. Να γελάς, να κλαις, να νιώθεις. Να νιώθεις άνθρωπος.
     Να σκέφτεσαι, να ονειρεύεσαι. Να νιώθεις άνθρωπος.
     Να μιλάς, να ακούς, να τραγουδάς. Να ακούς. Να νιώθεις άνθρωπος.
     Να τρως, να γεύεσαι. Να πίνεις, να γεύεσαι. Να νιώθεις άνθρωπος.
     Να περπατάς με παπούτσια, να περπατάς ξυπόλητος. Να τρέχεις μόνος, να τρέχεις με παρέα. Να χορεύεις με μουσική, να χορεύεις χωρίς μουσική. Να νιώθεις άνθρωπος.
     Να ταξιδεύεις. Να νιώθεις άνθρωπος.
     Να μυρίζεις τα λουλούδια, να μυρίζεις την βροχή, να μυρίζεις το φρεσκοψημένο ψωμί. Να νιώθεις άνθρωπος.
     Να βλέπεις τον ήλιο, να βλέπεις τα αστέρια, να βλέπεις όνειρα. Να νιώθεις άνθρωπος.
     Να ακούς τα τζιτζίκια, να ακούς τις βροντές. Να νιώθεις άνθρωπος.
     Να κολυμπάς στην πισίνα, να κολυμπάς στη θάλασσα. Να νιώθεις άνθρωπος.
     Να αγαπάς, να μισείς, να λατρεύεις, να αντιπαθείς. Να νιώθεις άνθρωπος.
     Να αγκαλιάζεις, να χαϊδεύεις. Να νιώθεις άνθρωπος.
     Να απογοητεύεσαι, να ελπίζεις. Να νιώθεις άνθρωπος.
     Να ζεις. Να ξυπνάς. Να κοιμάσαι. Να ξυπνάς. Να κοιμάσαι.
     Να μην σκέφτεσαι. Να μην ονειρεύεσαι. Να μιλάς. Να τρως. Να ακούς. Να βλέπεις. Να τρέχεις. Να τρέχεις. Να δουλεύεις, να μη δουλεύεις. Να κλαις. Να κλαις. Να περπατάς, να σέρνεσαι. Να σέρνεσαι. Να ανασαίνεις. Να μη νιώθεις. Να μη νιώθεις. Να νιώθεις σκουπίδι.

Δευτέρα 21 Οκτωβρίου 2013

Εναλλακτική πραγματικότητα



     Μια φορά κι έναν καιρό, στο βασίλειο της Μυροχώρας, όπου όλοι οι κάτοικοι μοσχομύριζαν καθαριότητα και σαπούνι, ήταν ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα που δεν μπορούσαν να κάνουν παιδιά. Είχαν προσπαθήσει πάρα πολύ και είχαν δοκιμάσει όλα τα γιατροσόφια που τους είχαν πει, αλλά χωρίς αποτέλεσμα.
     Ο βασιλιάς ήταν πολύ στενοχωρημένος που δεν θα αποκτούσε διάδοχο και όλο κάπνιζε, και το βράδυ, όταν η βασίλισσα κοιμόταν και δεν τον έβλεπε, έκλαιγε και μούσκευε όλα τα μαντήλια του, εκείνα με το βασιλικό μονόγραμμα επάνω. Και η βασίλισσα λυπόταν πολύ που δεν μπορούσε να ευχαριστήσει το βασιλιά της και, επιπλέον, που δε θα είχε και εκείνη μία πριγκηπισσούλα - κατά προτίμηση - να της πλέκει κοτσιδάκια τα μακριά μαλλάκια της. Ώρες ολόκληρες καθόταν η βασίλισσα στο παράθυρό της και παρακαλούσε, πότε τον ήλιο - την ημέρα - πότε το φεγγάρι - τη νύχτα, να της στείλουν ένα παιδάκι. Αλλά και ο ήλιος και το φεγγάρι, είχαν άλλες δουλειές σοβαρότερες να κάνουν.
     Μια μέρα, έτυχε να περνάει από εκείνα τα μέρη μια γριά μάγισσα, που όταν άκουσε το πρόβλημα του βασιλικού ζευγαριού ζήτησε αμέσως να τους δει.
     - Εγώ μπορώ να το λύσω το πρόβλημά σας, είπε στο βασιλιά, αφού γονάτισε και έσκυψε μέχρι που η μακριά της μύτη ακούμπησε στο πάτωμα.
     - Αλήθεια; ρώτησε ο βασιλιάς όλο ελπίδα. Αν με βοηθήσεις και αποκτήσω έναν ωραίο, έξυπνο και δυνατό γιο, θα σε γεμίσω χρυσάφι, της είπε.
     - Να μου δώσεις μονάχα το δαχτυλίδι με τη μεγάλη πέτρα που φοράς στο δάχτυλό σου, του είπε η μάγισσα και έτσι έκλεισε η συμφωνία.
     Η μάγισσα έβγαλε μέσα από το σακούλι της ένα μάτσο με βότανα και είπε στο βασιλιά να πίνει δύο ποτήρια την ημέρα. Ύστερα, έφυγε από το παλάτι λέγοντας ότι θα ξαναγύριζε σε μερικούς μήνες για την πληρωμή της.
     Ο βασιλιάς ξεκίνησε αμέσως τη θεραπεία, αν και τα βότανα της μάγισσας μύριζαν πολύ άσχημα. Έπινε δύο ποτήρια την ημέρα και ύστερα από λίγες βδομάδες - θαύμα! - η βασίλισσα έμεινε έγκυος!
     Πολλοί είπαν ότι ήταν ψέμα, ότι η βασίλισσα είχε απλώς πρήξιμο, αλλά έκαναν λάθος. Η κοιλιά της μεγάλωνε συνέχεια, μέχρι που, εννέα μήνες μετά, γέννησε ένα πανέμορφο αγοράκι. Τότε εμφανίστηκε και η μάγισσα για την αμοιβή της και ο βασιλιάς, όλος χαρά, της χάρισε το δαχτυλίδι του με τη μεγάλη πέτρα.
     Ο μικρός πρίγκηπας ήταν το πιο όμορφο και το πιο έξυπνο παιδάκι που μπορεί κανείς να φανταστεί, και όσο μεγάλωνε γινόταν όλο και πιο όμορφος, όλο και πιο δυνατός, όλο και πιο έξυπνος. Αλλά είχε ένα πρόβλημα: δεν άντεχε τη μυρωδιά του σαπουνιού. Κάθε φορά που τον έκαναν μπάνιο οι βασιλικές καμαριέρες, εκείνος γινόταν κατακόκκινος και έβγαζε σπυράκια.
     Ο βασιλιάς έστειλε να φωνάξουν τη μάγισσα και εκείνη, όταν άκουσε το πρόβλημα, του είπε ότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα καθώς ήταν παρενέργεια από τα βρωμερά βοτάνια που του είχε δώσει για να πιει. Τον συμβούλεψε, δε, να μην ανησυχεί και ότι δεν ήταν και τόσο σημαντικό. Και, εδώ που τα λέμε, δίκιο είχε. Μόνο που ο πρίγκηπας λάτρευε τη μυρωδιά του κρεμμυδιού, του σκόρδου, του κουνουπιδιού, όλες εκείνες τις μυρωδιές, δηλαδή, που οι συνηθισμένοι άνθρωποι δεν αγαπούν ιδιαίτερα.
     Τα χρόνια περνούσαν και ο πρίγκηπας έφτασε σε ηλικία γάμου. Και, καθώς ήταν πολύ ωραίος και δυνατός, όλες οι πριγκήπισσες των γύρω βασιλείων ήθελαν να τον παντρευτούν. Άρχισαν, λοιπόν, οι σύμβουλοι του παλατιού να προξενεύουν στο νεαρό πρίγκηπα τη μία πριγκήπισσα μετά την άλλη. Και ήταν όλες τους πανέμορφες: άλλη κατάξανθη σαν τα καλοκαιρινά στάχυα, άλλη μελαχρινή με παχιές πλεξούδες σαν καραβόσκοινα, άλλη με αγγελική φωνή, όλες ήταν αξιαγάπητες και ο πρίγκηπας δεν ήξερε ποια να πρωτοδιαλέξει.
     Όμως, υπήρχε ένα πρόβλημα: μόλις ο πρίγκηπας δεχόταν να δει μια πριγκήπισσα και βρισκόταν μαζί της στο βασιλικό σαλόνι, με το που η πριγκήπισσα πλησίαζε λίγο πιο κοντά του, εκείνος έκανε "πιφ", σηκωνόταν και έφευγε.
     - Δεν την μπορώ, έλεγε στους συμβούλους, αυτή βρωμάει!
     - Μα, μεγαλειότατε, ίσα-ίσα που μοσχοβολάει σα γιασεμί!
     - Αποκλείεται να την παντρευτώ, δεν την αντέχω! Φέρτε μου την επόμενη!
     Ερχόταν η επόμενη πριγκήπισσα την επόμενη μέρα, κάθονταν στο βασιλικό σαλόνι, έσκυβε η πριγκήπισσα κάτι να του πει πιο εμπιστευτικό, "πιφ" έκανε εκείνος και εξαφανιζόταν.
     - Τι μου τη φέρατε αυτήν την πριγκήπισσα; ρωτούσε εκνευρισμένος. Βρωμάει από ένα χιλιόμετρο μακριά.
     - Μα, μεγαλειότατε, μυρίζει σαν κανέλλα!
     - Δε θέλω να ακούσω τίποτα, να φύγει! έλεγε εκείνος.
     Και η παρέλαση των υποψήφιων πριγκηπισσών συνεχιζόταν.
     Ήταν και μια πριγκήπισσα που, μόλις είδε τον πρίγκηπα μπροστά της στο βασιλικό σαλόνι, τον ερωτεύτηκε τόσο, που όταν της είπαν ύστερα ότι ο πρίγκηπας την είχε απορρίψει, πήγε να πεθάνει από τον καημό της.
     - Μην στενοχωριέσαι, της έλεγε η μητέρα της, δε χάθηκε ο κόσμος. Υπάρχουν και άλλοι πολλοί πρίγκηπες. Θα σου βρούμε έναν ακόμα καλύτερο.
     - Εγώ δε θέλω άλλον, αυτόν θέλω! έλεγε και έκλαιγε η πριγκήπισσα.
     Μάταια προσπάθησαν να την κάνουν να αλλάξει γνώμη. Εκείνη είχε αποφασίσει να τον παντρευτεί, ο κόσμος να χαλούσε. Έτσι, έβαλε έναν άνθρωπό της στο παλάτι να μάθει γιατί είχε απορριφθεί και όταν έμαθε την ιδιαιτερότητα του πρίγκηπα, πήρε μια μεγάλη απόφαση.
     - Δε θα πλυθώ απόψε, είπε στην πριγκηπική της καμαριέρα. Και φέρε μου κρεμμύδια, πολλά κρεμμύδια!
     Η καμαριέρα έφερε τα κρεμμύδια, και η πριγκήπισσα τα πήρε και τρίφτηκε με αυτά.
     - Και τώρα, οδηγήστε με ξανά στον πρίγκηπα! είπε.
     Ο πρίγκηπας θεώρησε περίεργο να ξαναδεί μια πριγκήπισσα που είχε απορρίψει, αλλά της έδωσε μια ευκαιρία ακόμη. Έτσι, όταν βρέθηκαν οι δυο τους στο βασιλικό σαλόνι, προσπάθησε να είναι ευγενικός. Όταν, όμως, πάλι τον πλησίασε λίγο η πριγκήπισσα, πάλι εκείνος έκανε "πιφ".
     Η πριγκήπισσα γύρισε στο παλάτι στενοχωρημένη, αλλά αποφασισμένη για μεγαλύτερες θυσίες.
     - Ούτε απόψε θα πλυθώ, είπε στην πριγκηπική της καμαριέρα, που την κοιτούσε λίγο περίεργα. Και φέρε μου σκόρδα, πολλά σκόρδα!
     Έτσι και έκανε η καμαριέρα, και η πριγκήπισσα τρίφτηκε και με τα σκόρδα. Και πάλι πήγε στον πρίγκηπα, και πάλι εκείνος έκανε "πιφ", ύστερα από λίγο.
     - Μην επιμένεις, της είπε, να προσπαθείς, το ξέρω, είμαι λίγο περίεργος, αλλά δεν μπορείς να κερδίσεις μια θέση στην καρδιά μου. Εντάξει, μυρίζεις λίγο καλύτερα τώρα, αλλά και πάλι δεν την αντέχω τη μυρωδιά σου. Επιπλέον, εγώ θέλω μια γυναίκα χοντρή, και εσύ είσαι πολύ αδύνατη. Πώς θα σταθείς πλάι μου; Λυπάμαι, μην επιμένεις.
     Και έφυγε από το βασιλικό σαλόνι. Όμως, δεν ήξερε με τι επίμονη πριγκήπισσα τα είχε βάλει.
     Εκείνο το βράδυ, η πριγκήπισσα έκανε νέα ανακοίνωση.
     - Δε θα πλυθώ ποτέ ξανά, είπε στην καμαριέρα της. Και φέρε μου φαγητό, πολύ φαγητό!
     Έτσι κι έγινε, και η πριγκήπισσα χόντρυνε πολύ και έγινε στρογγυλή σα μία μπάλα. Επίσης, σταμάτησε να πλένεται και άρχισε σιγά-σιγά να μυρίζει σα βρωμερό βοτάνι. Όταν, λοιπόν, έγινε όσο πιο χοντρή και όσο πιο βρωμερή μπορούσε να γίνει, ζήτησε και πάλι ακρόαση από τον πρίγκηπα. Και εκείνος, που ακόμη δεν είχε βρει την εκλεκτή της καρδιάς του, αποφάσισε να τη δεχτεί για μια τελευταία φορά.
     Και πήγε η πριγκήπισσα στο παλάτι και όλοι έκαναν μεγάλο χώρο να περάσει, και όχι μόνο από σεβασμό. Και μόλις μπήκε η πριγκήπισσα στο σαλόνι και την είδε ο πρίγκηπας, στρογγυλή-στρογγυλή σαν κεφάλι γραβιέρας, κάτι σκίρτησε μέσα του. Και όταν έσκυψε προς το μέρος του, τάχα να ισιώσει τις πιέτες του φορέματός της, τότε ήταν που ο πρίγκηπας την αγάπησε.
     - Αυτή είναι η γυναίκα που θα παντρευτώ, είπε, και όλοι δόξασαν το Θεό που βρέθηκε επιτέλους η νύφη.
     Οι γάμοι έγιναν γρήγορα και στο τραπέζι του γάμου σερβιρίστηκε άφθονο κουνουπίδι και κρεμμυδόσουπα, και είχαν και τζατζίκι για ορεκτικό.
     Και έζησαν όλοι καλά και εμείς καλύτερα. Κι αν αναρωτηθεί κανείς πώς μου ήρθε αυτό το παραμύθι, είναι επειδή σήμερα στο μετρό συνάντησα μια τέτοια πριγκήπισσα ακριβώς. Και εμφανισιακά και οσφρητικά. Δύο στα δύο. Τον πρίγκηπα μόνο δεν είδα, αλλά ας υποθέσουμε ότι την περίμενε κάπου στον Άγιο Ιωάννη, αφού εκεί κατέβηκε. Να θυμηθώ να του ανάψω ένα κεράκι.

Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2013

Πολιτική χειραφέτηση


     Όταν πρωτοακούστηκαν οι φήμες, το λιοντάρι δεν έδωσε σημασία. Ούτε όταν οι φήμες συνεχίστηκαν έδωσε. Να, όμως, που ήρθε το τέλος της βασιλείας του. Ήταν μια μέρα συνηθισμένη, ούτε πολύ κρύα, ούτε πολύ ζεστή. Κι όμως, ήταν μια μέρα που δεν θα ξεχνούσε ποτέ.
     Τα ζώα μαζεύτηκαν όλα μαζί και απαίτησαν από το λιοντάρι να πάψει να το παίζει αφεντικό.
     - Θέλουμε δημοκρατία, είπαν.
     - Και τι θα πει "δημοκρατία"; ρώτησε εκείνο, που ήθελε να κερδίσει λίγο ακόμα χρόνο στον θρόνο.
     - Είναι το πολίτευμα του μέλλοντος, είπαν με ένα στόμα όλα μαζί. Τέρμα πια η βασιλεία, όλοι έχουμε δικαίωμα στην εξουσία!
     Σκέφτηκε, ξανασκέφτηκε το λιοντάρι, τι να κάνει που οι άλλοι ήταν πάρα πολλοί και δεν μπορούσε να τα βάλει με όλους μαζί; Αναγκάστηκε να αποδεχτεί τη μοίρα του. Έτσι, μέσα σε δυνατούς πανηγυρισμούς, το πολίτευμα των ζώων άλλαξε.
     - Και τώρα τι κάνουμε; ήταν η επόμενη ερώτηση.
     - Μα, θα ψηφίσουμε, φυσικά, είπε η κουκουβάγια που ήξερε τα πάντα. Θα κάνουμε εκλογές. Όποιος θέλει να κυβερνήσει, ας το δηλώσει εδώ και τώρα, αν και το πιο σωστό θα ήταν να κυβερνήσω εγώ, καθότι σοφή.
      - Μωρέ τι μας λες; ρώτησε η αλεπού. Πού ακούστηκε να κυβερνούν οι σοφοί; Το είδες πουθενά να συμβαίνει;
     Η κουκουβάγια δεν το είχε δει και σώπασε.
     - Εγώ λέω, είπε η γάτα, να ψηφίσετε εμένα. Είμαι η πιο κατάλληλη. Άλλωστε και οι Αιγύπτιοι, που ήταν πανέξυπνοι, είχαν καταλάβει την ανωτερότητά μας. Όλες οι γάτες στην αρχαία Αίγυπτο απολάμβαναν ένα σωρό τιμές...
     - Α, όχι άλλα αιλουροειδή! πετάχτηκε ο ελέφαντας. Νομίζω ήρθε ο καιρός να κυβερνήσω εγώ. Είμαι μεγαλόσωμος, δυνατός, ατρόμητος, θα υπερασπιστώ τα ζώα μέχρι...ΜΑΜΑ ΜΟΥ!
     - Σιγά τον ατρόμητο! είπε ο ποντικός και γέλασε δυνατά, βλέποντας τον ελέφαντα να τρέμει από το φόβο του. Ψηφίστε καλύτερα εμένα, που με φοβούνται μέχρι και οι ελέφαντες, για να μη μιλήσω και για τους ανθρώπους. Ψηφίστε με να νιώσετε ασφαλείς.
     Εκείνη την ώρα, μια γάτα που βρισκόταν εκεί κοντά έκανε μια χαπ! και τον βούτηξε τον ποντικό. Ποτέ ξανά δεν ακούστηκε η φωνή του.
     - Η λύση είναι μία, πετάχτηκε και η αρκούδα. Ψηφίστε εμένα. Ούτε ποντίκια φοβάμαι, ούτε ανθρώπους. Είμαι δυνατή και θα σας προστατέψω, χωρίς αμφιβολία.
     - Θα μας προστατεύεις και το χειμώνα; πετάχτηκε η χελώνα. Ή θα εξαφανιστείς όπως εξαφανίζεσαι με τα πρώτα χιόνια;
     - Ναι, ναι, τι να σε κάνουμε αν κοιμάσαι το μισό χρόνο; είπαν και τα υπόλοιπα ζώα και η αρκούδα επέστρεψε στη θέση της ντροπιασμένη.
     - Εμένα θα πρέπει να ψηφίσετε, είπε τότε η χελώνα. Είμαι επίμονη και πετυχαίνω όλους τους στόχους μου. Όλος ο κόσμος ξέρει ότι η προ-προ-προ-προ-προ-προγιαγιά μου νίκησε το λαγό στο τρέξιμο.
     - Ναι, πετάχτηκε και ο λαγός, μια φορά κέρδισε η χελώνα και το έκαναν θέμα. Όλες τις άλλες φορές κέρδιζε ο λαγός, κανείς δεν είπε τίποτα.
     - Δεν ακούω τίποτα, είπε και ο λύκος. Αν υπάρχει κάποιος που έχει τα προσόντα να κυβερνήσει, αυτός είμαι εγώ. Και μόνο στο άκουσμα του ονόματός μου οι άλλοι λουφάζουν. Συνδέομαι με δεσμούς αίματος με το λύκο της Κοκκινοσκουφίτσας από την πλευρά του πατέρα μου και με το λύκο των τριων γουρουνιών από την πλευρά της μητέρας μου. Ο δε λύκος των επτά κατσικιών είναι δεύτερος ξάδερφος του πατέρα μου. Αν θέλετε προστασία, η λύση είναι μία: λύκος.
     - Και σιγά τα πρόσωπα που μας φέρνεις για παράδειγμα! είπε η αλεπού. Από την πλευρά της μητέρας σου φυσάτε χωρίς αποτέλεσμα, και από την πλευρά του πατέρα σου και του ξαδέρφου του πεθαίνετε από πνιγμό.
     - Φήμες, είπε ο λύκος και αποσύρθηκε ανάμεσα στα γέλια των υπόλοιπων ζώων, και κυρίως των κατσικιών και των γουρουνιών.
     - Ενώ, αν ψηφίσετε εμένα, είπε η αλεπού, θα υπερασπιστώ τα δικαιώματά σας με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
     - Και σιγά μην μπορούμε να σου έχουμε εμπιστοσύνη! είπε το κοράκι. Η προ-προ-προ-γιαγιά σου δεν ήταν που έπαιρνε το φαγητό από το στόμα των άλλων;
     - Ψηφίστε εμένα, είπε η νυχτερίδα, που έχω συγγένεια με τον δράκουλα των Καρπαθίων. Δεν πρόκειται να σας πειράξει κανείς, όσο θα κυβερνάω εγώ.
     - Βρε, άντε κοιμήσου, της είπε μια χήνα, που είχες αϋπνίες και ήρθες εδώ να διασκεδάσεις! Εμείς θέλουμε κυβερνήτη σοβαρό. Εγώ, πάντως, αν θέλετε να με ψηφίσετε, σας πληροφορώ ότι γνωρίζω προσωπικά τον Μάρτιν, τη χήνα του Νιλς Χόλγκερσον.
     - Γιατί δεν ψηφίζετε εμένα; είπε ο βάτραχος. Θα είμαι καλός κυβερνήτης.
     - Άσ'τα αυτά, κρυφοβασιλικέ, είπε η κουκουβάγια. Το λες για να σε ψηφίσουμε και ύστερα να μεταμορφωθείς σε βασιλιά και πάλι να έχουμε βασιλεία. Εμείς θέλουμε δημοκρατία, δη-μο-κρα-τί-α!
     Τα αίματα είχαν ανάψει πολύ. Λίγο-πολύ, όλοι ήθελαν να γίνουν αρχηγοί.
     - Μήπως να γινόμουν εγώ κυβερνήτης; ρώτησε το μυρμήγκι.
     - Είσαι με τα καλά σου; φώναξαν τα άλλα ζώα. Πρώτον, είσαι πολύ μικρόσωμο για κυβερνήτης και, δεύτερον, αν κυβερνήσεις εσύ θα μας στρώσεις στη δουλειά! Γύρνα πίσω στη φωλιά σου.
     - Σκεφτείτε ξανά τη δική μου υποψηφιότητα, είπε και η κουκουβάγια.
     - Ποτέ! είπαν τα ζώα. Δεν φτάνει που τα ξέρεις όλα και γι'αυτό έχεις ύφος, αν γίνεις και κυβερνήτης θα ξιπαστείς περισσότερο. Εσύ, το πολύ-πολύ, να αναλάβεις το υπουργείο παιδείας.
     - Και ποιος θα κυβερνήσει τελικά; Κανένας δεν είναι κατάλληλος.
     - Μήπως να κυβερνούσα εγώ; είπε τότε το λιοντάρι. Έχω εμπειρία και θα κυβερνήσω σωστά. Ψηφίστε εμένα.
     - Ναι, αλλά αν σε ψηφίσουμε δε θα είσαι βασιλιάς, είπαν τα ζώα. Θα είσαι εκλεγμένος ηγέτης και ως τέτοιος θα πρέπει να φέρεσαι.
     - Κανένα πρόβλημα, είπε το λιοντάρι.
     Και έτσι, αυτή τη συνηθισμένη μέρα, την όχι πολύ κρύα, ούτε πολύ ζεστή, το λιοντάρι θα τη θυμόταν για πάντα ως τη μέρα που ανέλαβε δημοκρατικά την κυβέρνηση των ζώων. Δεν άλλαξε τίποτα από ό,τι έκανε ως τότε. Συνέχισε να διοικεί με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Μόνο που τώρα, κάθε τέσσερα χρόνια επαναλαμβανόταν η ίδια συζήτηση, μέχρι να τον ξαναψηφίσουν τα υπόλοιπα ζώα.
     Και, έτσι, τα ζώα απόκτησαν δημοκρατία. Τουλάχιστον, έτσι λένε.

Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2013

Αλλαγή θέσης


    
     Το πρόβλημα ξεκινάει από το πρωί. Τότε είναι και που παθαίνεις το πρώτο σοκ: η πόρτα του μπάνιου εξαφανίστηκε!
     Έντρομος, προσπαθείς να καταλάβεις τι έχει γίνει. Όλα φαίνονται να είναι στη θέση τους, η μπαλκονόπορτα, η πόρτα του δωματίου, το κρεβάτι δίπλα από την μπαλκονόπορτα, εσύ επάνω στο κρεβάτι, η πόρτα του μπάνιου όμως πού έχει πάει;
     Δεν μπορεί, σκέφτεσαι, οι πόρτες δεν εξαφανίζονται έτσι. Ποτέ δε διάβασες κάποια τέτοια είδηση στην εφημερίδα, ούτε άκουσες κάτι τέτοιο να έχει συμβεί. Κι όμως το γεγονός παραμένει: η πόρτα του μπάνιου σου δεν είναι εκεί που ήταν.
     Πού μπορεί να έχει πάει μια πόρτα μπάνιου; Και, πρώτα-πρώτα, γιατί να φύγει; Μήπως της συνέστησαν ιαματικά λουτρά με λάδι; Μα αφού δεν έτριζε, ήταν και συρόμενη! Μήπως δεν τα πήγαινε καλά με την άλλη πόρτα του δωματίου; Ή, μήπως, με την μπαλκονόπορτα; Οι μπαλκονόπορτες τείνουν να είναι ξιπασμένες, επειδή έρχονται σε επαφή με τον έξω κόσμο. Λες να τσακώθηκαν οι δυο τους και γι'αυτό να έφυγε η πόρτα του μπάνιου;
     Τέλος πάντων, αν έφυγε, έφυγε. Αλλά τώρα, πώς θα μπεις στο μπάνιο; Είναι ένα αντικειμενικό πρόβλημα. Η πόρτα, όσο να'ναι, πρόσφερε έναν τρόπο εισόδου...
     Μήπως θα πρέπει να ψάξεις για κάποιο μυστικό πέρασμα στον τοίχο; Κάποιο πέρασμα που εμφανίζεται αν πεις "άνοιξε σουσάμι"; Και ποιος είπε ότι το "άνοιξε σουσάμι" λειτουργεί σαν πασπαρτού; Αν υπάρχει μαγική φράση θα είναι κάποια άλλη.
     Είναι, τελικά, πολύ χρήσιμη μια πόρτα μπάνιου. Και η σκέψη ότι πίσω από τον τοίχο υπάρχει ένα μπάνιο, σου κάνει εντονότερη την ανάγκη να το επισκεφτείς...
     Και, ξαφνικά, ανάμεσα στις τόσες εναλλακτικές υποθέσεις που μπορεί να υπάρχουν, ξεπροβάλλει σαν τον ήλιο η μόνη σωστή - και ουχί εναλλακτική - υπόθεση: η πόρτα του μπάνιου ποτέ δεν έφυγε από τη θέση της, είναι εκεί ακριβώς που θα έπρεπε να είναι. Είναι στην είσοδο του μπάνιου, το οποίο βρίσκεται έξω από το δωμάτιό σου.
     Βλέπεις, δεν βρίσκεσαι πια στο δωμάτιο του ξενοδοχείου όπου βρισκόσουν τις τελευταίες μέρες, έχεις πια επιστρέψει στο δικό σου δωμάτιο, παρόλο που το μυαλό σου προφανώς αρνείται να ακολουθήσει το σώμα σου.
     Και μαζί με τη συνειδητοποίηση της γεωγραφικής σου θέσης, έρχεται και η συνειδητοποίηση της χρονικής, την οποία ακολουθεί το επόμενο και μεγαλύτερο σοκ: πρέπει να πας στη δουλειά! Αυτό κι αν είναι σοκ!

Σάββατο 12 Οκτωβρίου 2013

Σε μια λίμνη, μια φορά

   
  
     - Γεια σου! είπε ο κύκνος.
     - Γεια σου! του απάντησε ο κολλητός του.
     - Όλα καλά; ρώτησε.
     - Όλα καλά, απάντησε ο άλλος.
     - Πάμε μια βόλτα; πρότεινε.
     - Πάμε μια βόλτα, συμφώνησε ο άλλος.
     Με αργές, όλο χάρη κινήσεις, ο κύκνος άρχισε να γλιστράει στη λίμνη. Ο φίλος του, όλο χάρη και εκείνος, τον ακολουθούσε, χωρίς στιγμή να μένει πίσω.
     - Ωραία είναι εδώ, είπε ο κύκνος.
     - Ωραία είναι εδώ, είπε ο φίλος του.
     Συνέχισαν τη βόλτα τους ώρα πολλή. Και, κάποια στιγμή ο κύκνος ένιωσε μια λιγούρα.
     - Πείνασα, είπε.
     - Πείνασα, είπε και ο φίλος του.
     - Ας φάμε.
     - Ας φάμε.
     Στη στιγμή, ο κύκνος βούτηξε το κεφάλι του στη λίμνη. Το ίδιο έκανε και ο άλλος. Δευτερόλεπτα μετά, και οι δυο είχαν στο ράμφος τους από ένα χορταράκι.
     - Ωραίο χορταράκι βρήκες, είπε ο κύκνος.
     - Ωραίο χορταράκι βρήκες, του είπε και ο φίλος του.
     - Όχι, το δικό σου είναι καλύτερο.
     - Όχι, το δικό σου είναι καλύτερο.
     - Το δικό σου!
     - Το δικό σου!
     - Μην επιμένεις, θέλεις να τσακωθούμε;
     - Μην επιμένεις, θέλεις να τσακωθούμε;
     Ο κύκνος άρχισε να θυμώνει πραγματικά.
     - Με κοροϊδεύεις; ρώτησε.
     - Με κοροϊδεύεις; ρώτησε και ο άλλος.
     - Όχι, εσύ με κοροϊδεύεις!
     - Όχι, εσύ με κοροϊδεύεις!
     - Όχι, εσύ!
     - Όχι, εσύ!
     Α, αυτό πήγαινε πολύ!
     - Τώρα θα δεις! είπε ο κύκνος και βούτηξε το κεφάλι του στη λίμνη.
     - Τώρα θα δεις! είπε και ο άλλος και έκανε το ίδιο.
     Όμως, με το που βούτηξε το κεφάλι του στο νερό, ο άλλος κύκνος είχε εξαφανιστεί. Έψαξε από εδώ, έψαξε από εκεί, πουθενά ο κολλητός του.
     Έβγαλε το κεφάλι του έξω από το νερό για να πάρει ανάσα, να'σου τον πάλι ο φίλος του να τον κοιτάζει σαν να μην είχε συμβεί τίποτα.
     - Α, εδώ είσαι;
     - Α, εδώ είσαι;
     - Ε, δεν υποφέρεσαι, είπε και ξαναβούτηξε αμέσως, πριν καλά-καλά ο άλλος ολοκληρώσει την φράση του.
     Αλλά πάλι, ο άλλος είχε εξαφανιστεί.
     - Πώς το κάνεις αυτό; ρώτησε όταν έβγαλε το κεφάλι του από το νερό και είδε τον άλλον να τον κοιτάζει.
     - Πώς το κάνεις αυτό; τον ρώτησε και ο άλλος.
     - Α, εσύ δε βάζεις μυαλό, είπε και ξαναβούτηξε χωρίς δεύτερη κουβέντα.
     Αλλά όσο κι αν έψαξε, πάλι δεν βρήκε τον άλλον.
     - Τι κάνεις εκεί; ρώτησε ένας πελεκάνος που περνούσε από εκεί κοντά.
     - Να, είπε εκείνος, θέλω να δείρω έναν κύκνο, αλλά όλο μου κρύβεται και δεν μπορώ να τον βρω.
     - Ποιον κύκνο θέλεις να δείρεις; ρώτησε ο πελεκάνος.
     - Να, αυτόν, είπε και έδειξε τον άλλο κύκνο, που τώρα τον έδειχνε και εκείνος σε έναν άλλο πελεκάνο.
     - Μα, χαζός είσαι; τον ρώτησε ο πελεκάνος. Ο άλλος κύκνος είσαι εσύ!
     - Τι βλακείες είναι αυτές; είπε ο κύκνος. Εγώ είμαι εδώ, δεν μπορώ να είμαι και εκεί!
     - Κι όμως, σου λέω, ότι αυτό που μου έδειξες ήταν απλώς η αντανάκλασή σου.
     - Δεν ξέρεις τι λες! είπε θυμωμένος ο κύκνος. Ξέρω πολύ καλά τι βλέπω, και θα σου το αποδείξω αμέσως. Θα τον πιάσω και θα τον φέρω εδώ, μπροστά σου. Και τότε να δω τι θα μου πεις!
     - Μα... ξεκίνησε να λέει ο πελεκάνος, αλλά ο κύκνος είχε ήδη ξαναβουτήξει.
     Ο πελεκάνος αναστέναξε. Αν ο άλλος είναι χαζός και επιμένει στη χαζομάρα του, τι μπορείς να του κάνεις εσύ; Αργά, αργά, άνοιξε τα φτερά του και πέταξε ψηλά, πάνω από τη λίμνη.
     Και ο κύκνος, ακόμα ψάχνει.


Σημ: Η φωτογραφία είναι δικιά μου

Σάββατο 5 Οκτωβρίου 2013

Φαύλος κύκλος



      - Ωχ! φώναξε ο λαγός καθώς γλίστρησε, έπεσε και χτύπησε πάνω στη φουντωτή ουρά του.
     Μα πώς έπεσε; Αχά, ποιος έριξε τα νερά στο δρόμο;
     - Θα σου κάνω μήνυση! φώναξε στη νυφίτσα, που εκείνη την ώρα σφουγγάριζε το μπαλκόνι της.
     - Γιατί; ρώτησε εκείνη.
     - Εσύ φταις που έπεσα! Σφουγγαρίζεις και ρίχνεις τα νερά κάτω. Έτσι γλίστρησα και έπεσα.
     - Μωρέ, τι μας λες; είπε η νυφίτσα, θιγμένη. Ας πρόσεχες!
     - Δε φτάνει που έγινες η αιτία να χτυπήσω, ζητάς και τα ρέστα, είπε ο λαγός. Θα σου δείξω εγώ! Αστυνομία! φώναξε.
     - Τι συμβαίνει; είπε ο ασβός ο αστυνομικός που εκείνη την ώρα κατά τύχη περνούσε από εκεί κοντά.
     - Η κυρία από εδώ - ο Θεός να την κάνει κυρία, δηλαδή - έριξε νερά στο δρόμο και γλίστρησα και έπεσα.
      - Μόνος του έπεσε, φώναξε η νυφίτσα από το μπαλκόνι, μην τον ακούτε. Δεν πρόσεχε και γλίστρησε. Τόσος κόσμος περνάει, γιατί δεν γλίστρησε κανένας άλλος παρά μόνο αυτός;
     - Υπάρχει κανένας μάρτυρας; ρώτησε ο αστυνομικός.
     - Εγώ, κύριε αστυφύλακα, φώναξε ο ποντικός. Ήμουν ακριβώς απέναντι όταν έπεσε ο λαγός και τα είδα όλα.
     - Τι είδες, δηλαδή;
     - Είδα το λαγό να τρέχει, και ύστερα να γλιστράει και να πέφτει.
     - Τρέχατε; ρώτησε το λαγό ο αστυνομικός.
     - Ναι, είπε εκείνος, αλλά πώς να μην τρέχω όταν με κυνηγάει η αλεπού; Εκείνη φταίει που έτρεχα!
     - Τον κυνηγούσε η αλεπού; ρώτησε ο αστυνομικός τον ποντικό.
     - Δεν ξέρω, εγώ δεν την είδα την αλεπού.
     - Φωνάξτε την αλεπού, είπε ο αστυνομικός. Θέλω να την ανακρίνω.
     Ύστερα από λίγο, εμφανίστηκε η αλεπού.
     - Δεν καταλαβαίνω τι με θέλετε, είπε.
     - Κυνηγούσατε το λαγό τώρα πριν από λίγο;
     - Όχι βέβαια, γιατί να τον κυνηγήσω;
     - Ψέματα λέει! πετάχτηκε ο λαγός. Αφού έτρεχε στο κατόπι μου.
     - Κύριε αστυφύλακα, δεν ξέρω τι σας είπαν, όμως εγώ δεν έτρεχα πίσω από το λαγό.
     - Και πίσω από τι τρέχατε;
     - Από τίποτα, απλώς έκανα την πρωινή μου γυμναστική. Από πότε απαγορεύεται το πρωινό τζόκινγκ;
     Η αλήθεια ήταν ότι δεν απαγορευόταν.
     - Ώστε δεν τον κυνηγούσατε το λαγό;
     - Φυσικά και όχι.
     - Κάνετε τζόκινγκ κάθε πρωί;
     - Όχι, αλλά τον τελευταίο καιρό έχω πάρει μερικά κιλά και η αρκούδα συνέχεια σχολιάζει τη σιλουέτα μου. Έπρεπε να χάσω τα κιλά και να την κάνω να σταματήσει να με σχολιάζει. Γι'αυτό τρέχω κάθε πρωί. Για να αδυνατίσω.
     Αλήθεια ήταν, άραγε;
     - Άρα η αρκούδα φταίει που έπεσα, πετάχτηκε ο λαγός. Αν δεν σχολίαζε τη σιλουέτα της αλεπούς, εκείνη δε θα έτρεχε και εγώ δε θα είχα γλιστρήσει.
     - Φωνάξτε την αρκούδα! είπε ο αστυνομικός.
     Η αρκούδα ήρθε μασουλώντας μία κερήθρα.
     - Τι με θέλετε; ρώτησε.
     - Εσείς σχολιάζετε τη σιλουέτα της αλεπούς;
     - Φυσικά, αλλά το κάνω για το καλό της. Άκουσα την πρόεδρο της λέσχης μας, την καμηλοπάρδαλη, να λέει ότι, αν συνεχίσει έτσι, θα πρέπει να την αποβάλουν από τη λέσχη.
     - Φωνάξτε την καμηλοπάρδαλη! είπε ο αστυνομικός.
     Η καμηλοπάρδαλη ήρθε καμαρωτή-καμαρωτή και όλοι στραβολαίμιασαν για να τη δουν.
     - Τι με θέλετε; ρώτησε.
     - Γιατί θέλετε να αποβάλετε την αλεπού από τη λέσχη; Επειδή έχει παχύνει;
     - Όχι μόνο γι'αυτό, είπε εκείνη. Η μαϊμού τις προάλλες μου έλεγε ότι αν παραμείνει η αλεπού στη λέσχη θα χάσουμε τις κρατικές επιχορηγήσεις. Το είδε στην τηλεόραση, στην εκπομπή του γάτου του δημοσιογράφου.
     - Άρα ο γάτος φταίει που έπεσα, είπε ο λαγός. Αυτός ο κακούργος διαδίδει ότι θα χαθούν οι κρατικές επιχορηγήσεις αν παραμείνει η αλεπού στη λέσχη, και έτσι η αλεπού αναγκάστηκε να αρχίσει τις δίαιτες και τις γυμναστικές.
     - Φωνάξτε το γάτο! είπε ο αστυνομικός.
     - Γιατί με φωνάξατε; ρώτησε εκείνος και άνοιξε το μαγνητοφωνάκι του.
     - Γιατί διαδίδετε ότι θα χαθούν οι κρατικές επιχορηγήσεις αν η αλεπού παραμείνει στη λέσχη;
     - Διότι είναι αλήθεια. Μου το είπε έγκυρη πηγή από μέσα από τη Βουλή.
     - Ποια έγκυρη πηγή;
     - Ο κλητήρας που δουλεύει στη Βουλή μου το είπε. Μου είπε ότι το νομοσχέδιο το είδε ο ίδιος με τα ίδια του τα μάτια.
     - Άρα εκείνος ξεκίνησε ουσιαστικά τις φήμες που οδήγησαν στο πέσιμό μου, είπε ο λαγός.
     - Φωνάξτε τον σκύλο τον κλητήρα! είπε ο αστυνομικός.
     - Τι θέλετε; ρώτησε εκείνος, όταν έφτασε.
     - Γιατί διαδώσατε την πληροφορία ότι θα κοπούν οι κρατικές επιχορηγήσεις αν η αλεπού παραμείνει στη λέσχη;
     - Και τι φταίω εγώ που θα κοπούν οι κρατικές επιχορηγήσεις; Γιατί δε ρωτάτε τον τράγο το βουλευτή που πρότεινε το νομοσχέδιο;
     - Α, τον άτιμο! είπε αγανακτισμένος ο λαγός.
     - Αυτό θα κάνω, είπε ο αστυνομικός. Φέρτε τον τράγο το βουλευτή.
     Ο βουλευτής ήρθε με το πάσο του, μασουλώντας αργά ένα μάτσο χόρτα.
     - Τι θα θέλατε από εμένα; ρώτησε. Όχι κάποια χάρη, ελπίζω.
     - Γιατί προτείνατε το νομοσχέδιο για τις κρατικές επιχορηγήσεις που θα οδηγούσε στην αποβολή της αλεπούς από τη λέσχη;
     - Δεν καταλαβαίνω τι μου λέτε, εγώ απλώς ακολούθησα τη συμβουλή του γραμματέα μου του λύκου...
     - Φέρτε το λύκο! φώναξε ο αστυνομικός.
     - Ορίστε, ήρθα, είπε ο λύκος όταν έφτασε. Τι με θέλετε;
     - Γιατί συμβουλέψατε τον τράγο το βουλευτή να προτείνει το νομοσχέδιο που θα έκοβε τις κρατικές επιχορηγήσεις, αν η αλεπού παρέμενε στη λέσχη;
     - Επειδή η αλεπού έπρεπε να αποβληθεί από τη λέσχη. Πάντα έρχεται αργά στις συνελεύσεις και συνέχεια μιλάει με το διπλανό της.
     - Είναι αλήθεια αυτό; ρώτησε ο αστυνομικός την αλεπού.
     - Ε, η αλήθεια είναι ότι αργώ λίγο, και μετά αναγκάζομαι να ρωτάω το διπλανό μου τι είπαν. Αλλά δεν φταίω εγώ που αργώ. Εγώ ξεκινάω κανονικά από το σπίτι μου, αλλά κάθε φορά συναντάω κάποιο εμπόδιο στον δρόμο. Παντού έχει παρκαρισμένα αυτοκίνητα, που κλείνουν τον δρόμο και δεν μπορώ να περάσω. Αλλά, βλέπετε, κανένας δεν τους γράφει, για να πληρώσουν πρόστιμο και να συμμορφωθούν στη συνέχεια. Αν ο τροχονόμος έκανε σωστά τη δουλειά του, ποτέ δε θα αργούσα στις συνελεύσεις.
     - Ποιος είναι ο τροχονόμος; Φωνάξτε μου τον τροχονόμο! είπε ο αστυνομικός.
     - Εγώ είμαι ο τροχονόμος, είπε ο λαγός χαμηλόφωνα.
     Τα ζώα σκόρπισαν σιγά-σιγά, το καθένα για να πάει στη δουλειά του, και ο λαγός έμεινε μόνος, με τις ευθύνες του. Και με την πονεμένη ουρά του.