Παρασκευή 28 Μαρτίου 2014

Απρόσκλητοι επισκέπτες




     Είναι αλήθεια ότι δεν την περίμενα. Και για να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους, εκτός από απρόσκλητη ήταν και ανεπιθύμητη. Βέβαια, ήρθε και πολύ διακριτικά, τόσο, που δεν την κατάλαβα όταν πρωτοήρθε. Κι αν με ρωτήσει κανείς, δεν μπορώ να του πω πότε ήρθε και μου θρονιάστηκε. Μόνο πότε την πρωτοείδα θυμάμαι.
     Ήταν μια μέρα πριν από αρκετά χρόνια, όταν τη συνάντησα τυχαία, αραγμένη νωχελικά, σαν να μη συνέβαινε τίποτα.
     - Εσύ εδώ; ρώτησα έκπληκτη.
     - Γεια σου, μου είπε τσαχπίνικα, αποφεύγοντας να απαντήσει στην ερώτησή μου.
     - Δε σε περίμενα, είπα εγώ.
     - Τυχαία ήρθα, απάντησε. Μην ανησυχείς, όμως, δε θα ενοχλήσω. Ούτε που θα το καταλάβεις ότι είμαι εδώ.
     Και μου χαμογέλασε αυτάρεσκα.
     Της επέτρεψα να μείνει. Εξάλλου, κάπου μέσα μου το ήξερα ότι δεν μπορούσα να κάνω και αλλιώς. Το ήξερα ότι είχε έρθει αποφασισμένη να μείνει.
     Πρέπει να της αναγνωρίσω, πάντως, ότι τον κράτησε το λόγο της. Δε με ενόχλησε καθόλου, μόνο τυχαία συναντιόμασταν πού και πού. Όπως το είχε πει: ούτε που την ένιωθα την παρουσία της.
     Όμως, μια μέρα με περίμενε μια έκπληξη.
     - Τι συμβαίνει εδώ; τη ρώτησα.
     - Πιστεύω να μη σε πειράζει, μου είπε με εκείνο το γνωστό πλέον χαμόγελό της, αλλά ένιωθα μοναξιά. Θεώρησα, λοιπόν, καλό να αναζητήσω μια παρέα. Εσύ, έτσι κι αλλιώς, δεν ασχολείσαι μαζί μου.
     Έτσι γνώρισα και την αδερφή της, που ήρθε και εκείνη και θρονιάστηκε για τα καλά. Και για αρκετό καιρό τις συναντούσα τυχαία, πότε τη μία, πότε την άλλη, πότε και τις δυο μαζί. Τι καλόβολος άνθρωπος που είμαι, τελικά!
     Η παρέα τους δεν άργησε να μεγαλώσει.
     - Από εδώ η κολλητή της αδερφής μου, μου είπε μια μέρα που τις τσάκωσα και τις τρεις να κουβεντιάζουν χαμηλόφωνα.
     Και για να μη διαμαρτυρηθώ, πρόσθεσε:
     - Μην ανησυχείς, είναι πολύ ήσυχη, ούτε που θα το καταλάβεις ότι είναι εδώ.
     Το μόνο που μπόρεσα να κάνω ήταν να αναστενάξω.
     Από τότε, αναστέναζα κάθε φορά που έβλεπα την παρέα τους να ενισχύεται με χήρες θείες, ορφανές ξαδέρφες, αδελφικές φίλες, κουμπάρες και κάθε λογής νέες, απρόσκλητες επισκέπτριες. Έπαψα πια να τις συναντώ τυχαία, τις συναντούσα κάθε μέρα, και κάθε μέρα μου φαινόταν ότι γίνονταν περισσότερες. Άρχισα να προσπαθώ διακριτικά να τις μετρήσω και να εκτιμήσω το μέγεθος της εισβολής. Αλλά ούτε μια φορά δεν τα κατάφερα, όλο και κάποια μου ξέφευγε. Και ξανάρχιζα το μέτρημα από την αρχή.
     Ίσως να είμαι υπερβολική, το ξέρω. Σε τελευταία ανάλυση, κανένας δεν κινδύνεψε από μερικές άσπρες τρίχες. Έλα, όμως, που τις βλέπω κάθε μέρα στον καθρέφτη!

Παρασκευή 21 Μαρτίου 2014

Φτου, ξελευτερία!


 

      - Εννέα εκατομμύρια εννιακόσιες ενενήντα εννέα χιλιάδες εννιακόσια ενενήντα έξι, εννέα εκατομμύρια εννιακόσιες ενενήντα εννέα χιλιάδες εννιακόσια ενενήντα επτά, εννέα εκατομμύρια εννιακόσιες ενενήντα χιλιάδες εννιακόσια ενενήντα οκτώ, εννέα εκατομμύρια εννιακόσιες ενενήντα εννέα χιλιάδες εννιακόσια ενενήντα εννέα, δέκα εκατομμύρια, φτου και βγαίνω!
     Το κοριτσάκι ξεκόλλησε το πρόσωπό του από τα χέρια του και τα χέρια του από τον τοίχο, όπου είχε ακουμπήσει για να τα φυλάξει. Έκανε μια γρήγορη περιστροφή γύρω από τον εαυτό του: δεν κουνιόταν τίποτα. Ωραία, λοιπόν, είχαν κρυφτεί όλοι. Έστρωσε το λουλουδάτο φορεματάκι του και το τίναξε να φύγουν οι σκόνες, έσφιξε λίγο ακόμη τις χοντρές πλεξούδες του και ξεκίνησε το ψάξιμο.
     Και να που δεν άργησε να βρει τον πρώτο:
     - Φτου, λουλούδια της αμυγδαλιάς!
     Και τα βιαστικά λουλούδια της αμυγδαλιάς έχασαν.
     - Θα σας βρω όλους, είπε το κοριτσάκι.
     Από παντού ακούγονταν ψίθυροι:
     - Τι έγινε; Τι έγινε;
     - Η Άνοιξη βρήκε τα λουλούδια της αμυγδαλιάς.
     - Ε, καλά να πάθει, αφού δεν μπορεί να κρατηθεί!
     - Πού είναι τώρα;
     - Σσσστ, ησυχία, πλησιάζει!
     - Μη με σπρώχνεις!
     - Αργούμε ακόμα; Έχω πιαστεί.
     - Φτου, φύλλα της μουριάς! ακούστηκε ξανά η Άνοιξη, καθώς εντόπισε δύο μικρά φυλλαράκια που μόλις είχαν αρχίσει να φαίνονται στον κορμό μιας μουριάς.
     - Τι έγινε; ξανάρχισαν οι ψίθυροι.
     - Βρήκε και τα φύλλα της μουριάς.
     - Αλήθεια; Κρίμα!
     - Ησυχία, θα μας ακούσει!
     - Πήγαινε πιο πέρα, με πατάς!
     - Εσύ να πας πιο πέρα, εδώ δε χωράμε όλοι.
     - Βρε παιδιά, κάντε ησυχία, θα μας βρει!
     - Φτου, φύλλα της πασχαλιάς! είπε χαρούμενη η Άνοιξη, που είχε βρει τα φύλλα της πασχαλιάς, που ξεμύτιζαν δειλά-δειλά.
     - Βρήκε και την πασχαλιά; ακούστηκε ένας ψίθυρος.
     - Ναι, την βρήκε, ησυχία!
     - Φτου, λουλούδια της γαζίας! ξαναείπε η Άνοιξη.
     - Φτου, φύλλα της μπουκαμβίλιας! ξαναείπε προτού προλάβουν να κρυφτούν τα κοκκινωπά φυλλαράκια μιας μπουκαμβίλιας.
     Και ένα και δυο, η Άνοιξη σιγά-σιγά τα ανακάλυψε όλα τα φύλλα και όλα τα λουλούδια. Και τώρα δεν έμενε κρυμμένο κανένα. Και η Άνοιξη χοροπηδούσε πέρα-δώθε και τραγουδούσε χαρούμενη, που κέρδισε και αυτό το κρυφτό.
     - Κέρδισα, κέρδισα! φώναζε. Σας βρήκα όλους, δε μου ξέφυγε κανένας!
     Και τότε ήταν που από την άκρη του ουρανού, πετώντας γρήγορα σαν αστραπή, έφτασε ένα χελιδόνι.
     - Φτου, ξελευτερία για όλους! φώναξε το χελιδόνι καθώς έσκιζε τον αέρα με την κομψή κορμοστασιά του.
     - Ζήτω! φώναξαν τα φύλλα και τα λουλούδια.
     Και η Άνοιξη έχασε. Και καθόλου δεν της άρεσε αυτό.
     - Παίζουμε ξανά; ρώτησε.
     - Του χρόνου πάλι! φώναξαν τα φύλλα και τα λουλούδια. Τώρα, δεν την ξαναπατάμε!

Δευτέρα 10 Μαρτίου 2014

Αδελφικοί ανταγωνισμοί



  

      - Είμαι ο καλύτερος, είπε ο Ιανουάριος, και χάιδεψε το περιποιημένο του γένι. Ο πιο έξυπνος, ο πιο όμορφος, ο πιο δυνατός.
     - Νομίζεις, του απάντησε αυθάδικα ο Μάρτιος.
     - Δε νομίζω, είμαι σίγουρος, ανταπάντησε εκείνος.
     - Εγώ, πάλι, γιατί νομίζω ότι είμαι πολύ καλύτερός σου; τον ρώτησε ο Μάρτιος και τον κοίταξε με περιφρόνηση.
     - Ε, εντάξει, παιδιά, καλοί είστε και οι δύο, είπε ο Φεβρουάριος, που εκείνη την ώρα έμπαινε κουτσαίνοντας στο δωμάτιο.
     - Εσένα δε σου πέφτει λόγος, του είπε ο Μάρτιος.
     - Μα δεν υπάρχει λόγος να τσακώνεστε.
     - Δε σε ρωτήσαμε.
     Ο Ιούνιος διέκοψε το διάβασμά του και έξυσε το ξανθό του κεφάλι.
     - Τι θα γίνει; ρώτησε. Πάλι θα φωνάζετε εσείς οι δύο; Προσπαθώ να συγκεντρωθώ και δε με αφήνετε!
     - Κάθε φορά η ίδια ιστορία, είπε και ο Οκτώβριος, καθώς χτένιζε τα πυκνά, καστανά του μαλλιά και θαυμαζόταν μπροστά στον καθρέφτη.
     - Μάθε, αγαπητέ μου, ότι δεν είσαι όσο δυνατός νομίζεις, συνέχισε ο Μάρτιος, αδιαφορώντας για τα σχόλια των υπολοίπων. Εγώ είμαι πολύ πιο δυνατός. Ή, μήπως νομίζεις ότι επειδή είσαι μεγαλύτερος είσαι και πιο δυνατός;
     - Δε νομίζω να χρειάζεται και απόδειξη για τη δύναμή μου, απάντησε ο Ιανουάριος και χασμουρήθηκε. Ποιος άλλος είναι τόσο δυνατός που να μπορεί να φυσάει τόσο παγωμένο αέρα; Ποιος άλλος είναι τόσο δυνατός, που να μπορεί να σφίγγει τα σύννεφα τόσο πολύ, ώστε να βγάζουν χιόνι;
     - Και σιγά μη δεν μπορεί και άλλος, είπε ο Μάρτιος. Και εγώ μπορώ να το κάνω αυτό.
     - Σιγά μην μπορείς, τον προκάλεσε ο Ιανουάριος.
     - Μπορώ, είπε ο Μάρτιος.
     - Μαμά, φώναξε ο Φεβρουάριος, ο Ιανουάριος και ο Μάρτιος πάλι τσακώνονται.
     Έφτασε και η Εποχή του Χειμώνα, φορώντας ένα χοντρό, μάλλινο φόρεμα.
     - Δεν ντρέπεσαι; ρώτησε το Μάρτιο. Ο Ιανουάριος είναι μεγαλύτερός σου, δείξε λίγο σεβασμό.
     - Εσύ να μην ανακατεύεσαι, και δεν είσαι η μάνα μου, της απάντησε αναιδώς ο Μάρτιος.
     - Εμ, βέβαια, αυτά είναι τα αποτελέσματα όταν το παιδί το αφήσεις πολύ ελεύθερο, είπε θυμωμένη η Εποχή του Χειμώνα: όταν μεγαλώνει δε σέβεται κανέναν!
     - Ο Μάρτιος είναι μια χαρά παιδί, είπε και η Εποχή της Άνοιξης, που μπήκε εκείνη την ώρα στο δωμάτιο, φορώντας ένα πολύχρωμο, λουλουδάτο φόρεμα. Ο Ιανουάριος είναι αυτός που έχει καβαλήσει το καλάμι.
     - Ο γιος μου είναι πρώτης τάξης, διαμαρτυρήθηκε η Εποχή του Χειμώνα. Ο δικός σου είναι ατίθασος και ασεβής.
     - Κορίτσια, ηρεμήστε, μπήκε στη μέση η Εποχή του Καλοκαιριού, φορώντας ένα ψάθινο καπέλο. Αφήστε τα παιδιά να βρουν την άκρη μόνα τους. Τι ανακατεύεστε; Μεγάλα παιδιά είναι.
     Οι δυο Εποχές σταμάτησαν και την κοίταξαν.
     - Μαμάκηδες! ακούστηκε από κάποιον - μάλλον ήταν ο Μάιος, που ήταν πολύ σκανταλιάρης.
     - Μαμά, άσε με να καθαρίσω μόνος μου, είπε στη μάνα του ο Ιανουάριος.
     - Μην ανακατεύεσαι, βρε μαμά, είπε και ο Μάρτιος στη δικιά του μάνα. Ξέρω εγώ πώς θα τον κάνω να παραδεχτεί το λάθος του.
     - Δεν είναι ωραίο πράγμα να τσακώνεστε πάντως, είπε η Εποχή του Καλοκαιριού. Τι παράδειγμα δίνετε στους μικρότερους; Εξάλλου, αδέρφια είστε. Μπορεί να έχετε διαφορετικές μανάδες, αλλά ο πατέρας σας είναι ο ίδιος.
     Αλήθεια, τι θα έλεγε ο Χρόνος αν τα μάθαινε αυτά; Τι θα έλεγε αν μάθαινε ότι οι γιοι του τσακώνονταν μεταξύ τους σαν τον σκύλο με τη γάτα; Σίγουρα δε θα το ενέκρινε. Α, όχι, εκείνος δεν τα σήκωνε αυτά. Θα τους τιμωρούσε αυστηρά, αν το μάθαινε. Θα τα έβαζε και με τις μανάδες τους, που τους έκαναν τα χατήρια και τους κακομάθαιναν.
     - Ο Μάρτιος να τ'ακούει αυτά, που με προκαλεί, είπε βαριεστημένα ο Ιανουάριος. Εγώ, έτσι κι αλλιώς, ξέρω τι αξίζω.
     - Πόσο στοίχημα πας ότι εγώ είμαι πιο δυνατός; είπε και ο Μάρτιος, που ήταν πολύ ξεροκέφαλος.
     - Όσο θες, είπε ο Ιανουάριος και κάθησε αναπαυτικά στον καναπέ. Αν αποδείξεις ότι είσαι πιο δυνατός, θα σε παραδεχτώ.
     - Θα δεις, λοιπόν, είπε ο Μάρτιος. Θα δεις ότι και εγώ είμαι δυνατός, θα δεις ότι και εγώ μπορώ να φυσάω παγωμένο αέρα, ότι και εγώ μπορώ να σφίξω τα σύννεφα μέχρι να βγάλουν χιόνι.
     - Μα τι λες, παιδί μου; μπήκε στη μέση η μαμά του. Σκέψου λίγο τα καημένα τα φυτά.
     - Δε με νοιάζει.
     - Σκέψου τα λουλούδια, που έχουν κιόλας μπουμπουκιάσει.
     - Δε με ενδιαφέρει.
     - Σκέψου τα καινούργια φυλλαράκια, που μόλις έχουν βγει και είναι ακόμα λεπτά και τρυφερά...
     - Ας πρόσεχαν... Λοιπόν, πάει το στοίχημα;
     - Πάει, είπε ο Ιανουάριος.
     - Τώρα θα δείτε όλοι πόσο δυνατός είμαι, είπε ο Μάρτιος.
     Και μια και δυο, άρχισε να φυσάει και να ξεφυσάει κρύο αέρα. Και έπιασε ένα σύννεφο και άρχισε να το ζουλάει. Και από την πολλή προσπάθεια το πρόσωπό του κοκκίνησε. Και τα ποντίκια του φούσκωσαν. Και όλο και πιο πολύ το έσφιγγε το καημένο το σύννεφο. Και τα φυτά το ένιωσαν ότι κάτι άλλαξε στον αέρα. Και μετάνιωσαν που φούσκωσαν τα μπουμπούκια τους και που έβγαλαν τα πρώτα τους φύλλα.
     Και ο Μάρτιος συνεχίζει να σφίγγει το σύννεφο. Και αν δεν βγάλει χιόνι δεν πρόκειται να το αφήσει από τα χέρια του. Θα του δείξει αυτός του Ιανουαρίου. Θα τους δείξει ολονών. Και η θερμοκρασία όλο και πέφτει.

Σάββατο 8 Μαρτίου 2014

Σαν ζάχαρη



      Ήταν μια φορά και έναν καιρό μια μικρή, όμορφη χώρα, όπου πάντα είχε ήλιο και ποτέ δεν έβρεχε. Οι κάτοικοί της ήταν πρόσχαροι και ευγενικοί, και είχαν ηλιοκαμένη επιδερμίδα και φωτεινό χαμόγελο.
     Σε αυτή τη χώρα, λοιπόν, έφτασε ένας πολύ περίεργος άνθρωπος. Και ήταν πολύ περίεργος, όχι επειδή ήταν κάτασπρος σαν το χιόνι, ούτε επειδή ήταν σοβαρός και αγέλαστος, αλλά επειδή φορούσε καπέλο και κρατούσε ομπρέλα.
     - Τι περίεργος άνθρωπος! είπαν όταν τον πρωτοείδαν. Και τι περίεργο πράγμα είναι αυτό που κρατάει!
     Από όπου περνούσε ο περίεργος άνθρωπος, όλοι γύριζαν και τον κοίταζαν, και στη συνέχεια τον σχολίαζαν μεταξύ τους. Μα, δεν ήταν πάρα πολύ άσπρο το δέρμα του; Εμ, φυσικά και ήταν, αφού ήταν συνέχεια καλυμμένος με εκείνο το τεράστιο καπέλο, που δεν το φορούσε στο κεφάλι, αλλά το κρατούσε σταθερά πάνω από αυτό. Τι περίεργο καπέλο, αλήθεια!
     Ο περίεργος άνθρωπος δεν πρόσεχε τα σχόλια, και συνέχιζε να κυκλοφορεί παντού κρατώντας την ανοιχτή του ομπρέλα. Δεν την έκλεινε ποτέ, ακόμα και σε εσωτερικούς χώρους την κρατούσε ανοιχτή.
     - Μήπως είναι μόδα στο εξωτερικό; αναρωτήθηκαν οι γυναίκες, που πάντα είχαν μια ευαισθησία σε αυτό το θέμα.
     - Σιγά, έλεγαν οι άντρες, τι μόδα και κουραφέξαλα; Ο τύπος είναι λοξός!
     Ο περίεργος άνθρωπος είχε κεντρίσει και το ενδιαφέρον των παιδιών, που ως γνωστόν είναι πολύ πιο εκδηλωτικά από τους μεγάλους.
     - Τι είναι αυτό που κρατάς; τον ρώτησε ένα παιδάκι μια μέρα που τον είδε στο πάρκο, καθισμένο σε ένα παγκάκι, να διαβάζει εφημερίδα.
     - Ομπρέλα, είπε ο περίεργος άνθρωπος και συνέχισε το διάβασμά του.
     Ομπρέλα! Η άγνωστη αυτή λέξη διέτρεξε τη χώρα από άκρη σε άκρη. Αλλά τίποτα δεν άλλαξε. Γιατί, λοιπόν, ο άνθρωπος αυτός δεν έκλεινε ποτέ αυτήν την ομπρέλα, να τον δει λίγο ο ήλιος, να πάρει λίγο χρωματάκι, που ήταν άσπρος σαν το χιόνι; Αλλά κανένας δεν του είπε τίποτα, και όλοι περιορίζονταν να τον κοιτάνε και να τον σχολιάζουν.
     - Τι τη θέλεις την ομπρέλα; τον ρώτησε το ίδιο παιδάκι, στο ίδιο πάρκο, μια άλλη μέρα, που ο περίεργος άνθρωπος καθόταν στο ίδιο παγκάκι και διάβαζε την εφημερίδα του.
     - Είναι για τη βροχή, είπε εκείνος και συνέχισε το διάβασμα.
     Για τη βροχή, λοιπόν! Ναι, αυτή τη λέξη την ήξεραν, είχαν διαβάσει ότι σε άλλες χώρες έβρεχε, δηλαδή έπεφτε νερό από τον ουρανό, σε αυτήν όμως τη χώρα ο ουρανός ήταν ολόστεγνος, μήπως θα έπρεπε να την κλείσει την ομπρέλα του; Καταντούσε γελοίο, μέχρι και μέσα στο θέατρο την κρατούσε ανοιχτή!
     Όμως εκείνος δεν άλλαζε τη συνήθειά του και συνέχιζε να κουβαλάει την ανοιχτή του ομπρέλα παντού.
     Πέρασε λίγος καιρός και ο περίεργος άνθρωπος με την ανοιχτή του ομπρέλα άρχισε να εκνευρίζει τους ηλιοκαμένους κατοίκους της ηλιόλουστης χώρας. Τελικά ήταν πολύ ψηλομύτης! Επέμενε να κρατάει την ομπρέλα του ανοιχτή, ίσα-ίσα για να ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους. Γιατί δεν την έκλεινε, επιτέλους;
     - Γιατί δεν την κλείνεις την ομπρέλα σου, άνθρωπέ μου; του φώναξε μια μέρα κάποιος που δεν μπόρεσε να κρατηθεί. Εδώ δεν βρέχει ποτέ, Π-Ο-Τ-Ε!
     Εκείνος δεν είπε τίποτα, και συνέχισε να περπατάει με την ανοιχτή του ομπρέλα.
     - Τι αναίσθητος! είπε μια γυναίκα που είδε την σκηνή. Ούτε που γύρισε να δει ποιος του μίλησε!
     Όμως, η αλήθεια είναι πως ο άνθρωπος με την ομπρέλα καθόλου αναίσθητος δεν ήταν. Το αντίθετο μάλιστα. Και ο μόνος λόγος που δεν είχε εξηγήσει σε κανέναν γιατί κρατούσε την ομπρέλα του ανοιχτή, ήταν επειδή η εξήγηση ήταν πολύ περίεργη: ο άνθρωπος με την ομπρέλα ήταν στην πραγματικότητα φτιαγμένος από ζάχαρη! Ναι, δεν αστειεύομαι, ήταν ολόκληρος φτιαγμένος από ζάχαρη, γι'αυτό και ήταν άσπρος σαν το χιόνι. Μέχρι και στις φλέβες του, ζαχαρόνερο έτρεχε. Γι'αυτό και φοβόταν υπερβολικά τη βροχή, και γι'αυτό και κρατούσε την ομπρέλα του μονίμως ανοιχτή.
     Μήπως, όμως, οι άνθρωποι γύρω του είχαν δίκιο; Μήπως έπρεπε να την κλείσει αυτήν την ομπρέλα; Όσο καιρό βρισκόταν σε αυτήν τη χώρα, δεν είχε βρέξει ούτε μια μέρα. Ο καιρός ήταν πάντα καλός και ο ήλιος έλαμπε κάθε μέρα. Δεν ήθελε και να προκαλεί... Και έτσι, τελικά την πήρε την απόφασή του. Και μια ωραία, ηλιόλουστη μέρα, όπως τόσες και τόσες άλλες που είχαν προηγηθεί, ο ζαχαρένιος άνθρωπος έκλεισε την ομπρέλα του.
     Η είδηση διέτρεξε τη χώρα από άκρη σε άκρη. Επιτέλους, ο περίεργος άνθρωπος έκλεισε την ομπρέλα, το είχε πάρει απόφαση. Ποτέ πια δεν θα ξανάβλεπαν την ανοιχτή ομπρέλα να κυκλοφορεί στον δρόμο. Από εδώ και πέρα, ο περίεργος άνθρωπος δε θα ξεχώριζε πια. Βέβαια, ήταν και αυτό το κάτασπρο χρώμα της επιδερμίδας του... αλλά κανείς δεν είναι τέλειος. Και η ζωή ξαναπήρε τους φυσιολογικούς της ρυθμούς.
     Ο ζαχαρένιος άνθρωπος συνήθισε γρήγορα χωρίς ομπρέλα και πολύ σύντομα άρχισε να την αφήνει στο σπίτι του. Ένας-ένας, οι άλλοι άνθρωποι άρχισαν να τον πλησιάζουν για να τον γνωρίσουν και σιγά-σιγά, απόκτησε πολλούς φίλους. Άρχισε να διασκεδάζει πάρα πολύ και κάθε τρεις και λίγο οι φίλοι του τον καλούσαν σε πάρτυ. Εκείνος αποφάσισε να ανταποδώσει τις τόσες περιποιήσεις και τους κάλεσε στο σπίτι του.
     - Ακόμα την έχεις αυτήν την ομπρέλα; τον ρώτησε ένας φίλος του, όταν την είδε ακουμπισμένη σε μια γωνία.
     Αλήθεια, τι την ήθελε ακόμα αυτήν την ομπρέλα; αναρωτήθηκαν και οι υπόλοιποι. Δεν είχε καταλάβει ότι σε εκείνη τη χώρα δεν έβρεχε ΠΟΤΕ;
     - Εντάξει, είπε εκείνος, θα την πετάξω.
     Και την πέταξε.
     Πέρασε καιρός, και η ζωή στη μικρή, όμορφη χώρα συνέχισε να κυλάει ήρεμα. Ο ήλιος έβγαινε κάθε πρωί και το φεγγάρι κάθε βράδυ, τα πουλιά κελαηδούσαν, τα λουλούδια άνθιζαν, τα παιδιά έπαιζαν, οι μεγάλοι δούλευαν...
     Ήρθε όμως μια μέρα διαφορετική από τις άλλες. Εκείνη τη μέρα σηκώθηκε δυνατός αέρας, τόσο δυνατός που έκανε τα πεσμένα φύλλα να χορεύουν και τα μακριά μαλλιά των κοριτσιών να μπερδεύονται. Αλλά και στον ουρανό τα πράγματα δεν ήταν καλύτερα. Σύννεφα μεγάλα και μικρά, παρασυρμένα από τον αέρα, γέμισαν τον ουρανό από άκρη σε άκρη. Και καθώς ο αέρας δεν σταματούσε, τα σύννεφα παρασύρονταν πότε από τη μια, πότε από την άλλη, και συγκρούονταν μεταξύ τους. Και από τις πολλές συγκρούσεις, δεν άργησαν να πέσουν οι πρώτες ψιχάλες.
     - Βρέχει! είπαν έκπληκτοι οι άνθρωποι.
     - Βρέχει! είπε έντρομος ο ζαχαρένιος άνθρωπος. Πού είναι η ομπρέλα μου;
     Αλλά την ομπρέλα του την είχε πετάξει, και άλλη ομπρέλα στη χώρα δεν υπήρχε. Και η βροχή συνεχιζόταν.
     - Πρέπει να γυρίσω στο σπίτι μου, είπε και άρχισε να τρέχει.
     - Πού πας; του φώναξαν οι φίλοι του.
     Αλλά εκείνος δεν είχε χρόνο ούτε να τους απαντήσει.
     Μια ολόκληρη μέρα ο αέρας συνέχισε να φέρνει σύννεφα στον άλλοτε γαλάζιο ουρανό, και το νερό συνέχισε να ποτίζει την άλλοτε ηλιόλουστη χώρα. Οι άνθρωποι γύρισαν στα σπίτια τους μούσκεμα. Τα σύννεφα δεν άφησαν το φεγγάρι να δει τις καμινάδες της χώρας, που κάπνιζαν, καθώς οι άνθρωποι είχαν ανάψει τα τζάκια τους για να στεγνώσουν τα βρεγμένα τους ρούχα.
     Την επόμενη μέρα ο ουρανός είχε ξαναβρεί το χρώμα του. Τα σύννεφα είχαν φύγει μακριά και ο αέρας δε φυσούσε πια. Οι άνθρωποι ξαναπήγαν στις δουλειές τους, στεγνοί και χαρούμενοι. Και όταν έφτασε το βράδυ, βγήκαν να διασκεδάσουν. Αλλά, πού ήταν ο φίλος τους; Μήπως ήταν άρρωστος; Αποφάσισαν να πάνε στο σπίτι του να τον βρουν.
     Το σπίτι του ήταν σκοτεινό, και τα παράθυρα ακόμα ανοιχτά. Άρχισαν να τον φωνάζουν, αλλά δεν πήραν καμιά απάντηση. Χτύπησαν την πόρτα πολλές φορές, αλλά δεν ήταν κανένας μέσα.
     - Λέτε να έφυγε; ρώτησε ένας.
     - Χωρίς να μας πει τίποτα; αναρωτήθηκε ένας άλλος.
     - Πάμε να φύγουμε, είπε ένας τρίτος.
     - Προσοχή να μην πατήσετε τα νερά, είπε και ένας τέταρτος.
     Και αλήθεια, εκεί μπροστά στην είσοδο του σπιτιού υπήρχε μια λακούβα γεμάτη νερό, που έλαμπε στο φως του φεγγαριού.
      - Ωχ, βράχηκα, είπε ένας που δεν πρόσεξε και πάτησε μέσα στο νερό.
     - Ας πρόσεχες! του είπαν οι άλλοι.
     Και κανείς δεν έμαθε ποτέ πως το νερό εκείνο ήταν γλυκό. Σαν ζάχαρη.

Κυριακή 2 Μαρτίου 2014

Βροχερής βόλτας συνέχεια

   Φαίνεται πως της άρεσε της πασχαλίτσας ο δυόσμος μου. Σήμερα την ξαναείδα, ακριβώς στην ίδια θέση με εχθές, να λιάζεται. Μήπως θέλει να γίνει η μασκότ της βεράντας;


Σημ: Η φωτογραφία είναι δικιά μου

Βροχερή βόλτα

 

      - Μα γιατί να μην πάω βόλτα; είπε η πασχαλίτσα.
     - Δεν είδες τι καιρό κάνει έξω; απάντησε η μαμά της.
     - Μα αφού μου το υποσχέθηκες! Είπες ότι όταν έρθουν τα γενέθλιά μου θα με αφήσεις να βγω μόνη μου! Ορίστε, τα γενέθλιά μου ήρθαν!
     - Ναι, αλλά τον είδες τον καιρό έξω; Κι αν χαθείς μέσα στην βροχή;
     - Δε θα χαθώ.
     - Άσε να φτιάξει ο καιρός και βγαίνεις τότε.
     - Μα σήμερα είναι τα γενέθλιά μου! Τότε γιατί το έφτιαξα το κόκκινο φόρεμα;
     - Είπα όχι! είπε η μαμά της, που είχε αρχίσει να εκνευρίζεται με την τόση επιμονή της μικρής.
     - Εγώ θα βγω!
     - Να κάτσεις εδώ! Αλλιώς θα το πω στον πατέρα σου.
     - Δε με νοιάζει, να το πεις σε όποιον θες!
     - Στο δωμάτιό σου είπα!
     Η πασχαλίτσα κατέβασε τις κεραίες της και πήγε στο δωμάτιό της. Τι αδικία να σου υπόσχονται κάτι και ύστερα να μη σου το δίνουν!
     Απ'έξω ακουγόταν το σιγανό τραγούδι της βροχής. Πλιτς! Πλιτς! Έπρεπε να βρέχει ακριβώς σήμερα; Σήμερα, που ήταν τα γενέθλιά της; Οι φίλες της, όλες είχαν πάει βόλτα μόνες τους, εκείνη πότε θα πήγαινε;
     - Θα το σκάσω, είπε με πείσμα. Θα κάνω μια μικρή βόλτα και κανείς δε θα το καταλάβει.
     Φόρεσε το κόκκινο φόρεμά της, κοίταξε να δει αν οι βούλες έπεφταν στα σωστά σημεία, και αφού είδε ότι όλα ήταν εντάξει, βγήκε προσεκτικά έξω.
     - Επιτέλους, ελεύθερη! είπε.
     Περπάτησε λίγο και αφού απομακρύνθηκε αρκετά από τη φωλιά της, άνοιξε τα φτερά της και άρχισε να πετάει. Γύρω της, ένας χορός από σταγόνες. Ευτυχώς, η βροχή δεν ήταν πολύ δυνατή. Η πασχαλίτσα ήταν πολύ προσεκτική και απόφευγε τις σταγόνες της βροχής με μαεστρία. Τι υπερβολική που ήταν η μαμά της! Ορίστε, αφού μια χαρά τα κατάφερνε. Τώρα θα είχε και εκείνη να πει στις φίλες της για την πρώτη της βόλτα.
     - Θα σκάσουν από τη ζήλια τους, σκέφτηκε. Καμιά τους δεν έχει κάνει βόλτα στη βροχή.
     Η βροχή γύρω της συνέχιζε το χορό της. Η πασχαλίτσα συνέχισε να αποφεύγει τις σταγόνες της για λίγο ακόμα. Όμως, ξαφνικά, η βροχή δυνάμωσε και οι σταγόνες πύκνωσαν και έγιναν μεγαλύτερες. Η πασχαλίτσα σκέφτηκε ότι είχε έρθει η ώρα να γυρίσει στο σπίτι της. Εκείνη ακριβώς την στιγμή μια σταγόνα έπεσε ακριβώς επάνω της και την έκανε να χάσει την ισορροπία της για λίγο.
     - Πάει το φόρεμά μου, βράχηκε, είπε στενοχωρημένη.
     Πλατς! Άλλη μια σταγόνα έπεσε επάνω της. Η πασχαλίτσα παρατρίχα να πέσει κάτω.
     - Πρέπει να γυρίσω στο σπίτι γρήγορα, σκέφτηκε.
     Αλλά προς τα πού ήταν το σπίτι της; Η πυκνή βροχή δεν την άφηνε να δει. Οι κεραίες της είχαν θολώσει. Με το ζόρι κατάφερε να φτάσει σε ένα μπαλκόνι και ίσα που πρόλαβε να ανέβει επάνω σε ένα φύλλο.
     - Θα περιμένω να σταματήσει η βροχή, είπε η πασχαλίτσα, που άρχισε να σκέφτεται ότι η μαμά της ίσως είχε δίκιο τελικά.
     Αλλά η βροχή δεν σταματούσε. Και έτσι η πασχαλίτσα έμεινε επάνω στο φύλλο. Και εκεί την είδα εγώ, το μεσημέρι που βγήκα στη βεράντα. Και το μόνο που μπόρεσα να της κάνω ήταν να μην την ταρακουνήσω πολύ, καθώς έκοβα τα αρωματικά φυλλαράκια του δυόσμου όπου καθόταν.


Σημ: Η φωτογραφία είναι δικιά μου