Σάββατο 27 Δεκεμβρίου 2014

Παραμονή Πρωτοχρονιάς


    Η μικρή κάλτσα ήταν και χαρούμενη και λυπημένη ταυτόχρονα. Γι'αυτό και δεν ήξερε τι να κάνει: να κλάψει ή να γελάσει;
     Ο λόγος που ήταν χαρούμενη ήταν ότι πλησίαζαν τα Χριστούγεννα και η Πρωτοχρονιά. Και, αν μη τι άλλο, αυτή η εποχή του χρόνου είναι η εποχή η αφιερωμένη στις κάλτσες. Βλέπετε, τότε ο κόσμος βγάζει τις κάλτσες από τα συρτάρια και τις κρεμάει στα χριστουγεννιάτικα δέντρα ή στα τζάκια, για να τις γεμίσει ο Άη-Βασίλης με δώρα. Όλοι τις προσέχουν τις κάλτσες αυτήν την εποχή.
     Όμως, η μικρή κάλτσα ήταν και πολύ στενοχωρημένη, όπως ήδη είπαμε. Και ο λόγος ήταν απλός: ήταν πολύ φτωχή και πολύ παλιά, και γι'αυτό πολυχρησιμοποιημένη και τρύπια. Πώς, λοιπόν, θα έπαιρνε θέση ανάμεσα στις άλλες κάλτσες, τις καλοφτιαγμένες και καινούργιες;
     Οι άλλες κάλτσες ήδη την κοίταζαν αφ'υψηλού.
     - Για κοιτάξτε με, έλεγε η μία, δείτε πώς γυαλίζω, είναι επειδή είμαι από μετάξι, γι'αυτό!
     - Ναι, πράγματι, έλεγαν οι άλλες, είσαι πολύ ωραία.
     - Γιατί, εγώ δεν είμαι; έλεγε μια άλλη. Δείτε σχέδια που έχω, δείτε χρώματα... Τρεις λέξεις θα σας πω: αγνό παρθένο μαλλί.
     - Ωωωωω! έκαναν όλες μαζί οι άλλες κάλτσες, μα φαίνεσαι ότι είσαι από καλή οικογένεια!
     Και η μάλλινη κάλτσα καμάρωνε.
     - Δείτε και εμένα, έλεγε μια τρίτη κάλτσα. Δείτε τι λεπτή ύφανση, λες και με ύφαναν νεράιδες!
     - Ναι, ναι, έλεγαν οι άλλες, λες και σε ύφαναν νεράιδες.
     - Γιατί, εγώ δεν είμαι σκέτη πριγκήπισσα; έλεγε μια άλλη. Βλέπετε το χρυσό νήμα που διατρέχει όλο μου το κορμί;
     - Ναι, έλεγαν οι άλλες κάλτσες. Είσαι σκέτη πριγκήπισσα, η βασιλική σου γενιά φαίνεται από μακριά.
     - Κορίτσια, έλεγε ξαφνικά μια κάλτσα, κοιτάξτε ποια ήρθε!
     Και όλες γυρνούσαν και κοιτούσαν την φτωχή, τρύπια κάλτσα, με αποτροπιασμό.
     - Τι θέλει αυτή η κουρελού μαζί με εμάς; Δεν βλέπει ότι δεν έχει θέση εδώ; Ε, σε εσένα μιλάμε! Τι κάνεις εδώ; Φύγε, άντε, πήγαινε από εδώ!
     Και η φτωχή κάλτσα έφευγε ντροπιασμένη, σέρνοντας τα ξέφτια της μακριά από τις υπόλοιπες κάλτσες. Και οι άλλες κάλτσες γελούσαν κοροϊδευτικά. Και συνέχιζαν να επιδεικνύουν τα κάλλη τους, η μία στην άλλη.
     Όμως ο καιρός περνάει, και για τις καινούργιες και όμορφες κάλτσες, και για τις παλιές και τρύπιες. Έτσι, τα Χριστούγεννα και η Πρωτοχρονιά έφτασαν πια πολύ κοντά. Τα χριστουγεννιάτικα δέντρα στολίστηκαν, οι δρόμοι φωταγωγήθηκαν, τα μελομακάρονα σιροπιάστηκαν, οι κουραμπιέδες πασπαλίστηκαν με ζάχαρη άχνη, και όλοι περίμεναν τις μέρες των γιορτών με ανυπομονησία.
     Στο σπίτι της παλιάς, τρύπιας κάλτσας οι κάλτσες στολίστηκαν και παρατάχθηκαν στο τζάκι. Και ήταν η μία ομορφότερη από την άλλη. Πόσα όμορφα δώρα δεν θα έπαιρναν από τον Άη-Βασίλη, δώρα ταιριαστά στην ομορφιά τους!
     - Πόσα δώρα θα πάρω; αναρωτιόταν η κάθε κάλτσα για λογαριασμό της.
     - Πολλά, απαντούσε μόνη της. Αφού είμαι τόσο όμορφη, μου αξίζουν τα πιο πολλά και τα πιο όμορφα δώρα! Αχ, πότε θα έρθει ο Άγιος Βασίλης να με γεμίσει δώρα;
     Και αναστέναζαν οι κάλτσες, και κουνιούνταν με ανυπομονησία, και όποιος τις έβλεπε νόμιζε ότι φυσούσε αέρας μέσα στο σπίτι και κουνούσε τις κάλτσες και δεν καταλάβαινε ότι χόρευαν από μόνες τους.
     Και έφτασε και η παραμονή της Πρωτοχρονιάς και τις κάλτσες τις έπιασε τέτοια ανυπομονησία, που παρά τρίχα να έπεφταν από εκεί που τις είχαν κρεμάσει. Και την παλιά, τρύπια κάλτσα, την έπιασε και εκείνη ανυπομονησία, όχι όμως για το δώρο που θα έπαιρνε, αλλά που θα έβλεπε και πάλι τον Άγιο Βασίλη, ύστερα από έναν χρόνο. Και πήγε ντροπαλά και πήρε θέση και εκείνη στην άκρη-άκρη του τζακιού, μακριά από τις υπόλοιπες κάλτσες, που δεν την ήθελαν κοντά τους με τίποτα.
     Και περνούσαν τα λεπτά και οι ώρες, και οι δείκτες των ρολογιών έτρεχαν γύρω-γύρω, και ο ωροδείκτης άρχισε να πλησιάζει στο 12 όλο και πιο πολύ, όλο και πιο πολύ... Και από μακριά ακούστηκε να φυσάει ένας αέρας διαφορετικός, ένας αέρας που τραγουδούσε, και όλες οι κάλτσες κατάλαβαν ότι η ώρα του Άη-Βασίλη είχε φτάσει.
     Και το αμέσως επόμενο λεπτό, ο Άη-Βασίλης ήταν μπροστά στις κάλτσες και τις κοιτούσε χαμογελαστός.
     - Πω, πω, τι όμορφες κάλτσες! είπε και οι κάλτσες κορδώθηκαν με καμάρι.
     - Καλώς ήρθες, Άη-Βασίλη, είπαν όλες με μία φωνή.
     - Καλώς σας βρήκα, καλώς σας βρήκα, τους απάντησε. Είστε έτοιμες για τα φετεινά σας δώρα;
     - Ναι, είπαν όλες και άνοιξαν τα στόματά τους καλά-καλά.
     - Για να δούμε τι έχουμε, είπε ο Άη-Βασίλης και άνοιξε τον σάκο του. Α, ναι, να μια όμορφη κούκλα, με μαλλιά που μοιάζουν σαν αληθινά, μιλάει κιόλας, είναι πραγματικά ένα πολύ όμορφο δώρο... σε ποια κάλτσα να την βάλω; Αχ, όχι σε αυτήν, είναι μεταξωτή, μπορεί να σκιστεί, όχι... αυτή πάλι, ολόμαλλη, θα ξεχειλώσει, άσ'την καλύτερα, αυτή εδώ μου φαίνεται πολύ λεπτή, όχι, όχι, αυτή μήπως; όχι, ούτε αυτή, θα σκιστεί καμιά χρυσή κλωστή και θα γίνει χάλια... τι θα κάνω τώρα; Α, να, εκεί πίσω, να μια κάλτσα που δεν κινδυνεύει να πάθει τίποτα...
     Και έβαλε την όμορφη κούκλα, με τα μαλλιά που έμοιαζαν αληθινά, μέσα στην παλιά, τρύπια κάλτσα. Και οι καινούργιες κάλτσες κοιτάχτηκαν μεταξύ τους με απορία.
     - Για να δούμε τι άλλο έχουμε, είπε ο Άη-Βασίλης και ξαναβούτηξε το χέρι του μέσα στον σάκο. Αααα, τι ωραίο αυτοκίνητο, έχει και σειρήνα, και ανοίγουν και οι πόρτες του, σαν αληθινό είναι, πόσο θα χαρεί όποιος το πάρει, αλλά σε ποια κάλτσα να το βάλω; Όχι, όχι στη μεταξωτή, μπορεί να σκιστεί, αμαρτία είναι, μήπως στην ολόμαλλη; όχι, θα ξεχειλώσει, ούτε στην λεπτοφτιαγμένη, αυτή μπορεί να σκιστεί και με τον αέρα, όχι, μήπως σε αυτήν με την χρυσή κλωστή; μπα, άσε καλύτερα, κι αυτή μπορεί να χαλάσει, πού να το βάλω το αυτοκινητάκι; Και δεν το βάζω και αυτό στην παλιά, τρύπια κάλτσα;
     Και έβαλε και το αυτοκινητάκι μέσα στην παλιά, τρύπια κάλτσα. Και οι καινούργιες κάλτσες κοίταξαν την παλιά, τρύπια κάλτσα με ζήλεια.
     - Να κι ένα ζευγάρι πατίνια! είπε ο Άη-Βασίλης, σε ποια κάλτσα να τα βάλω, άραγε; Στη μεταξωτή; μπα, τα πατίνια είναι μεγάλα και βαριά, δεν θα αντέξει, θα σκιστεί, η ολόμαλλη πάλι θα ξεχειλώσει τελείως, για την λεπτοφτιαγμένη ούτε συζήτηση, μήπως να δοκιμάσω αυτήν με την χρυσή κλωστή; μπα, κι αυτή αρκετά λεπτεπίλεπτη μου φαίνεται, δεν θα αντέξει.
     Και τα δύο πατίνια κατέληξαν μέσα στην παλιά, τρύπια κάλτσα, που φούσκωσε πάρα πολύ.
     - Να βάλουμε και ένα επιτραπέζιο; αναρωτήθηκε ο Άη-Βασίλης. Γιατί όχι, παραμονή Πρωτοχρονιάς είναι, ας κάνουμε ένα δώρο παραπάνω, χαρά θα δώσουμε...
     Και, φυσικά, και το επιτραπέζιο κατέληξε μέσα στην παλιά, τρύπια κάλτσα...
     - Αδικία! είπαν οι καινούργιες, λουσάτες κάλτσες. Εμείς άδειες θα μείνουμε;
     - Χμ, είπε ο Άη-Βασίλης, δίκιο έχετε, δεν θα ήταν σωστό, όλες οι κάλτσες πρέπει να γεμίζουν, τέτοια μέρα... Για να δούμε τι μπορούμε να βάλουμε σε εσάς...
     Και άρχισε να ψάχνει μέσα στον σάκο, και να ψάχνει, και να ψάχνει... Αλλά όσο κι αν έψαξε, δεν βρήκε δώρο που να μπορούσε να μπει στις λουσάτες κάλτσες χωρίς να τις χαλάσει.
     - Α, το βρήκα! φώναξε ύστερα από λίγο. Ανοίξτε όλες τα στόματά σας, καλά-καλά.
     Και οι όμορφες, λουσάτες κάλτσες γέμισαν με κάτι που δεν πρόλαβαν να δουν τι ήταν, αλλά ήταν μαλακό στην αφή και δεν είχε γωνίες... 
     Ήταν την χρονιά που η παλιά, τρύπια κάλτσα πήρε όλα τα δώρα του Άη-Βασίλη. Ήταν την χρονιά που όλες οι λουσάτες κάλτσες έμειναν έγκυες και γέννησαν καλτσάκια.


Σημ: Η φωτογραφία είναι δικιά μου

Σάββατο 20 Δεκεμβρίου 2014

Χριστουγεννιάτικη ιστορία

 
    Μια φορά κι έναν καιρό, στη Χώρα του Ουρανού, γεννήθηκε ένα αστεράκι. Ήταν ένα αστεράκι πολύ χαριτωμένο, με λακκάκια στα μάγουλα, ένα αστεράκι πανέμορφο, που χαιρόσουν να το βλέπεις, και οι γονείς του ήταν πολύ χαρούμενοι και ευτυχισμένοι.
     Όμως, η ευτυχία των γονιών δεν έμελλε να κρατήσει πολύ, αφού στη Χώρα του Ουρανού βασίλευε ένα κακό σουπερνόβα. Το σουπερνόβα ήταν πολύ αλαζονικό και η μόνη του αγωνία ήταν μήπως κάποιο αστέρι του πάρει τη θέση. Γι'αυτό και έπαιρνε τα μέτρα του. Έτσι, όταν γεννιόταν ένα νέο αστέρι, το σουπερνόβα μελετούσε τον αστρολογικό χάρτη του νεογέννητου για να δει αν η θέση του κινδύνευε.
     Έτσι έκανε και όταν γεννήθηκε το μικρό, χαριτωμένο αστεράκι με τα λακάκια στα μάγουλα. Πήρε, λοιπόν, τον αστρολογικό χάρτη του νεογέννητου αστεριού και αυτό που είδε εκεί καθόλου δεν του άρεσε. Τα σημάδια το έλεγαν ξεκάθαρα: το νεογέννητο αστέρι θα βασίλευε σε όλη τη Χώρα. Το σουπερνόβα δεν είχε καιρό για χάσιμο. Διεμήνυσε σε όλο το βασίλειο, ότι το νεογέννητο αστεράκι έπρεπε να πεθάνει.
     Οι γονείς του αστεριού ήταν απαρηγόρητοι. Πώς μπορούσαν να αφήσουν το μοναχοπαίδι τους να πεθάνει; Έπρεπε κάτι να κάνουν. Έτσι, η μανούλα του αστεριού τού έβαλε ένα σκονισμένο πανωφόρι, το φίλησε σταυρωτά και, αφού πήρε και την ευλογία του πατέρα του, το αστεράκι φυγαδεύτηκε μακριά, πολύ μακριά.
     Νύχτες και νύχτες περπατούσε το νεογέννητο αστεράκι και απόφευγε τις μεγάλες παρέες των αστεριών, μήπως κάποιος το αναγνώριζε και το παρέδιδε στο σουπερνόβα. Η μαμά του του είχε πει να πάει όσο πιο μακριά μπορούσε, και όταν καταλάβαινε ότι δεν κινδύνευε πια, τότε μόνο να σταματούσε την περιπλάνηση. Και μια όμορφη νύχτα, το αστεράκι ένιωσε πως έφτασε στον προορισμό του.
     Αμέσως, λοιπόν, άρχισε να ψάχνει ένα μέρος για να μείνει. Αλλά αυτό δεν ήταν και πολύ εύκολο.
     - Ε, πού πας, μικρέ; τον ρώτησε ένα αστέρι από τον αστερισμό του Ζυγού που το είδε να πλησιάζει.
     - Είμαι μόνο, μακριά από την οικογένειά μου, και ψάχνω ένα σπίτι, απάντησε.
     - Και τι σε κάνει να νομίζεις ότι μπορείς να μείνεις εδώ, μαζί μας; Φύγε αμέσως, δεν το βλέπεις ότι μας χαλάς την ισορροπία; Με το που ήρθες, η ζυγαριά μας άρχισε να γέρνει, κινδυνεύουμε να πέσουμε. Δεν υπάρχει χώρος για εσένα, φύγε, ξουτ!
     Το αστεράκι τότε πήγε στον αστερισμό του Τοξότη, που βρισκόταν εκεί παραδίπλα.
     - Μήπως θα μπορούσα να μείνω μαζί σας; ρώτησε τα αστεράκια του Τοξότη.
     - Α πα πα, ούτε να το συζητάς, είπαν εκείνα.
     - Δεν θα ενοχλήσω, να, θα κάτσω εδώ σε μια γωνία και ούτε που θα το καταλάβετε ότι είμαι εδώ...
     - Βρε, φύγε σου λέμε, δεν καταλαβαίνεις;
     Και τα αστεράκια τέντωσαν το τόξο του Τοξότη και σημάδεψαν το καημένο το αστεράκι.
     - Φύγε τώρα! του είπαν. Αλλιώς δεν πρόκειται να ζήσεις να δεις άλλη νύχτα!
     Το αστεράκι έφυγε κυνηγημένο.
     - Τι κάνεις εδώ, μοναχό σου; το ρώτησαν τα αστεράκια της Παρθένου που το είδαν να περιπλανιέται στη γειτονιά τους.
     - Ψάχνω να βρω μια γωνίτσα να μείνω, έρχομαι από πολύ μακριά και δεν έχω σπίτι...
     - Τι να σου κάνουμε; Εδώ δεν μπορείς να μείνεις, Παρθένος, καταλαβαίνεις, δεν υπάρχει χώρος για αστεράκια που οι κακές γλώσσες μπορούν να πουν ότι είναι εξώγαμα, υπάρχει και μια υπόληψη που πρέπει να διαφυλαχτεί, καταλαβαίνεις...
     - Ε, αστεράκι, έλα εδώ! του φώναξαν από τον αστερισμό των Διδύμων απέναντι. Έλα μαζί μας, εδώ υπάρχει χώρος!
     - Μια στιγμή, πού πας; το ρώτησαν μόλις πλησίασε. Τι το πέρασες εδώ, κέντρο διερχομένων;
     - Μα εσείς μου είπατε να έρθω!
     - Εμείς δεν είπαμε τίποτα!
     - Μα το άκουσα καθαρά!
     -  Τι θα γίνει, ρώτησαν τα μισά αστεράκια τα άλλα μισά, δεν είπαμε ότι δεν θα καλούμε τον κάθε παρείσακτο;
     - Συγγνώμη που δεν σας ρωτήσαμε, απάντησαν τα άλλα μισά, αλλά εμάς μας φάνηκε πρώτης τάξεως αστέρι!
     - Ναι, σιγά μην ξέρετε εσείς να κρίνετε!
     - Γιατί, ξέρετε εσείς;
     - Δεν είναι κατάσταση αυτή, η συγκατοίκηση μαζί σας είναι ανυπόφορη!
     - Γιατί, εμείς νομίζετε ότι είμαστε ικανοποιημένοι;
     - Φύγε από εδώ, μικρέ, είπαμε δεν δεχόμαστε φιλοξενούμενους!
     - Να αποφασίζετε για τη δικιά σας μεριά, από εδώ θα αποφασίζουμε εμείς! Μικρέ, έλα από εδώ, μην τους ακούς αυτούς τους παλαβούς!
     Αλλά το αστεράκι είχε ήδη απομακρυνθεί. Πώς θα μπορούσε να ζήσει σε έναν αστερισμό, όπου πάντα θα υπήρχαν διαφωνίες;
     - Μήπως θα μπορούσα να μείνω εδώ, μαζί σας; ρώτησε το αστεράκι τον αστερισμό του Υδροχόου.
     - Πρόσεχε μην πατήσεις τα νερά, του είπαν τα αστέρια του Υδροχόου.
     - Ποια νερά;
     - Αυτά που τρέχουν... Κάνε στην άκρη, αν σε ακουμπήσουν θα πεθάνεις αμέσως!
     Και το αστεράκι έφυγε τρομαγμένο.
     - Σιγά, θα μας πατήσεις! του είπαν τα αστεράκια του Σκορπιού θυμωμένα.
     - Συγγνώμη, είπε το αστεράκι.
     - Ένα βήμα ακόμα αν κάνεις, θα σε τσιμπήσουμε και θα πεθάνεις!
     - Μα γιατί, τι έκανα;
     - Δεν έχει και τόση σημασία τι έκανες, είναι θέμα αρχής! Εμείς είμαστε ικανοί και να αυτοτσιμπηθούμε, μόνο και μόνο για λόγους αρχής, καταλαβαίνεις πόσο ευκολότερο είναι να τσιμπήσουμε τους άλλους. Ακόμα εδώ είσαι; Φύγε!
     Και το καημένο το αστεράκι, σέρνοντας τα κουρασμένα του βήματα, πέρασε από όλους τους αστερισμούς αλλά πουθενά δεν βρήκε καταφύγιο. Κάθησε, λοιπόν, μόνο του και άρχισε να κλαίει.
     - Γιατί κλαις; το ρώτησε ένας κομήτης που περνούσε από εκεί δίπλα.
     - Δεν μπορώ να βρω έναν αστερισμό να με φιλοξενήσει και είμαι μόνο μου, μακριά από την οικογένειά μου...
     - Και γι'αυτό σκας; Τι χαζό που είσαι! Έλα, σκούπισε τα μάτια σου και άκουσέ με. Αν δεν σε θέλουν οι αστερισμοί μία, εσύ να μην τους θέλεις δέκα. Είσαι μια χαρά αστέρι, μπορείς και μόνο σου να λάμψεις, εδώ έκανες τόσο δρόμο μόνο σου, δεν έχεις ανάγκη κανέναν... Μα κοίτα τι όμορφο που είσαι, τι ανάγκη τους έχεις όλους αυτούς; Άκου με που σου λέω, εγώ έχω ταξιδέψει πολύ και έχουν δει πολλά τα μάτια μου.
     - Και, δηλαδή, να κάτσω εδώ, μόνο μου;
     - Φυσικά! Κάτσε εδώ που δεν ενοχλείς κανέναν και λάμψε μόνο σου και θα δεις για πότε θα ζητήσουν την παρέα σου. Και όταν θα ξαναπεράσω από αυτά εδώ τα μέρη, θα έρθω να σου κάνω επίσκεψη. Άντε, γεια σου τώρα. 
     Και ο κομήτης έφυγε. Και το αστεράκι έμεινε εκεί και άρχισε να λάμπει. Δειλά-δειλά στην αρχή, λίγο πιο τολμηρά στη συνέχεια, και σιγά-σιγά, καθώς αποκτούσε περισσότερη αυτοπεποίθηση, έγινε τόσο λαμπρό, που κανείς δεν μπορούσε να μην το προσέξει. 
     Και οι άνθρωποι σήκωσαν τα μάτια τους στον ουρανό και το είδαν. Και το αστεράκι χαμογέλασε, και φάνηκαν τα λακκάκια στα μάγουλά του. Και οι άνθρωποι το θαύμασαν. Και το αστεράκι έλαμψε συγκινημένο. Και οι άνθρωποι το προσκύνησαν. Και το αστεράκι φώτισε τον δρόμο τους. Και έτσι επαληθεύτηκε η προφητεία, αφού το ταπεινό αστεράκι, το διωγμένο από παντού, έγινε ο βασιλιάς του Ουρανού, όπως κάτω στη γη, ένα επίσης διωγμένο και κατατρεγμένο μωρό, θα γινόταν ο βασιλιάς του κόσμου.
     Από τότε, όλοι μιλούν για το Άστρο των Χριστουγέννων. Για το κακό σουπερνόβα, δεν μιλάει κανείς...

Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2014

Ωδή στο φαγωμένο μελομακάρονο

Δεκαπέντε μελομακάρονα, δεκαπέντε όμορφα μελομακάρονα,
ήταν μέσα στο κουτί το πλαστικό,
μα ένα χέρι το άνοιξε με κακό σκοπό.
Ένα μελομακάρονο ήταν επάνω-επάνω, όμορφο, μοσχομυριστό…
και αυξήθηκε ο χώρος στο κουτί το πλαστικό.

Δεκατέσσερα μελομακάρονα, δεκατέσσερα όμορφα μελομακάρονα,
ήταν μέσα στο κουτί το πλαστικό,
μα ένα χέρι βούτηξε μέσα βιαστικό.
Ένα μελομακάρονο ήταν επάνω-επάνω, όμορφο, μοσχομυριστό…
και αυξήθηκε ο χώρος στο κουτί το πλαστικό.

Δεκατρία μελομακάρονα, δεκατρία όμορφα μελομακάρονα,
ήταν μέσα στο κουτί το πλαστικό,
μα ένα χέρι βούτηξε με ύποπτο σκοπό.
Ένα μελομακάρονο ήταν επάνω-επάνω, να ήταν άραγε το πιο αρωματικό;
Και αυξήθηκε ο χώρος στο κουτί το πλαστικό.

Δώδεκα μελομακάρονα, δώδεκα όμορφα μελομακάρονα,
ήταν μέσα στο κουτί το πλαστικό,
μα ένα χέρι βούτηξε σαν το αρπακτικό.
Ένα μελομακάρονο ήταν επάνω-επάνω, μονάχο του φαινότανε…
και αυξήθηκε ο χώρος στο κουτί το πλαστικό.

Έντεκα μελομακάρονα, έντεκα όμορφα μελομακάρονα,
ήταν μέσα στο κουτί το πλαστικό,
μα ένα χέρι βούτηξε και ήταν νηστικό.
Ένα μελομακάρονο ήταν επάνω-επάνω, ξεχώριζε…
και αυξήθηκε ο χώρος στο κουτί το πλαστικό.

Δέκα μελομακάρονα, δέκα όμορφα μελομακάρονα
ήταν μέσα στο κουτί το πλαστικό,
μα ένα χέρι βούτηξε, δεν ήταν καθαρό.
Ένα μελομακάρονο ήταν επάνω-επάνω, φαινότανε πως θα’πεφτε…
και αυξήθηκε ο χώρος στο κουτί το πλαστικό.

Εννιά μελομακάρονα, εννιά όμορφα μελομακάρονα
ήταν μέσα στο κουτί το πλαστικό,
μα ένα χέρι βούτηξε, και ήταν αδειανό.
Ένα μελομακάρονο ήταν επάνω-επάνω, σαν τάχα να περίσσευε…
και αυξήθηκε ο χώρος στο κουτί το πλαστικό.

Οχτώ μελομακάρονα, οχτώ όμορφα μελομακάρονα
ήταν μέσα στο κουτί το πλαστικό,
μα ένα χέρι βούτηξε, για λόγο σοβαρό.
Ένα μελομακάρονο ήταν επάνω-επάνω, φαινότανε πιο νόστιμο από όλα τα προηγούμενα…
και αυξήθηκε ο χώρος στο κουτί το πλαστικό.

Εφτά μελομακάρονα, εφτά όμορφα μελομακάρονα
ήταν μέσα στο κουτί το πλαστικό,
μα ένα χέρι βούτηξε, ψυχαναγκαστικό.
Ένα μελομακάρονο ήταν επάνω-επάνω, ο αριθμός ήταν μονός, θα έπρεπε ζυγός…
και αυξήθηκε ο χώρος στο κουτί το πλαστικό.

Έξι μελομακάρονα, έξι όμορφα μελομακάρονα
ήταν μέσα στο κουτί το πλαστικό,
μα ένα χέρι βούτηξε, χέρι αμαρτωλό.
Ένα μελομακάρονο ήταν επάνω-επάνω, σαν να’τανε λίγο στραβό…
και αυξήθηκε ο χώρος στο κουτί το πλαστικό.

Πέντε μελομακάρονα, πέντε όμορφα μελομακάρονα
ήταν μέσα στο κουτί το πλαστικό,
μα ένα χέρι βούτηξε, αποφασιστικό.
Ένα μελομακάρονο ήταν επάνω-επάνω, τι έκανε μονάχο του επάνω από τα άλλα;
Και αυξήθηκε ο χώρος στο κουτί το πλαστικό.

Τέσσερα μελομακάρονα, τέσσερα όμορφα μελομακάρονα
ήταν μέσα στο κουτί το πλαστικό,
μα ένα χέρι βούτηξε, και βουρ για το ψητό.
Ένα μελομακάρονο ήταν επάνω-επάνω, σαν να μη χώραγε καλά…
και αυξήθηκε ο χώρος στο κουτί το πλαστικό.

Τρία μελομακάρονα, τρία όμορφα μελομακάρονα
ήταν μέσα στο κουτί το πλαστικό,
μα ένα χέρι βούτηξε, με πολλαπλό σκοπό.
Ένα μελομακάρονο ήταν επάνω-επάνω, και δίπλα του ήταν άλλα δυο… τι μοναξιές που θα’χαν…
και έμεινε μόνο κι αδειανό το κουτί το πλαστικό.