Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2013

R.I.P.

 

      Η μύγα κοίταξε το πτώμα που ήταν στον καναπέ: στόμα ελαφρά ανοιχτό, μάτια εντελώς κλειστά.
     - Βζουτ! έκανε καθώς κατευθύνθηκε προς το στόμα του πτώματος, περνώντας ξυστά δίπλα από το αυτί του.
     - Ξουτ! έκανε το πτώμα, τινάζοντας το χέρι του.
     Η μύγα απομακρύνθηκε γρήγορα και όταν βρέθηκε ψηλά, κάθησε επάνω στο φωτιστικό και ξανακοίταξε. Το πτώμα ήταν ακίνητο.
     - Η ιδέα μου θα ήταν, σκέφτηκε.
     - Βζουτ! έκανε και πάλι, ορμώντας με φόρα στο δεξί ρουθούνι του πτώματος.
     Ένιωσε ένα ελαφρύ ρεύμα αέρα, καθώς πλησίαζε.
     - Ουστ από δω! έκανε το πτώμα, και κούνησε το χέρι του και πάλι.
     Άρα, το πτώμα δεν ήταν και τόσο πτώμα, τελικά. Η μύγα πήρε μια τρομάρα!
     Αλλά αυτό δεν ήταν τίποτα, καθώς το πτώμα - που δεν ήταν πτώμα, όπως είπαμε - σηκώθηκε από τον καναπέ και όρθωσε το ανάστημά του. Ήταν πολύ ψηλό, τουλάχιστον ένα μέτρο και εβδομήντα εκατοστά ύψος. Ένα ολόκληρο τέρας, δηλαδή.
     - Τώρα θα δεις, παλιόμυγα! είπε θυμωμένο το τέρας και άρχισε να κυνηγάει τη μύγα.
     Αλλά αυτή ήταν πολύ έξυπνη και όλο του ξέφευγε.
     - Έλα εδώ! φώναζε το τέρας, αλλά αυτή δεν του έδινε σημασία.
     Το τέρας εξοπλίστηκε με μια πετσέτα και άρχισε να μαστιγώνει με αυτήν τον αέρα.
     - Θα σου δείξω εγώ, είπε και άρχισε να ψάχνει σε όλο το σπίτι.
     Αλλά η μύγα είχε κρυφτεί ψηλά, επάνω στο ψυγείο.
     - Φουπ! έκανε η πετσέτα επάνω στο ψυγείο, αλλά η μύγα πρόλαβε να το σκάσει, χωρίς να πάθει το παραμικρό.
     - Βζουτ! έκανε και πέταξε πιο πέρα, στον πάγκο της κουζίνας.
     - Φουπ! έκανε η πετσέτα επάνω στον πάγκο της κουζίνας.
     - Βζουτ! έκανε η μύγα και πέταξε επάνω στο ντουλάπι.
     - Φουπ! έκανε η πετσέτα επάνω στο ντουλάπι.
     - Βζουτ! βζουτ! βζουτ! έκανε η μύγα και άρχισε να κάνει βόλτες μέσα στην κουζίνα.
     - Φουπ! φουπ! φουπ! έκανε η πετσέτα, καθώς στριφογύριζε στον αέρα.
     - Βζουτ! έκανε και η μύγα και κάθησε στο τζάμι του παραθύρου.
     - Πού είσαι; φώναζε το τέρας, έλα εδώ!
     Αλλά η μύγα καθόταν ήσυχα-ήσυχα στο τζάμι. Μάταια το τέρας κοιτούσε δεξιά και αριστερά. Δεν την έβλεπε πουθενά. Κοίταζε στα ντουλάπια, στους τοίχους, στο τραπέζι της κουζίνας, προσπαθούσε να αφουγκραστεί το πέταγμά της, αλλά δεν κατάφερε να την εντοπίσει.
     - Για να δεις με τι μύγα έχεις να κάνεις! φώναξε η μύγα, καθώς είχε ξεθαρρέψει.
     Αλλά το τέρας δεν την άκουσε.
     - Δεν ακούς που σου μιλάω; ξαναφώναξε.
     Σιωπή.
     - Ε, σε εσένα μιλάω! φώναξε με όλη της τη δύναμη, αλλά και πάλι το τέρας δεν την άκουσε.
     - Είμαι η πιο έξυπνη, τελικά, είπε η μύγα στον εαυτό της. Τόση ώρα και ακόμα να με εντοπίσει το τέρας.
     Η μύγα ήταν πολύ χαρούμενη που είχε κοροϊδέψει το τέρας. Βέβαια, εκείνο δεν την είχε πάρει είδηση και συνέχιζε να ψάχνει σε όλο το σπίτι. Να, τώρα κοιτούσε στο υπνοδωμάτιο, - αν είναι δυνατόν, θα πήγαινε ποτέ η μύγα σε ένα τόσο βαρετό δωμάτιο;
     Η κουζίνα ήταν άδεια.
     - Ευκαιρία για παιχνίδι, είπε η μύγα και άρχισε να πετάει πέρα-δώθε και πάνω-κάτω.
     - Φαπ! έκανε η πετσέτα, καθώς το τέρας είχε επιστρέψει στην κουζίνα, χωρίς η μύγα να το πάρει είδηση. Φαπ, έκανε ξανά και η μύγα βρέθηκε στο πάτωμα.
     Ησυχία επικράτησε στο σπίτι. Ούτε βζουτ, ούτε φουπ, ούτε τίποτα. Μόνο ησυχία.
     Το τέρας άφησε την πετσέτα στην πλάτη μιας καρέκλας και χασμουρήθηκε. Ύστερα, πήγε και ξαναξάπλωσε στον καναπέ. Και τα πτώματα έγιναν δύο, ένα στον καναπέ, και ένα στο πάτωμα της κουζίνας.

Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2013

Ανοδική πορεία

    

      - Όλα πηγαίνουν καταπληκτικά, είπε ο βασιλιάς από το στολισμένο μπαλκόνι του. Έχουμε μπει σε έναν καλό δρόμο, έχουμε ξεκινήσει να ανεβαίνουμε τον δρόμο της επιτυχίας!
     - Ζήτω!!!! φώναξε ο λαός.
     - Σε λίγο καιρό θα επιστρέψουμε στις καλές μέρες. Κάτω από τη δική μου ηγεσία θα ξεκινήσουμε μία μακρόχρονη πορεία ανάπτυξης και προόδου!
     - Ζήτω!!!!! ξαναφώναξε ο λαός.
     Όλα πήγαιναν μια χαρά, πράγματι. Όλοι είχαν εντυπωσιαστεί με την πρόοδο της χώρας, οι εφημερίδες σε όλον τον κόσμο το έλεγαν, είχαν γίνει άλματα προς το σωστό δρόμο, όλα έδειχναν ότι είχαν αρχίσει να ξεπερνιούνται οι δυσκολίες του προηγούμενου καιρού. Όλα τα στατιστικά ήταν εξαιρετικά, τα διαγράμματα ήταν ανοδικά, τα νούμερα αύξαιναν μέρα με τη μέρα. Ήταν σαφές ότι έπρεπε να συνεχίσουν ό,τι έκαναν.
     - Αύριο θα πάρω μερικά μέτρα ακόμη, σκέφτηκε ο βασιλιάς. Πρέπει να επιταχύνουμε τη διαδικασία προόδου.
     Βέβαια, υπήρχαν κάποιοι που αντιδρούσαν, που έλεγαν ότι τα στατιστικά δεν ήταν σωστά, και ότι εν πάσει περιπτώσει, εκτός από τα στατιστικά υπήρχε και η πραγματικότητα, που καθόλου δε συμφωνούσε με αυτά.
     - Αντιδραστικά στοιχεία, είπε ο βασιλιάς. Αν δεν τους αρέσει, ας φύγουν.

     - Πηγαίνουμε πολύ καλά, είπε ο βασιλιάς από το μπαλκόνι του ύστερα από λίγο καιρό και πάλι.
     - Ζήτω!! φώναξαν οι άνθρωποι γύρω του.
     - Έχουμε ήδη αρχίσει να βλέπουμε την πρόοδο.
     - Ζήτω!!! ξαναφώναξαν όλοι.
     Τι διθυραμβικές κριτικές που έρχονταν από όλες τις άκρες του κόσμου! Πόσο ωραία πήγαιναν όλα! Τι εκπληκτικά πράγματα που έδειχναν τα στατιστικά! Ήταν μεγάλος ηγέτης, δε χωρούσε αμφιβολία.
     - Μπράβο μου! είπε ο βασιλιάς μπροστά στον καθρέφτη. Είμαι ο καλύτερος βασιλιάς που υπάρχει. Αύριο θα πάρω κανα-δυο μέτρα ακόμη.
     Και πάλι όμως έφταναν κάποιες φωνές στα αυτιά του. Φωνές που δεν του άρεσαν καθόλου. Έλεγαν ότι στην πραγματικότητα τίποτα δεν πήγαινε καλά και ότι όχι μόνο πρόοδος δεν είχε επέλθει, αλλά η δυστυχία απλωνόταν παντού, σαν ένα μαύρο σύννεφο, και έριχνε την σκιά της σε όλη τη χώρα.
- Δε θα σταματήσουν να συκοφαντούν τη χώρα; σκέφτηκε ο βασιλιάς. Όποιος νομίζει ότι θα βρει καλύτερα αλλού, ας φύγει. Εγώ δεν κρατάω κανέναν με το ζόρι.

     - Οι καλύτερες μέρες είναι εδώ, είπε ο βασιλιάς ύστερα από λίγο καιρό.
     - Ζήτω! φώναξαν οι άνθρωποι γύρω του.
     - Οι παλιές, κακές μέρες, ανήκουν πια στο παρελθόν!
     - Ζήτω! ξαναφώναξαν όλοι.
     Σαν να του φάνηκαν λιγότεροι οι άνθρωποι αυτή τη φορά. Τι είχε γίνει; Αχάριστοι! Ύστερα από όσα είχε κάνει για αυτούς, ήταν αυτή συμπεριφορά; Τα στατιστικά το έδειχναν ξεκάθαρα: η χώρα ευημερούσε. Να δεις που τον φθονούν για τις επιτυχίες του. Οι δυσκολίες πρέπει να χαλυβδώνουν τον άνθρωπο. Αυτό θα κάνει κι εκείνος. Σήμερα κιόλας, θα πάρει και άλλα μέτρα. Θα ενισχύσει την ανάπτυξη ακόμα περισσότερο. Θα φτιάξει στατιστικά, που όμοιά τους δεν θα έχουν ξαναπαρουσιαστεί. Και τότε θα δουν όλοι. Κι αν σε κάποιους δεν αρέσει, ας φύγουν. Έτσι κι αλλιώς, δεν τους έχει ανάγκη. Αυτός χρειάζεται ανθρώπους να τον βοηθάνε με τα στατιστικά.

     - Τα καταφέραμε! είπε ο βασιλιάς ξανά, ύστερα από λίγο καιρό.
     - Ζήτω! φώναξαν καμιά δεκαριά άνθρωποι που ήταν εκεί.
     - Τα στοιχεία το δείχνουν πέραν πάσης αμφιβολίας. Οι δείκτες ανάπτυξης έχουν εκτιναχθεί στα ύψη. Οι κόποι μας ανταμείφθηκαν.
     - Ζήτω! ξαναφώναξαν οι δέκα άνθρωποι.
     Μα, γιατί τόσος λίγος κόσμος ήταν παρών σε αυτήν την τόσο σημαντική ομιλία του; Πού ήταν οι υπόλοιποι;
     Ο βασιλιάς αποσύρθηκε στα δωμάτιά του. Πήρε τα στατιστικά στα χέρια του. Ήταν καλύτερα από όσο μπορούσε να φανταστεί. Όλα, λοιπόν, πήγαιναν σύμφωνα με το πρόγραμμα.
     - Ξέρω τι έγινε, σκέφτηκε ύστερα από λίγο. Η μεγάλη ευημερία τους έκανε να ξεχάσουν ότι σήμερα θα μιλούσα. Κακώς το ξέχασαν, φυσικά. Θα έπρεπε να αναγνωρίζουν τις ευεργεσίες που τους γίνονται.
     Βέβαια, πάλι ακούστηκαν κάποιες φωνές ότι η χώρα είχε βουλιάξει σε τέλμα και ότι οι περισσότεροι ζούσαν στην ανέχεια. Τι επίμονοι άνθρωποι! Αφού βλέπουν την πρόοδο, εκείνοι επιμένουν να τον διαβάλλουν!
     Δεν πάει άλλο. Την επόμενη φορά, θα μαζέψει όλα τα στατιστικά και θα τους τα τρίψει στα μούτρα. Να δουν αυτοί, που τον περιγελούν όπου κι αν βρίσκονται.

     - Η χώρα ξεπέρασε τις δυσκολίες, είπε ο βασιλιάς από το μπαλκόνι του την επόμενη φορά.
     - Ζήτω! φώναξαν οι τρεις άνθρωποι που ήταν εκεί.
     - Έχω εδώ τα στατιστικά που αποδεικνύουν περίτρανα αυτά που λέω. Και όποιος θέλει... μα πού είναι ο κόσμος;
     Οι τρεις άνθρωποι που βρίσκονταν εκεί κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Ύστερα, σήκωσαν τους ώμους σε ένδειξη απορίας.
     - Δεν μπορώ να μιλάω μόνο για τρεις ανθρώπους, είπε ο βασιλιάς. Να έρθει ο κόσμος εδώ, που θέλω να του μιλήσω. Σε τελευταία ανάλυση, είμαι ο βασιλιάς!
     Οι τρεις άνθρωποι σκόρπισαν δεξιά και αριστερά. Ο βασιλιάς έμεινε μόνος του να περιμένει.
     Ο πρώτος που επέστρεψε δεν είχε καλά νέα.
     - Πήγα στα εργοστάσια, είπε, και δεν βρήκα κανέναν. Τα εργοστάσια είχαν κλείσει και οι εργάτες είχαν φύγει.
     - Έφυγαν; Πού πήγαν;
     - Κάποιοι στο εξωτερικό, κάποιοι άλλοι πέθαναν από την πείνα.
     Εκείνη την ώρα έφτασε και ο δεύτερος.
     - Πήγα στα σχολεία και στα πανεπιστήμια, είπε, και δεν βρήκα κανέναν. Είχαν κλείσει όλα, αφού δεν υπήρχαν καθηγητές και δάσκαλοι, ούτε φοιτητές και μαθητές.
     - Πώς δεν υπήρχαν; Πού πήγαν;
     - Κάποιοι στο εξωτερικό, οι υπόλοιποι πέθαναν.
     - Με δουλεύετε, είπε ο βασιλιάς. Μα τα στοιχεία αποδεικνύουν ότι η χώρα ευημερεί. Τι είδους αστείο είναι αυτό;
     Εκείνη την ώρα έφτασε ο τρίτος.
     - Βρήκα έναν άνθρωπο, είπε λαχανιασμένος.
     - Έναν; ρώτησε ο βασιλιάς έκπληκτος.
     - Ναι, έναν ζητιάνο έξω από το παλάτι.
     - Έναν ζητιάνο έξω από το παλάτι; Και τι κάνει εκεί;
     - Ζητιανεύει, αλλά δεν υπάρχει κανείς να τον βοηθήσει. Για να είμαι ειλικρινής, νομίζω ότι όπου να'ναι θα πεθάνει.
     - Δεν πειράζει, τι να κάνουμε, φέρ'τον, είπε ο βασιλιάς.
     - Δε θέλει να έρθει. Λέει ότι προτιμάει να πεθάνει έξω από το παλάτι, παρά μέσα σε αυτό.
     - Μα, τι μου λέτε; Δηλαδή, δεν υπάρχει κανείς να ακούσει αυτά που έχω να πω;
     - Υπάρχουμε εμείς, μεγαλειότατε. Και θα μείνουμε κοντά σας, ό,τι κι αν γίνει.
     - Μα τι μπορούν να μου κάνουν τρεις άνθρωποι;
     - Τώρα μας χρειάζεστε περισσότερο από ποτέ, είπε ο ένας. Τώρα είναι που δεν πρέπει να χαλάσουν με τίποτα τα στατιστικά. Μην ξεχνάτε, εμείς οι τρεις είμαστε αυτοί που τα φτιάχνουν.
     Τα στατιστικά, βέβαια, τα είχε ξεχάσει.
     - Μα πώς δεν το κατάλαβα ότι συνέβαινε αυτό; Αφού τα στατιστικά ήταν μια χαρά. Δεν είναι σωστά τα στατιστικά;
     Οι τρεις άνθρωποι έσκυψαν επάνω στα στατιστικά και άρχισαν τους υπολογισμούς.
     - Σωστά είναι, είπε ο πρώτος.
     - Σωστά είναι, είπε ο δεύτερος.
     - Σωστά είναι, είπε και ο τρίτος.
     Και τότε, τι είχε γίνει; Εκείνη την ώρα έφτασε μέσα στο παλάτι ο γελωτοποιός του βασιλιά.
     - Α, υπάρχει και ο γελωτοποιός! φώναξε γεμάτος ανακούφιση ο βασιλιάς. Γελωτοποιέ, πες ένα αστείο να γελάσω.
     - Το αστείο, μεγαλειότατε, είπε ο γελωτοποιός, δεν θα το πω εγώ. Το αστείο το λέτε εσείς εδώ και τόσο καιρό. Τα στατιστικά ήταν σωστά, ναι, και όμορφα, και ανοδικά, και οι τρεις άνθρωποι που σας περιστοιχίζουν τα έφτιαξαν με περισσή μαεστρία, όμως ξέχασαν ένα στατιστικό, και αυτό είναι το σπουδαιότερο.
     - Και ποιο είναι αυτό;
     - Ο αριθμός του πληθυσμού, μεγαλειότατε. Πότε ακριβώς καταλάβατε ότι ο πληθυσμός μειώθηκε;
     Ο βασιλιάς σκέφτηκε λίγο.
     - Μα όλα τα στατιστικά συμπεριελάμβαναν το 100% του πληθυσμού, έτσι δεν είναι;
     Κοίταξε τους τρεις ανθρώπους. Εκείνοι κούνησαν το κεφάλι πάνω-κάτω, δηλώνοντας με αυτόν τον τρόπο ότι έτσι ήταν.
     - Ποιο ήταν το σύνολο του πληθυσμού όμως, το έλεγαν;
     Ο βασιλιάς δεν θυμόταν κάτι τέτοιο.
     - Ποιο ήταν το σύνολο του πληθυσμού; ρώτησε τους τρεις ανθρώπους.
     Εκείνοι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους με απορία.
     - Θα σας πω εγώ, είπε ο γελωτοποιός. Το σύνολο του πληθυσμού ήταν πάντα τέσσερα: η μεγαλειότητά σας και οι τρεις στατιστικολόγοι, κανείς άλλος.
     - Και εσύ; ρώτησε ο βασιλιάς. Εσύ δεν ανήκεις στον πληθυσμό;
     - Εγώ; Κάθε άλλο. Εγώ ήμουν από τους πρώτους που έπαψαν να ανήκουν στον πληθυσμό. Μην ξεχνάτε, εγώ είμαι ο γελωτοποιός. Και το γέλιο έχει εξοριστεί από αυτήν τη χώρα προ πολλού.
     - Μα αφού είσαι εδώ, είπε ο βασιλιάς.
     - Ναι, αλλά όχι για πολύ. Φεύγω. Έτσι κι αλλιώς, αν έμενα θα χαλούσα τα στατιστικά. Βλέπετε, αν με υπολογίσετε και εμένα στον πληθυσμό, αυτόματα θα βγει προβληματικό το 20% του πληθυσμού. Και δεν το θέλουμε αυτό, έτσι δεν είναι;
     Ο βασιλιάς έμεινε άφωνος να κοιτάζει τον γελωτοποιό να απομακρύνεται. Ύστερα, γύρισε στους τρεις στατιστικολόγους και τους είπε να φτιάξουν νέα διαγράμματα και να βγάλουν νέα στατιστικά. Χωρίς τον γελωτοποιό, εννοείται.

Τρίτη 19 Νοεμβρίου 2013

Πρρρρτ!


     Τι ωραία που είναι να ξυπνάς το πρωί για να πας στη δουλειά! Και πόσο ωραιότερο ακόμα είναι όταν το παίρνεις απόφαση ότι έχεις αργήσει και ότι θα πας καθυστερημένος, και αποφασίζεις να εκμεταλλευτείς τα δέκα λεπτά που απομένουν μέχρι να έρθει ο επόμενος συρμός του μετρό!
     Τότε, μειώνεις την ταχύτητά σου και αποφασίζεις να περπατήσεις χαλαρά, μέσα στους ήσυχους ακόμα δρόμους. Και περπατώντας αργά παρατηρείς τα σπίτια δεξιά και αριστερά, και θαυμάζεις τους κήπους με τα όμορφα λουλούδια, και βλέπεις τις γάτες που έχουν βγει στον δρόμο και έχουν σκαρφαλώσει στους κάδους των σκουπιδιών, και ακούς τα πουλιά που κι αυτά έχουν ξυπνήσει, και βλέπεις τη θάλασσα στο βάθος, και ένα μεγάλο πλοίο στη θάλασσα, και το καμπαναριό μιας εκκλησίας που φαίνεται λίγο πιο μπροστά από τη θάλασσα...
     Όλα είναι όμορφα το πρωί, που είναι φρέσκα. Και σκέφτεσαι ότι την επόμενη φορά που θα πάρεις άδεια θα ξυπνήσεις μια μέρα νωρίς για να κάνεις μια πρωινή βόλτα με την ησυχία σου. Βέβαια, το ξέρεις μέσα σου ότι δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση. Όταν παίρνεις άδεια συνήθως κοιμάσαι μέχρι αργά.
     Η απουσία ανθρώπων ή έστω, η περιορισμένη τους παρουσία στον δρόμο, σε κάνει να σκεφτείς για πολλοστή φορά, πόσο όμορφος είναι ο κόσμος χωρίς το ανθρώπινο είδος, παρόλο που και εσύ ανήκεις σε αυτό. Ο χρόνος που έχεις στη διάθεσή σου - μένουν ακόμα πέντε λεπτά - μοιάζει σαν ένα μπαλόνι που διαστέλλεται. Νιώθεις ελεύθερος.
     Το γεγονός ότι σε πήρε ο ύπνος και άργησες να φύγεις από το σπίτι, που είχε ως αποτέλεσμα να χάσεις το συρμό (που - μεταξύ μας - ίσως και να τον προλάβαινες, αν έτρεχες τόσο όσο στο τέλος να φτάσεις ξέπνοος στην αποβάθρα) σου έκανε ένα δώρο δέκα λεπτών. Δώρο ανεκτίμητο, αν σκεφτεί κανείς ότι κατά τη διάρκεια αυτών των ευλογημένων δέκα λεπτών κατάφερες να νιώσεις άνθρωπος.
     Ένα αίσθημα ευφορίας σε πλημμυρίζει και οσφραίνεσαι απολαυστικά τον αέρα, έστω και για αυτά τα δέκα λεπτά. Αέρας ελευθερίας. Και τόσο πολύ ευφραίνεσαι που - πρρρτ! - μέχρι που μπορείς να αφήσεις και μια πορδή. Πρρρτ! μια πορδή ελευθερίας - μια κραυγή θα ξυπνούσε τον κόσμο.
     Και η πορδή ξεκινάει το αόρατο ταξίδι της στο σύμπαν, ως ωστικό κύμα που διαστέλλεται συνεχώς, και εσύ νιώθεις ότι έφτασες στο άκρον άωτον της ελευθερίας, ότι πιο ελεύθερος δε γίνεται να είσαι, η πορδή γίνεται η σημαία της πρωινής σου επανάστασης, "ναι, σιγά" θα πούνε μερικοί, "το μόνο που έλειπε σε αυτόν τον κόσμο ήταν μια ωδή στην πορδή", αλλά εσένα δε σε νοιάζει, εδώ έχουν γραφτεί ένα σωρό βιβλία για αιδοία, τόσο κυριολεκτικά όσο και μεταφορικά, στη δική σου πορδή θα σταθούμε; Και σε τελευταία ανάλυση, ελεύθερος είσαι, τις λειτουργίες σου τις ορίζεις, έτσι γουστάρεις, βρε αδερφέ, και λογαριασμό δε δίνεις σε κανέναν.
     Αυτό ήταν. Μέσα σε αυτά τα δέκα λεπτά έγινες και επαναστάτης. Και πρρρτ! φτάνεις στο μετρό.
     Επανάσταση τέλος.

Αντιγραφή πρωτοτύπου

 
     Εκείνη μετρίου αναστήματος, μελαχρινή. Εκείνος κοντοπίθαρος, κοκκινόξανθος με σγουρά μαλλιά. Εκείνη γύρω στα 22. Εκείνος γύρω στα 4. Ήταν μάνα και γιός.
     Μπήκαν στο λεωφορείο οι δυο τους και εκείνη τον έβαλε να καθήσει. Εκείνος έκανε έναν ήχο σαν βουητό, δε μιλούσε. Μου έκανε εντύπωση ένα παιδί να μη μιλάει σε αυτή την ηλικία. Αλλά και το βουητό που άκουγα, ήταν ένας τρόπος επικοινωνίας με τη μαμά του. Εκείνη, πάντως, δε φαινόταν να ενοχλείται, ούτε να ανησυχεί.
     Ο σταθερός, μονότονος ήχος που έβγαζε το παιδί ήταν αρκετά εκνευριστικός, τουλάχιστον για εμένα. "Κουράγιο, και όπου να'ναι θα ξεκινήσουμε", σκέφτηκα. "Όπου να'ναι, ο θόρυβος του λεωφορείου θα σκεπάσει το θόρυβο του παιδιού". Αλλά το λεωφορείο αργούσε να ξεκινήσει.
     Στο μεταξύ έφτασε το λεωφορείο μιας άλλης γραμμής, που επίσης με βολεύει. Κατέβηκα χωρίς να χάσω καιρό και ανέβηκα στο άλλο λεωφορείο. Βρήκα και θέση. Ωραία! Όπου να'ναι θα ξεκινούσε και θα πήγαινα στο σπιτάκι μου.
     Ξαφνικά, εκεί που καθόμουν αφηρημένη, συνειδητοποίησα ότι περιβαλλόμουν από έναν γνώριμο ήχο. Ήταν το παιδί με τη μαμά του. Δηλαδή, μόνο το παιδί ακουγόταν. Η μαμά δεν έκανε φασαρία, ήταν ήσυχη.
     Έβαλε το παιδί να καθήσει, δίπλα μου κατά σύμπτωση, και του είπε κάτι σε μια γλώσσα που δεν γνώριζα. Το παιδί της απάντησε. Ώστε μιλούσε. Βέβαια, ήταν αρκετά ζωηρό και ανήσυχο, και ομολογώ ότι έφαγα και μερικές σφαλιαρίτσες ξώφαλτσες, καθώς στριφογύριζε διαρκώς στο κάθισμά του. Τέλος πάντων.
     Γύρισα το κεφάλι μου και άρχισα να κοιτάζω έξω από το λεωφορείο, στο δρόμο. Είχα πολλά πράγματα στο μυαλό μου και αφαιρέθηκα. Συνήλθα απότομα από κάποιες αντρικές φωνές.
     Κοίταξα προς τα εκεί από όπου έρχονταν οι φωνές. Ήταν στην πίσω πόρτα του λεωφορείου. Ένας άντρας φώναζε στον οδηγό. Και τότε πρόσεξα ότι το παιδί δεν καθόταν πια δίπλα μου, και ότι η μητέρα του είχε το χέρι της πιασμένο στην πόρτα. Το παιδί ήταν από την άλλη μεριά της πόρτας, έξω από το λεωφορείο. Η μητέρα κρατούσε το χέρι του παιδιού και δεν το άφηνε, παρόλο που η πόρτα είχε κλείσει επάνω στο χέρι της.
     Ευτυχώς, ο οδηγός άκουσε τις φωνές και άνοιξε την πόρτα. Η γυναίκα, που δεν είχε αρθρώσει λέξη και δεν είχε βγάλει την παραμικρή φωνή, κατέβηκε από το λεωφορείο. Η πόρτα του λεωφορείου ξανάκλεισε και ξεκινήσαμε.
     Δεν ξέρω τι εντύπωση έκανε αυτή η σκηνή στους υπόλοιπους επιβάτες, όμως εμένα μου καρφώθηκε στο μυαλό η εικόνα της έντρομης μάνας που κρατάει όσο πιο σφιχτά μπορεί το χέρι του παιδιού της, ενώ ανάμεσά τους παρεμβάλλεται η ψυχρή πόρτα του λεωφορείου. Μου θύμισε τη Δημιουργία του Μιχαήλ Αγγέλου.
     Έτσι, όπως ο Θεός στον πίνακα του Μιχαήλ Αγγέλου απλώνει το χέρι προς το δημιούργημά του, τον Αδάμ, έτσι και αυτή η μάνα άπλωνε το χέρι προς το δικό της δημιούργημα, το παιδί της. Μόνο που εδώ υπήρχε και πόρτα στη μέση.
     Όταν η ζωή αντιγράφει την τέχνη. Ακόμα και με μια πόρτα ανάμεσα.

Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2013

Προσεχώς

    

                                                                 ΠΡΑΞΗ Α

                                                              Σκηνή πρώτη

(Σε ένα γραφείο. Ένας υπάλληλος κάθεται στο γραφείο, που είναι γεμάτο με στοίβες από χαρτιά. Στο γραφείο υπάρχουν επίσης σφραγίδες, σε εμφανή θέση. Μπροστά του είναι μια γυναίκα, από πίσω της είναι διάφοροι άλλοι, η γνωστή ουρά. Στον τοίχο ένα ημερολόγιο, δείχνει την ημερομηνία: 25 Σεπτεμβρίου 2023)

Γυναίκα: Καλημέρα.
Υπάλληλος: (βαριεστημένα) Ορίστε.
Γυναίκα: Ήρθα για να τακτοποιήσω μια οφειλή, δηλαδή να ξανατακτοποιήσω μια οφειλή του 2010, την οποία είχα τακτοποιήσει τότε, και στη συνέχεια ξανατακτοποίησα το 2013.
Υπάλληλος: Τι εννοείτε "τακτοποιήσατε";
Γυναίκα: Εννοώ ότι την τακτοποίησα. Το 2010 προσκόμισα στην υπηρεσία σας αποδεικτικά στοιχεία ότι η οφειλή δεν έπρεπε να πληρωθεί.
Υπάλληλος: Ωραία, και...;
Γυναίκα: Και ύστερα από τρία χρόνια μου ήρθε μια επιστολή από εσάς που έλεγε ότι οφείλω το τριπλάσιο ποσό και αν δεν το πληρώσω, το πρόστιμο θα δεκαπλασιαστεί και θα εισπραχθεί μέσω της Εφορίας...
Υπάλληλος: Α, κατάλαβα. Και τώρα τι θέλετε;
Γυναίκα: Μα το πλήρωσα το πρόστιμο.
Υπάλληλος: Το 2010;
Γυναίκα: Όχι, το 2010 προσκόμισα τα στοιχεία ότι δεν έπρεπε να πληρώσω.
Υπάλληλος: Και τότε γιατί το πληρώσατε στο τριπλάσιο το 2013;
Γυναίκα: Επειδή δεν είχα όρεξη να τραβιέμαι ξανά.
Υπάλληλος: Άρα μάλλον φταίγατε.
Γυναίκα: Τι μου λέτε τώρα;
Υπάλληλος: Τα γεγονότα, κυρία μου, μιλάνε τα γεγονότα... Τέλος πάντων, και τώρα τι θέλετε;
Γυναίκα: Έλαβα εχθές μια νέα επιστολή που με πληροφορούσε ότι δεν έχω τακτοποιήσει την οφειλή του 2010 και ότι θα πρέπει να πληρώσω δεκαπέντε φορές το πρόστιμο του 2010, αλλιώς θα εισπραχθεί στο δεκαπλάσιο μέσω της Εφορίας.
Υπάλληλος: (την κοιτάζει εμφανώς απορημένος)
Γυναίκα: Μα δεν καταλαβαίνετε; Το πρόστιμο το έχω ξαναπληρώσει!
Υπάλληλος: Δεν καταλαβαίνω τι εννοείτε. Η επιστολή που λάβατε εχθές, τι ημερομηνία έχει;
Γυναίκα: Τι σημασία έχει; Αφού το πρόστιμο το πλήρωσα το 2013!
Υπάλληλος: Μα αφού εσείς λέτε ότι δεν έπρεπε να το πληρώσετε καν.
Γυναίκα: Όχι, εντάξει, αφού το πλήρωσα, δεν τακτοποιήθηκε η οφειλή;
Υπάλληλος: Τι να σας πω; Αφού αμφισβητείτε το πρόστιμο, κάντε μας μια αίτηση, πάρτε αριθμό πρωτοκόλλου και καταθέστε την στο τμήμα αμφισβήτησης προστίμων.
Γυναίκα: Και θα λυθεί το θέμα;
Υπάλληλος: Α, αυτό δεν το ξέρω.
Γυναίκα: Τέλος πάντων, και σε πόσο καιρό θα ξέρω;
Υπάλληλος: Επειδή έχουμε έλλειψη προσωπικού, η διαδικασία θα αργήσει λίγο. Υπολογίστε 5-6 χρόνια.
Γυναίκα: 5-6 χρόνια; Μέχρι τότε το πρόστιμο θα έχει εισπραχθεί στο δεκαπλάσιό του από την Εφορία, δεν μπορώ να περιμένω τόσο...
Υπάλληλος: Τι να σας πω; Αν θέλετε, πληρώστε το πρόστιμο, κρατήστε την απόδειξη, και όταν ολοκληρωθεί η διαδικασία ζητήστε τα χρήματά σας πίσω. (Κοιτάζει πίσω από τη γυναίκα) Ο επόμενος!

                                                            Σκηνή δεύτερη

(Το ίδιο γραφείο, με την ίδια διακόσμηση. Ο ίδιος υπάλληλος, η ίδια γυναίκα, λίγο πιο γερασμένοι. Το ημερολόγιο στον τοίχο δείχνει 18 Μαρτίου 2037)

Γυναίκα: Καλημέρα.
Υπάλληλος: (βαριεστημένα) Τι θέλετε;
Γυναίκα: Ήρθα επειδή έχω πρόβλημα με ένα πρόστιμο του 2010.
Υπάλληλος: Στο τμήμα παλαιών προστίμων, παρακαλώ!
Γυναίκα: Μα έλαβα προχθές μια επιστολή από εσάς, που έλεγε να τακτοποιήσω μια οφειλή του 2010, την οποία έχω τακτοποιήσει και ξανατακτοποιήσει δύο φορές, και ότι θα πρέπει να πληρώσω είκοσι επτά φορές το ποσό της αρχικής οφειλής, αλλιώς το ποσό θα εισπραχθεί στο δεκαπλάσιό του μέσω της Εφορίας.
Υπάλληλος: Και λοιπόν;
Γυναίκα: Τι "λοιπόν"; Αφού το έχω τακτοποιήσει το πρόστιμο, γιατί μου ξαναζητάτε τα λεφτά, και μάλιστα το εικοσιεπταπλάσιο ποσό;
Υπάλληλος: Η αρχική οφειλή πολλαπλασιάζεται με τα χρόνια, γι'αυτό.
Γυναίκα: Ναι, αλλά η οφειλή τακτοποιήθηκε.
Υπάλληλος: Αν τακτοποιήθηκε η οφειλή, τότε γιατί λάβατε επιστολή;
Γυναίκα: Αυτό αναρωτιέμαι και εγώ...
Υπάλληλος: Να μην αναρωτιέστε καθόλου. Για να λάβετε επιστολή θα πει ότι υπάρχει οφειλή. Και καλά θα κάνετε να την πληρώσετε σύντομα, για να μην εισπραχθεί μέσω της Εφορίας.
Γυναίκα: Μα τι μου λέτε; Εγώ την οφειλή την πλήρωσα το 2013. Και την ξαναπλήρωσα το 2025!
Υπάλληλος: Μήπως δεν την πληρώσατε αλλά νομίζετε ότι την πληρώσατε;
Γυναίκα: Θυμάμαι πολύ καλά, κύριε. Την πλήρωσα το 2013 και την ξαναπλήρωσα το 2025 και αφού την πλήρωσα έκανα και αίτηση για να μου επιστραφούν τα χρήματα που κατέβαλα το 2025, αφού το πρόστιμο το είχα πληρώσει από το 2013, αφήστε που είχε ήδη τακτοποιηθεί από το 2010.
Υπάλληλος: Και δε σας επέστρεψαν τα χρήματα;
Γυναίκα: Ακόμα περιμένω το πόρισμα της έρευνας.
Υπάλληλος: Ε, τότε θα πρέπει να πληρώσετε.
Γυναίκα: Να πληρώσω;
Υπάλληλος: Φυσικά. Ή προτιμάτε να εισπραχθεί μέσω της Εφορίας;
Γυναίκα: Και με τα λεφτά που πρέπει να μου επιστραφούν τι θα γίνει;
Υπάλληλος: Α, δεν ξέρω αν πρέπει να σας επιστραφούν... Εν πάσει περιπτώσει, κάντε μια συμπληρωματική αίτηση, πάρτε αριθμό πρωτοκόλλου και καταθέστε την στο τμήμα αμφισβήτησης συμπληρωματικών προστίμων. Να ξέρετε, όμως, ότι την υπόθεσή σας δεν θα την αναλάβουν, αν προηγουμένως δεν βγει το πόρισμα του τμήματος αμφισβήτησης προστίμων.
Γυναίκα: (αναστενάζει) Πόσο καιρό θα πάρει αυτό;
Υπάλληλος: Α, πού να ξέρω κι εγώ, εξαρτάται. Πάνω-κάτω 10 χρόνια να υπολογίζετε.
Γυναίκα: Δέκα χρόνια;
Υπάλληλος: Ο επόμενος!

                                                      Σκηνή τριακοστή έκτη

(Το ίδιο γραφείο, με την ίδια διακόσμηση. Ο ίδιος υπάλληλος, η ίδια γυναίκα, εμφανώς γερασμένοι και οι δυο. Το ημερολόγιο στον τοίχο δείχνει 4 Ιουλίου 2056)

Γυναίκα: (δυνατά) Καλημέρα.
Υπάλληλος: (την κοιτάζει)
Γυναίκα: Καλημέρα, είπα!
Υπάλληλος: Τρίτη είναι σήμερα, όχι Δευτέρα!
Γυναίκα: Έχω ένα πρόβλημα.
Υπάλληλος: Τι θέλετε;
Γυναίκα: Έλαβα εχθές μια επιστολή από εσάς που έλεγε να πληρώσω ένα πρόστιμο του 2010, το οποίο το έχω τακτοποιήσει μέχρι στιγμής τουλάχιστον πέντε φορές.
Υπάλληλος: Να πληρώσετε πρέπει. Δίπλα θα πάτε, στο τμήμα εισπράξεων.
Γυναίκα: Το συγκεκριμένο πρόστιμο το πλήρωσα το 2013 στο τριπλάσιο, το 2025 στο δεκαπενταπλάσιο, το 2037 στο εικοσιεπταπλάσιο, το 2042 στο τριακονταδιπλάσιο, το 2047 στο τριακονταπενταπλάσιο, και τέλος πάντων, ούτε και εγώ δεν ξέρω πόσα λεφτά έχω πληρώσει.
Υπάλληλος: Δεν ξέρετε πόσα είναι η πρώτη δόση; Δε λάβατε επιστολή; Το ποσό που λέει είναι η πρώτη δόση!
Γυναίκα: Μα τι μου λέτε; Εγώ έχω πληρώσει, σας λέω. Είπατε "πρώτη δόση"; Τι, θα υπάρξει και συνέχεια;
Υπάλληλος: Ε, εντάξει, τώρα υπερβάλλετε. Σιγά μην καταλήξετε να ζείτε στην ανέχεια με ένα μόνο πρόστιμο.
Γυναίκα: Μήπως δεν ακούτε καλά; Έχω κι εγώ κάποιο πρόβλημα, αλλά νομίζω ότι εσείς έχετε μεγαλύτερο.
Υπάλληλος: Το πρόστιμο είναι όσο πρέπει, δεν είναι μεγαλύτερο.
Γυναίκα: Υπάρχει κανείς άλλος εδώ;
(Εμφανίζεται ένας νέος υπάλληλος, ντυμένος ακριβώς όπως ο άλλος)
Νέος υπάλληλος: Τι θέλετε, κυρία;
Γυναίκα: Έχω εδώ μια επιστολή από την υπηρεσία σας που λέει ότι πρέπει να τακτοποιήσω ένα πρόστιμο του 2010...
Νέος υπάλληλος: Και εσείς γιατί το αφήνετε τόσα χρόνια;
Γυναίκα: Μα δεν το άφησα. Το τακτοποίησα το 2010, το 2013, το 2025, το 2037, το 2042, το 2047, και, γενικά, κάθε τρεις και λίγο το τακτοποιώ. Έχω επίσης καταθέσει πρωτοκολλημένες αιτήσεις να μου επιστραφούν τα χρήματα που καταχρηστικά εισπράξατε από εμένα, το 2013 στο τμήμα αμφισβήτησης προστίμων, το 2025 στο τμήμα αμφισβήτησης συμπληρωματικών προστίμων, το 2037 στο τμήμα αμφισβήτησης επαναληπτικών προστίμων, το 2042 στο τμήμα αμφισβήτησης χρονιζόντων προστίμων και το 2047 στο τμήμα αμφισβήτησης υπερβολικά χρονιζόντων προστίμων...
Νέος υπάλληλος: Δυστυχώς, δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Το πρόστιμο θα πρέπει να το πληρώσετε, αλλιώς θα εισπραχθεί μέσω της Εφορίας.
Γυναίκα: Και πού θα πρέπει να κάνω αίτηση για να πάρω πίσω τα λεφτά μου;
Νέος υπάλληλος: Στο τμήμα αμφισβήτησης καταδικασμένων προστίμων.
Γυναίκα: Καταδικασμένων; Δηλαδή δε θα πάρω ποτέ τα λεφτά μου πίσω;
Νέος υπάλληλος: Δεν είπα αυτό.
Γυναίκα: Τέλος πάντων. Και πόσο θα περιμένω για να πάρω τα λεφτά μου πίσω;
Νέος υπάλληλος: Α, το συγκεκριμένο τμήμα δεν αργεί καθόλου...
Γυναίκα: Πάλι καλά...
Νέος υπάλληλος: Μόνο που προτού γνωμοδοτήσει εκείνο, θα πρέπει να έχουν γνωμοδοτήσει και όλα τα προηγούμενα. Ας υποθέσουμε 5-6 χρόνια το πρώτο, 10 το δεύτερο, άλλα δέκα το τρίτο, δεκαπέντε των χρονιζόντων και γύρω στα είκοσι των υπερβολικά χρονιζόντων... θα περιμένετε γύρω στα 60 χρόνια.
Γυναίκα: Μα, τι μου λέτε; Ακόμα δεν έχει γνωμοδοτήσει το πρώτο!
Νέος υπάλληλος: Α, τότε θα πρέπει να κάνετε αίτηση στο τμήμα επίλυσης καθυστερήσεων, προσκομίζοντας τις αποδείξεις κατάθεσης των δικαιολογητικών...
Γυναίκα: Κι άλλη αίτηση;
Νέος υπάλληλος: Ναι, κυρία, και βιαστείτε επειδή κλείνουν σε 10 λεπτά. Ο επόμενος!

                                                  Αυλαία (δε θα πέσει ποτέ)

Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 2013

Παρά τρίχα

 
     Να μια καλή ιδέα: ταξίδι, όχι στο κέντρο της γης, αλλά διαμέσου της γης! Φοράμε τα αθλητικά μας παπούτσια, παίρνουμε το κατάλληλο λεξικό μαζί, ένα φακό, νερό και φαγητό, ανοίγουμε την καταπακτή, και αρχίζουμε να κατεβαίνουμε!
     Κρατιόμαστε με προσοχή από την σκάλα καθώς κατεβαίνουμε. Ένα πέσιμο εκεί μέσα θα μπορούσε να αποβεί μοιραίο. Και εμείς δε θέλουμε να αυτοκτονήσουμε. Μόνο να βγούμε στην άλλη πλευρά θέλουμε.
     Μέσα είναι σκοτεινά. Το φως του φακού δεν αρκεί για να φωτίσει όλο το βάθος του τούνελ. Ευτυχώς, μπορεί να υπάρχουν και σιχαμένα έντομα εκεί μέσα, καλύτερα να μην τα δούμε. Και συνεχίζουμε να κατεβαίνουμε...
     Μα τι λέω; Στην εποχή της τεχνολογίας θα κατεβαίνουμε σκαλί-σκαλί, με φακούς και αθλητικά παπούτσια; Όχι, κύριοι, η τεχνολογία έχει προχωρήσει. Πηγαίνεις στην είσοδο της καταπακτής, πατάς ένα κουμπί και ανοίγει μηχανικά. Μπαίνεις μέσα, κάθεσαι (υπάρχουν και καθίσματα, φυσικά) και πατάς ένα κουμπί που βρίσκεται μέσα. Δεν υπάρχουν πολλά κουμπιά. Μόνο ένα. Η διαδρομή είναι μονόδρομος.
     Φυσικά, δεν είναι μία διαδρομή σύντομη. Θα χρειαστεί αρκετή ώρα, αλλά αυτό δεν είναι και τόσο δυσάρεστο. Μέσα στο θάλαμο υπάρχουν περιοδικά, βιβλία, μπορείς να ακούσεις μουσική, μέχρι και να τσιμπήσεις κάτι μπορείς, υπάρχει αυτόματος πωλητής. Δουλεύει με κάρτα, ευτυχώς που δεν την ξέχασες στο σπίτι.
     Μία οθόνη στον τοίχο σου δίνει πληροφορίες για τον καιρό, εκεί που πας. Ηλιοφάνεια, λέει, θερμοκρασία 23-30 βαθμούς Κελσίου. Εξαιρετικά! Να πας στη θάλασσα, άραγε; Φτου, να πάρει, ξέχασες να πάρεις μαζί το μαγιό σου!
     Δεν πειράζει, θα το θυμηθείς αύριο. Εξάλλου, έφτασες κιόλας. Ο θάλαμος σταματάει και η καταπακτή ανοίγει. Το φως πέφτει στα μάτια σου και σε τυφλώνει. Ο ήλιος φαίνεται να είναι πιο δυνατός στο νότιο ημισφαίριο. Ξέρεις, βέβαια, ότι αυτό δεν είναι αλήθεια. Απλώς, έμεινες αρκετή ώρα μέσα στο θάλαμο και το φως του δεν ήταν πολύ δυνατό.
     Από την τσέπη σου βγάζεις τον ηλεκτρονικό σου μεταφραστή. Σε ποια χώρα, είπαμε, είσαι; Πρέπει να ρυθμίσεις την γλώσσα. Α, εντάξει, Αυστραλία είναι, αγγλικά ξέρεις. Βάζεις το μεταφραστή στην τσέπη. Και τώρα τι κάνουμε; σκέφτεσαι.
     Αποφασίζεις να πας σε ένα πάρκο να αράξεις. Μόνο να απομνημονεύσεις τη διαδρομή μέχρι την καταπακτή, για όταν αποφασίσεις να επιστρέψεις.
Διαπιστώνεις ότι τελικά είσαι πολύ κοντά στη θάλασσα. Τι κι αν δεν έχω μαγιό μαζί μου; σκέφτεσαι. Μπορώ να βουτήξω τα πόδια μου. Φτάνεις στην παραλία και αρχίζεις να περπατάς στην αμμουδιά. Βγάζεις τα παπούτσια σου και προχωράς μέχρι να σκεπαστούν οι αστράγαλοί σου από το νερό.
     Μπρρρρρ! είναι κρύο, λες, και ξυπνάς από την ονειροπόληση, αφού αντί να βρίσκεσαι στο νότιο ημισφαίριο όπου ο καιρός είναι ζεστός και έχει φτάσει σχεδόν το καλοκαίρι, βρίσκεσαι κολλημένος στο βόρειο ημισφαίριο όπου ο χειμώνας πλησιάζει. Έξω έχει συννεφιά και φυσάει αρκετά. Η θερμοκρασία έχει πέσει. Και τα πόδια σου κρυώνουν λίγο, όχι όμως επειδή είναι βουτηγμένα μέχρι τον αστράγαλο στο νότιο Ειρηνικό ωκεανό, αλλά επειδή δε φοράς κάλτσες.

Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2013

Αψού!


     Ήταν μια φορά κι έναν καιρό ένα τούνελ. Και αυτό το τούνελ ήταν διπλής κατεύθυνσης, με δύο ρεύματα κυκλοφορίας, που χωρίζονταν μεταξύ τους από μία διαχωριστική νησίδα. Η κίνηση στο τούνελ ήταν συνεχής, και προς τις δυο κατευθύνσεις, και δεν σταματούσε ποτέ, ούτε καν όταν έπεφτε η νύχτα. Μέρα-νύχτα, αυτοκίνητα μπαινόβγαιναν συνέχεια, πότε ήσυχα και αθόρυβα, πότε κορνάροντας και κάνοντας φασαρία. Όλη αυτή η κίνηση ήταν, φυσικά, αναμενόμενη, καθώς το τούνελ βρισκόταν σε ένα κομβικό σημείο του οδικού δικτύου.
     Μια μέρα, ξαφνικά και χωρίς προειδοποίηση, το οδόστρωμα γέμισε νερά που έτρεχαν ακατάσχετα και έβγαιναν μέσα από το τούνελ. Έμοιαζε λες και είχε σπάσει κάποιος αγωγός. Ένα κινητό συνεργείο που κατέφθασε επί τόπου, δεν διαπίστωσε κάποια συγκεκριμένη βλάβη και περιορίστηκε στο άδειασμα του τούνελ από τα νερά με αντλίες, και στη συνέχεια στο σφουγγάρισμα του οδοστρώματος. Το μέτρο ήταν, προφανώς, προσωρινό, καθώς όσο κι αν τα αντλούσαν, τα νερά επανέρχονταν και ξαναγέμιζαν το τούνελ. Πάλι καλά που το πρόβλημα εντοπιζόταν περισσότερο στο ένα ρεύμα κυκλοφορίας.
     Αυτό, όμως, δεν ήταν το μόνο που συνέβη. Την επόμενη μέρα, τα νερά υποχώρησαν όσο ξαφνικά είχαν εμφανιστεί, ταυτόχρονα όμως δημιουργήθηκε μποτιλιάρισμα μέσα στο τούνελ. Το μποτιλιάρισμα αρχικά δημιουργήθηκε στο ένα ρεύμα κυκλοφορίας, σύντομα όμως επεκτάθηκε και στο άλλο. Η διέλευση από το τούνελ έγινε παντελώς αδύνατη.
     Συνεργεία επί συνεργείων κατέφθασαν στον τόπο του συμβάντος, αλλά δεν κατάφεραν τίποτα. Πάνω που το πρόβλημα φαινόταν να λύνεται, το αμέσως επόμενο λεπτό το τούνελ παρέμενε το ίδιο απροσπέλαστο, όπως πριν. Δυστυχώς, δε φαινόταν φως στην άκρη του τούνελ.
     "Αδυναμία αποσυμφόρησης", έγραψαν οι τεχνικοί στο φύλλο ελέγχου που συμπλήρωσαν. Και έφυγαν για να επισκεφτούν και άλλα τούνελ στην ίδια κατάσταση. Βλέπετε, ήταν περίοδος αυξημένων μποτιλιαρισμάτων. Μάταια οι οδηγοί κορνάριζαν επίμονα και από τις δύο πλευρές του τούνελ. Το μόνο που κατάφερναν ήταν να ανοίγει πότε-πότε και για πολύ λίγο το ένα ρεύμα κυκλοφορίας. Και τότε, όλοι οι οδηγοί ορμούσαν μαζί και προσπαθούσαν να περάσουν, με αποτέλεσμα το αμέσως επόμενο λεπτό το μποτιλιάρισμα να γίνεται ακόμα χειρότερο.
     - Και τώρα τι κάνουμε; ρωτούσαν οι οδηγοί απεγνωσμένα. Θα ανοίξει το τούνελ καμιά φορά ή θα μείνουμε για πάντα εδώ να περιμένουμε;
     Ο αρχηγός της τροχαίας ήταν κατηγορηματικός.
     - Ναι, είπε, φυσικά και θα ανοίξει αλλά θα πρέπει να περιμένετε. Να περιμένετε και να κάνετε υπομονή. Το μποτιλιάρισμα θα φύγει. Όλα τα μποτιλιαρίσματα στο τέλος φεύγουν. Σε μια-δυο μέρες το πολύ το τούνελ θα δοθεί και πάλι στην κυκλοφορία. Ως τότε, υπομονή.
     Αυτό σκέφτομαι και εγώ. Υπομονή. Υπομονή, μέχρι να ξεβουλώσει το τούνελ. Αψού!

Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2013

Ένα σπίτι με ταμπεραμέντο



      Κάθε φορά που πηγαίνω στους γονείς μου, περνάω μπροστά από ένα συγκεκριμένο σπίτι. Τίποτα το ιδιαίτερο δε φαίνεται να έχει αυτό το σπίτι, κι όμως είναι ένα σπίτι ασυνήθιστο.
     Αν το κοιτάξει κανείς απ'έξω, θα δει ένα ισόγειο, μικρό σπιτάκι, άσπρο και απλό, με έναν κήπο γύρω-γύρω. Τίποτα το ασυνήθιστο. Τα παραθυρόφυλλά του είναι ξύλινα, βαμμένα με γκριζογάλανη λαδομπογιά και η πόρτα του είναι μια συνηθισμένη τζαμένια πόρτα. Ο κήπος του είναι επίσης συνηθισμένος, ούτε πολύ περιποιημένος, ούτε απεριποίητος. Έχει κάποιες τριανταφυλλιές και μερικά δεντράκια, και κάνει τεράστια αντίθεση με το ακριβώς διπλανό σπίτι, του οποίου ο κήπος είναι πλούσιος και τόσο επιθετικός, που έχει καταλάβει σχεδόν το μισό πεζοδρόμιο!
     Όσο συνηθισμένο, όμως, κι αν φαίνεται αυτό το σπίτι, τόσο ιδιαίτερο είναι. Και αυτό επειδή, το συγκεκριμένο σπίτι βρίζει! Όσες φορές κι αν περνάω απ'έξω, πάντα ακούγεται μια φωνή να βρίζει κάποια αόρατη σε εμένα γυναίκα. Και το καταλαβαίνω ότι πρόκειται για γυναίκα, επειδή οι βρισιές είναι γένους θηλυκού.
     - &%$^&%! φωνάζει. ^@#$#@! *&@&*^@!
     Την πρώτη φορά που το άκουσα, κοίταξα διακριτικά γύρω για να δω μήπως υπήρχε κάποια γυναίκα εκτός από εμένα, δεν υπήρχε όμως κανείς στον δρόμο. Έτσι κι αλλιώς, τέτοια ώρα λίγο δύσκολο να έχει πολλή κίνηση. Την Κυριακή το μεσημέρι συνήθως ο κόσμος ξεκουράζεται.
     - Τυχαίο θα ήταν, σκέφτηκα.
     Έλα, όμως, που και την επόμενη φορά που πέρασα απ'έξω ξανάκουσα βρισιές. Άρα, δεν ήταν καθόλου τυχαίο. Σίγουρο ήταν, επίσης, ότι οι βρισιές δεν απευθύνονταν σε εμένα.
     - Θα είναι πολύ ενοχλητικό για τους γείτονες, σκέφτηκα.
     Την τρίτη φορά που πέρασα απ'έξω, ήμουν προετοιμασμένη.
     - Για να δούμε, σκέφτηκα, θα βρίζει και σήμερα;
     Και όπως το φανταζόμουν, ούτε εκείνη η μέρα αποτελούσε εξαίρεση. Το σπίτι έβριζε, και μάλιστα ήταν ιδιαίτερα θυμωμένο. Οι βρισιές του ακούγονταν δυνατότερες εκείνη τη μέρα. Τι να του είχε κάνει εκείνη η αόρατη γυναίκα;
     Σιγά-σιγά, το πέρασμά μου μπροστά από το συγκεκριμένο σπίτι πήρε τη μορφή ιεροτελεστίας. Ήταν σαν ένα παιχνίδι εξαγνισμού. Περνούσα, άκουγα τις βρισιές, και ύστερα εξαφανιζόταν από το ακουστικό μου πεδίο (δηλαδή εγώ εξαφανιζόμουν, αφού εγώ έφευγα). Το βράδυ, όταν περνούσα, το σπίτι ήταν ήσυχο, κοιμόταν.
     Μια Κυριακή, όμως, το σπίτι βουβάθηκε. Μάταια περίμενα να το ακούσω να βρίζει, αργοπορώντας επίτηδες να περάσω από μπροστά του. Από μέσα δεν ακουγόταν το παραμικρό. Να ήταν άρρωστο;
     Εξωτερικά δε φαινόταν διαφορετικό. Ούτε ο κήπος φαινόταν να έχει εγκαταλειφθεί.
     - Πόσο βαρετό είναι χωρίς τις βρισιές, σκέφτηκα.
     Και το ίδιο ξανασκέφτηκα την επόμενη Κυριακή που ξαναπέρασα από εκεί. Ο δρόμος έχασε για εμένα το ενδιαφέρον του από τότε που βουβάθηκε το σπίτι. Περνούσα και αισθανόμουν ότι κάτι το ουσιαστικό έλειπε από τη γειτονιά. Και ίσως και να έλειπε. Ήταν λες και το σπίτι είχε χάσει ξαφνικά την ψυχή του.
     Και πάνω που είχα αρχίσει να αποδέχομαι τη νέα κατάσταση, να'σου που το σπίτι ξανάρχισε να βρίζει! Τι χαρά ήταν αυτή που ένιωσα! Ήταν λες και γύριζε από μακρινό ταξίδι κάποιο αγαπητό μου πρόσωπο. Μου ήρθε να το χαιρετήσω!
     Όμως, συγκρατήθηκα. Δεν είναι σωστό, σκέφτηκα, να το διακόψω. Άσ'το να βρίσει με την ησυχία του! Άσ'το να εκφραστεί ελεύθερα!

Πέμπτη 7 Νοεμβρίου 2013

Γραμματική ασυμφωνία


     Μ φρ τ σμφν πνσττσν. Ωχ, συγγνώμη. Μια φορά τα σύμφωνα επαναστάτησαν, ήθελα να πω. Τσακώθηκαν για τα καλά με τα φωνήεντα, τα οποία θεωρούσαν ότι ήταν τα πιο σημαντικά.
     - Δεν μπορεί, είπε το σίγμα, δεν είναι μόνο τα φωνήεντα σημαντικά, έχουμε και εμείς φωνή!
     - Για να την ακούσουμε, κορόιδευε το έψιλον.
     - Μην κοροϊδεύεις καθόλου, του είπε το κάπα, χωρίς εμάς δεν θα κάνατε τίποτα.
     - Μωρέ, τι μας λες; είπε και το άλφα. Το ΑΛΦΑ και το ΩΜΕΓΑ κάθε λέξης είναι τα φωνήεντα. Γι'αυτό είμαστε και λιγότερα. Το καθένα μας βάζει κάτω τρία από εσάς. Και μου λες ότι εσείς είστε πιο σημαντικά;
     - Φυσικά, και είμαστε σημαντικά, είπε και το νι. Εμείς δίνουμε το οριστικό σχήμα στις λέξεις. Χωρίς εμάς, οι λέξεις θα ήταν άναρθρες κραυγές. Και αυτή είναι όλη η αλήθεια, με το ΝΙ και με το ΣΙΓΜΑ.
     - Κουταμάρες, είπε το ο. Εμείς έχουμε πιο έντονη παρουσία. Χωρίς εμάς δεν βγαίνει νόημα.
     - Ναι, αλλά εμείς μπορούμε να ψιθυρίσουμε.
     - Και εμείς μπορούμε να φωνάξουμε.
     - Εμείς κερδίζουμε, είμαστε περισσότερα!
     - Όχι, εμείς κερδίζουμε, είμαστε δυνατότερα!
     - Εμείς!
     - Όχι, εμείς!
     - Εμείς!
     - Όχι, εμείς είπα!
     Τα αίματα άναψαν και έπεσαν και μερικές σφαλιάρες. Και τόσο αποφασισμένα ήταν τα σύμφωνα να διεκδικήσουν τη θέση που τους άξιζε, που αποφάσισαν να φύγουν. Μάζεψαν, λοιπόν, τα μπογαλάκια τους και έφυγαν στο εξωτερικό, και κανείς δεν τα ξαναείδε από τότε.
     Έμειναν, έτσι, τα φωνήεντα να διαφεντέψουν την γλώσσα. Και ξεκίνησαν το μεγαλόπνοο σχέδιό τους να κυβερνήσουν. Όμως τα πράγματα δεν ήταν και τόσο εύκολα.
     - Έλα εδώ, ήθελε να πει κάποιος. Έα εώ, έλεγε.
     - Ένα νερό, ήθελε να πει κάποιος άλλος. Έα εό, έλεγε.
     Και όποιος τους άκουγε δεν καταλάβαινε ποιος τον καλούσε να πάει εκεί και ποιος του ζητούσε νερό. Και υπήρχαν και χειρότερα.
     - Κατάλαβα, εννούσε ένας. Αάαα, έλεγε.
     - Παράφαγα, εννούσε ένας άλλος. Αάαα, έλεγε και εκείνος.
     Άντε, ύστερα, να καταλάβεις.
     - Αχ, σκέφτονταν τα φωνήεντα, καθένα για λογαριασμό του. Εδώ που τα λέμε, ένα σύμφωνο εδώ θα μας βοηθούσε αρκετά. Αλλά, βέβαια, πιο σημαντικά είμαστε εμείς.
     Και η ακατανοησία συνεχιζόταν.
     Αλλά μη φανταστείτε ότι τα σύμφωνα δεν τα βρήκαν σκούρα, στο εξωτερικό που πήγαν.
     - Ε, εσύ! ήθελε κάποιος να φωνάξει. Σ, έλεγε.
     - Τα σοσόνια σου είναι κοντά, ήθελε κάποιος άλλος να πει. Τ σσν σ ν κντ, έλεγε.
     - Θέλω να πάω στη θάλασσα, ήθελε να πει ένας τρίτος. Θλ ν π στ θλσσ, έλεγε.
     Και κανείς δεν καταλάβαινε κανέναν.
     - Τελικά, όλο και θα μας βοηθούσε ένα φωνήεν, σκέφτονταν τα σύμφωνα, καθένα για λογαριασμό του. Αλλά, βέβαια, εμείς είμαστε πιο πολλά, εμείς πρέπει να κάνουμε κουμάντο.
     Και το χάος συνεχιζόταν.
     Οι άνθρωποι βασανίζονταν πραγματικά, αφού δεν μπορούσαν να επικοινωνήσουν μεταξύ τους. Αλλά, καθώς είναι και λογικά όντα, κατάλαβαν ποιο ήταν το πρόβλημα.
     - Έουε ύωα, φώναξαν οι άνθρωποι στη χώρα με τα φωνήεντα. Θέλουμε σύμφωνα, εννοούσαν.
     - Θλμ φνντ, είπαν οι άνθρωποι στη χώρα με τα σύμφωνα. Θέλουμε φωνήεντα, εννοούσαν.
     Αλλά ούτε τα φωνήεντα, ούτε τα σύμφωνα άκουγαν. Είπαμε, το θέμα ήταν ποιος θα έχει το πάνω χέρι. Δεν υπήρχε καμία ελπίδα.
     Κι όμως, ένας πολύ έξυπνος άνθρωπος στη χώρα των συμφώνων είχε μια πολύ ωραία ιδέα. Πήρε τη βαλίτσα του, θεώρησε το διαβατήριό του, και μια και δυο ταξίδεψε στη χώρα των φωνηέντων.
     - Αώ ήαε, του είπαν στο αεροδρόμιο. Που σήμαινε: καλώς ήρθατε.
     - Κλς σς βρκ, απάντησε. Που σήμαινε: καλώς σας βρήκα.
     Ο έξυπνος άνθρωπος έψαξε και εντόπισε το άλφα. Το παρακολούθησε μερικές μέρες και έμαθε το πρόγραμμά του. Έτσι, μια μέρα που το άλφα έκανε την πρωινή του βόλτα, ο έξυπνος άνθρωπος το άρπαξε και το έβαλε σε ένα σακί.
     - Ααααα! φώναξε το άλφα.
     Ο έξυπνος άνθρωπος δεν είπε τίποτα.
     Την επόμενη μέρα, τα υπόλοιπα φωνήεντα ανησύχησαν που δεν είδαν το άλφα στο καφενείο, όπως συνήθως.
     - Τι να συνέβη; αναρωτήθηκαν.
     Δεν άργησαν να ακούσουν τις κραυγές του, τις οποίες και ακολούθησαν για να το βρουν. Ο έξυπνος άνθρωπος, όμως, τους είχε στήσει παγίδα και τα έπιασε και εκείνα.
     - Εεεεεηηηηηηιιιιιιιιιοοοοοοοοουυυυυυυυυυυωωωωωωωω! ακούστηκε, αλλά εκείνος τα φίμωσε όλα, μαζί και το άλφα. Έτσι δεν ξαναφώναξαν.
     Με τα φωνήεντα στο σακί, ο έξυπνος άνθρωπος γύρισε πίσω στη χώρα των συμφώνων. Ύστερα, με νοήματα κατάφερε να εξηγήσει στους φίλους του τι σκόπευε να κάνει. Εκείνοι, που ήταν περισσότεροι και πιο οργανωμένοι, κατάφεραν να πιάσουν όλα τα σύμφωνα, ένα προς ένα, και να τα βάλουν στη φυλακή. Και εκεί, μαζί τους, στο ίδιο κελί, έβαλαν και τα φωνήεντα.
     - Ί ηαίει αυό; ρώτησαν τα φωνήεντα.
     - Τ σμν τ; ρώτησαν και τα σύμφωνα.
     Και τα δύο εννοούσαν: τι σημαίνει αυτό;
     Τότε ο έξυπνος άνθρωπος τους έδωσε με νοήματα να καταλάβουν ότι αν δεν τα έβρισκαν μεταξύ τους δε θα τα απελευθέρωνε ποτέ.
     - Κάλλιο μουγγός, παρά γλωσσικά ανάπηρος, τους είπε κουνώντας έντονα τα χέρια του.
      Ωστόσο, τόσο τα φωνήεντα όσο και τα σύμφωνα, ήταν πολύ ξεροκέφαλα. Ούτε που άνοιξαν το στόμα τους να εξηγηθούν.
     Όμως, όταν την επόμενη μέρα που πεινούσαν και διψούσαν είδαν ότι κανείς δεν τους έφερνε ούτε φαγητό, ούτε νερό, και με το φόβο να πεθάνουν από πείνα και δίψα, άρχισαν να αναθεωρούν την στάση τους. Ε, τι πείραζε να δέχονταν μερικά σύμφωνα στην παρέα; Τι ενοχλούσαν μερικά φωνήεντα;
     - Υώη, είπαν ύστερα από λίγο τα φωνήεντα.
     - Σγγνμ, είπαν και τα σύμφωνα.
     - Συγγνώμη, εννοούσαν αμφότερα.
     Ύστερα από αυτό, η παρεξήγηση λύθηκε. Φωνήεντα και σύμφωνα αγκαλιάστηκαν, σαν αγαπημένα αδερφάκια, κι από τότε συνεργάζονταν αρμονικά, τα φωνήεντα δίνοντας ήχο στις λέξεις και τα σύμφωνα δίνοντάς τους σχήμα.
     Έτσι, από τότε δεν ξαναϋπήρξαν προβλήματα στην επικοινωνία των ανθρώπων, αφού όλα τα γράμματα συνεργάζονταν μεταξύ τους. Γιατί η συνεργασία είναι το ΑΛΦΑ και το ΩΜΕΓΑ και στην γλώσσα. Και αυτή είναι η αλήθεια, με το ΝΙ και με το ΣΙΓΜΑ.

Τετάρτη 6 Νοεμβρίου 2013

Βροχερή ιστορία


     - Φύγε από εδώ, δε θέλω να σε ξανακούσω! είπε το σύννεφο και γύρισε το πρόσωπό του προς την άλλη πλευρά.
     - Γιατί δεν το παραδέχεσαι, επιτέλους; είπε ο ήλιος. Αφού το ξέρεις κι εσύ ότι έχω δίκιο. Εγώ είμαι ο βασιλιάς του ουρανού, ΕΓΩ!
     - Είσαι εγωιστής και δε σου αξίζει να παίζεις μαζί μας, είπε και ένα άλλο σύννεφο, που επίσης ήταν δυσαρεστημένο από τον ψηλομύτη τον ήλιο.
     - Και ποιος σου είπε ότι σας έχω ανάγκη; είπε ο ήλιος. Εγώ λάμπω, ΛΑ-ΜΠΩ! Φαίνομαι από μακριά. Το φως μου απλώνεται στο άπειρο, δε γνωρίζει όρια. Καημένα συννεφάκια, που νομίσατε ότι γίνατε ίσα και όμοια με εμένα!
     Χαμογέλασε αυτάρεσκα.
     - Αντί να με ευχαριστείτε που σας κάνω παρέα, συνέχισε, μου κάνετε παράπονα. Σας βαρέθηκα κι εγώ, δε σας έχω ανάγκη. Μείνετε μόνα σας, να δούμε τι θα καταλάβετε.
     Σιγά μην σκάσω, σκέφτηκε. Μόνα τους θα δουν ότι δεν μπορούν χωρίς εμένα. Πολύ γρήγορα θα γυρίσουν και θα με παρακαλούν να τα ξαναδεχτώ στην παρέα μου. Και εγώ θα το σκεφτώ πολύ αν θα τους ξανακάνω τη χάρη.
     Τα σύννεφα μαζεύτηκαν γύρω από το στενοχωρημένο συννεφάκι για να το παρηγορήσουν.
     - Μην στενοχωριέσαι, του έλεγαν, εκείνος θα το μετανιώσει. Εκείνος είναι μόνος του, εμείς είμαστε πολλά. Για κοίτα!
     Πράγματι, ο ουρανός είχε καλυφθεί από σύννεφα.
     - Έλα, θα παίξουμε μόνα μας, του είπαν.
     - Μα δεν μπορώ να μην στενοχωριέμαι, είπε το συννεφάκι και ένα δάκρυ κύλησε από το μάτι του. Τόσα χρόνια φιλίας είναι κρίμα να πάνε χαμένα. Ποιος θα μας ομορφαίνει, αν δεν έχουμε το χρυσό του φως; Ποιος θα παίζει κρυφτό μαζί μας;
     - Μπορεί να μην μπορούμε να παίξουμε κρυφτό, μπορούμε να παίξουμε όμως κυνηγητό. Ο αέρας είναι ακόμα φίλος μας, είπε ένα σύννεφο από τα πολλά.
     Αλλά το συννεφάκι δεν άκουγε τα υπόλοιπα, ήταν πολύ στενοχωρημένο. Αυτό τον αγαπούσε τον ήλιο, τον αγαπούσε πραγματικά.
     - Αφήστε με, είπε, να κλάψω για το φίλο μου. Αν θέλετε να παίξετε με τον αέρα παίξτε, εγώ δεν μπορώ.
     - Μην κλαις, γιατί θα βάλουμε και εμείς τα κλάματα, του είπαν σε μια τελευταία προσπάθεια να το ηρεμήσουν, αλλά μάταια.
     Τώρα το συννεφάκι έκλαιγε κανονικά. Χοντρά δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά του και δεν σταματούσαν. Και όπως το είπαν τα άλλα συννεφάκια, έτσι και έγινε. Άρχισαν ένα-ένα να κλαίνε και αυτά. Και τα δάκρυά τους έπεφταν επάνω στη γη και την πότιζαν.
     Ο ήλιος, στο μεταξύ, έκανε τη βόλτα του στον ουρανό, όταν πρόσεξε ότι δεν μπορούσε να δει τη γη.
     Τα παλιοσύννεφα, σκέφτηκε, μαζεύτηκαν όλα μαζί και μου εμποδίζουν τη θέα.
     - Ε! τους φώναξε. Ανοίξτε ένα κενό για να βλέπω τη γη!
     Αλλά εκείνα, δεν τον άκουγαν, επειδή έκλαιγαν γοερά.
     - Ε! ξαναφώναξε πιο δυνατά. Φύγετε από τη μέση, θέλω να βλέπω!
     Αλλά ένα σύννεφο που τον άκουσε του φώναξε θυμωμένο:
     - Μπα; Το φως σου δεν φτάνει παντού;
     - Φτάνει, είπε εκείνος.
     - Ε, τότε ας φτάσει και η ματιά σου. Άσε μας ήσυχους να κλάψουμε με την ησυχία μας.
     Πώς μου μιλάει έτσι; σκέφτηκε ο ήλιος, αλλά ύστερα άρχισε να προβληματίζεται. Μήπως και το φως του δεν έφτανε παντού, αφού δεν μπορούσε να δει τη γη; Μήπως τα σύννεφα τελικά ήταν πιο δυνατά από εκείνον;
     Γύρισε τη ματιά του γύρω, αλλά δεν είδε κανέναν να τον ρωτήσει. Βλέπετε, δεν είχε άλλους φίλους από τα σύννεφα. Ξαφνικά ένιωσε μεγάλη μοναξιά. Του ήρθε να κλάψει. Αλλά αν έκλαιγε, ποιος θα τα έβλεπε τα δάκρυά του; Ποιος θα στεκόταν δίπλα του να τον παρηγορήσει; Ένιωσε ότι ήταν πολύ μικρός, τόσος δα.
     Έκανα λάθος, σκέφτηκε. Πόσο εγωιστής είμαι! Και πόσο χαζός, ταυτόχρονα! Πώς μπόρεσα να πιστέψω ότι είμαι ο πιο δυνατός;
     - Σύννεφα, φώναξε, φίλοι μου, συγγνώμη!
     Αλλά τα σύννεφα έκλαιγαν ακόμη.
     - Συγγνώμη, φώναξε πιο δυνατά, συγχωρέστε με, δεν έπρεπε να σας πω όσα σας είπα! Είστε οι μόνοι μου φίλοι, ελάτε να παίξουμε, ΣΑΣ ΠΑΡΑΚΑΛΩ!
     Ένα συννεφάκι τον άκουσε. Και ύστερα κι άλλο ένα. Σε λίγο, όλα τα συννεφάκια είχαν σταματήσει το κλάμα και είχαν στήσει αυτί.
     - Συγγνώμη, φώναζε ο ήλιος, θέλω να ξαναγίνουμε φίλοι, είχατε δίκιο, ήμουν εγωιστής!
     - Τι λέτε να κάνουμε; ρώτησε ένα σύννεφο. Να τον συγχωρήσουμε;
     - Κι αν το ξανακάνει; είπε ένα άλλο.
     - Σας παρακαλώ, φώναζε ο ήλιος γεμάτος απελπισία.
     - Θα μας ξαναφερθείς έτσι άσχημα; τον ρώτησαν.
     - Όχι, όχι, δεν θα το ξανακάνω, θα προσέχω πώς μιλάω, είστε οι καλύτεροί μου φίλοι, είπε εκείνος. Δώστε μου μια ευκαιρία να επανορθώσω.
     Πολλοί νομίζουν ότι τα σύννεφα είναι κακά, αλλά αυτό δεν είναι αλήθεια. Τα συννεφάκια σκούπισαν τα μάτια τους και απλώθηκαν σιγά-σιγά, ανοίγοντας κενά στον ουρανό. Τον είχαν συγχωρήσει τον ήλιο.
     Η γη φάνηκε από κάτω, πλυμένη και λαμπερή. Τι όμορφη που ήταν! Ο ήλιος χάρηκε πολύ που την ξαναείδε. Το χαμόγελό του έφτασε μέχρι τα αυτιά του.
     Ένα παιδάκι κοίταξε στον ουρανό.
     - Μαμά, φώναξε, κοίτα: βγήκε ο ήλιος! Πόσο πολύ λάμπει!
     Αλλά ο ήλιος δεν το άκουσε. Ήταν πολύ ψηλά στον ουρανό και, επιπλέον, ήταν απασχολημένος: έπαιζε κρυφτό με τους αγαπημένους του φίλους.

Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2013

Άνευ αντικειμένου




     Άλλη μια ωραία, καθημερινή μέρα. Ξυπνάς πρωί-πρωί, σηκώνεσαι, ετοιμάζεσαι γρήγορα και φεύγεις από το σπίτι σχεδόν τρέχοντας. Πάλι άργησες να φύγεις, αλλά θα το αναπληρώσεις τρέχοντας σαν την αστραπή. Και δωσ'του να χτυπάνε τα πόδια σου στην άσφαλτο, κάνοντας πλατς! πλατς!, καθώς από φόβο μη σου βγει κανένα παπούτσι, αναγκάζεσαι να διατηρείς μια μέτρια ταχύτητα και να πατάς όλη την πατούσα στο οδόστρωμα.
     - Δε φοράς τα κατάλληλα παπούτσια για τρέξιμο! σου φωνάζουν τα πόδια σου, καθώς χτυπιούνται εναλλάξ στην άσφαλτο. Αλλά εσύ προσποιείσαι ότι κουφάθηκες. Και συνεχίζεις να τρέχεις. Ευτυχώς που είναι κατηφόρα.
     - Η κατηφόρα επιβαρύνει τα γόνατα! σου φωνάζουν τα γόνατά σου. Να μας καταστρέψεις θέλεις; Δεν είσαι πια παιδάκι. Αλλά εσύ συνεχίζεις. Είπαμε, έχεις αργήσει.
     Περνάς τρέχοντας τους δρόμους, τον έναν μετά τον άλλον. Ευτυχώς, είναι ακόμα πολύ πρωί και η κίνηση δεν είναι πολύ έντονη. Τα σπίτια είναι κλειστά τα περισσότερα. Κάποιες πόρτες γκαράζ ανοίγουν, και κάποια αυτοκίνητα ξεπροβάλλουν από μέσα. Τα πουλιά στα δέντρα ξεκινούν, δειλά-δειλά, το πρωινό τους τραγούδι. Κουράγιο, όπου να'ναι φτάνεις.
     Στο βάθος φαίνεται ο σταθμός του μετρό. Κοιτάς το ρολόι σου, προλαβαίνεις. Ηρεμείς λίγο, κόβεις ταχύτητα, αλλά δεν εφησυχάζεις. Πρέπει να φτάσεις στην αποβάθρα εγκαίρως.
     Φτάνεις στην είσοδο του σταθμού και με γρήγορο βήμα μπαίνεις μέσα. Αρχίζεις να κατεβαίνεις τις κυλιόμενες σκάλες. Μπροστά σου μια κινούμενη ανθρώπινη νησίδα. Κοινώς, ένας από αυτούς τους τύπους που στέκονται και μπλοκάρουν με τον όγκο τους τη διέλευση των υπολοίπων. Αναγκαστικά σταματάς, και περιμένεις με αγωνία να φτάσετε στη βάση της σκάλας. Κοιτάς το ρολόι σου. Πρέπει να βιαστείς, όπου να'ναι θα φτάσει ο συρμός.
     Επιτέλους, φτάνετε κάτω. Προσπερνάς βιαστικά την ανθρώπινη νησίδα και προσπαθείς να τρέξεις. Αλλά κάτι περίεργο συμβαίνει. Δεν μπορείς να επιταχύνεις. Κάθε σου βήμα θαρρείς και σε αφήνει εκεί που ήσουν. Αχ, αυτά τα γυαλιστερά πατώματα!
     Δε γίνεται, σκέφτεσαι, πώς θα τρέξω;
     - Χρειάζεσαι πατίνια, όχι παπούτσια! φωνάζουν και τα δυο παπούτσια σου μαζί. Αυτή τη φορά τα ακούς, δεν μπορείς να κάνεις κι αλλιώς. Περιορίζεσαι να περπατάς, όσο πιο γρήγορα γίνεται και, αργά και μεθοδικά, γλιστράς προς τις επόμενες σκάλες.
     Ξαφνικά, ακούς έναν ήχο: έρχεται ο συρμός! Πρέπει να βιαστείς! Έλα, μερικά βήματα ακόμη και θα βρεθείς στο βασίλειο του αγυάλιστου πατώματος, εκεί όπου δεν χρειάζεται να ξέρεις πατινάζ. Βιάσου!
     Πλησιάζεις στην κορυφή της σκάλας, ενώ ο συρμός ακούγεται να ξεφυσάει καθώς έχει μόλις σταματήσει και ανοίγει τις πόρτες του. Πατάς το πόδι σου στο πρώτο σκαλί. Τρέξε! Τρέξε! Ωχ! Ωχ! φωνάζουν τα πόδια σου, μαζί με τα γόνατά σου. Πιιιιιιιιιιιιιπ! ακούγεται από το συρμό.
     Τέσσερα σκαλιά ακόμα, τρία, δύο, ένα... μερικά μέτρα....φσσσσσττττ! και οι πόρτες κλείνουν. Ο συρμός απομακρύνεται αργά και με μεγαλοπρέπεια, σαν κύκνος μέσα σε λίμνη. Κοιτάς τον πίνακα. Επόμενος συρμός σε 8 λεπτά.
     Μένεις στη θέση σου, σαν δρομέας που έχασε τη νίκη επάνω στο νήμα. Και το μόνο που μπορείς να σκεφτείς είναι: τσάμπα το τρέξιμο!