Σάββατο 24 Μαΐου 2014

Ένας χρόνος και μια μέρα




      Πέρασε κιόλας ένας χρόνος από όταν ξεκίνησα αυτό το μπλογκ, έτσι, για πλάκα, και από απλή περιέργεια. Κακώς, θα πει κάποιος, και οι Άγγλοι θα συμφωνήσουν. Η περιέργεια σκότωσε τη γάτα, θα πουν, καθώς θα βουτάνε το μπισκοτάκι τους στο αχνιστό τους τσάι.
     Η αλήθεια είναι ότι δεν ήξερα πώς θα πήγαινε, και ούτε φανταζόμουν ότι θα μπορούσα να συνεχίσω να γράφω επί έναν ολόκληρο χρόνο. Σκοπός μου ήταν να γράφω ιστορίες με έναυσμα μια λέξη. Μέγα λάθος! Μέχρι στιγμής, δεν έγραψα ούτε μία ιστορία με αυτόν τον τρόπο. Μετά σκέφτηκα ότι θα προτιμούσα να γράφω ιστορίες αστείες και περίεργες, ιστορίες μιας πειραγμένης καθημερινότητας, κάτι που από μόνο του αποκαλεί πρόκληση. Από αυτές έγραψα αρκετές.
     Βέβαια, δεν είναι εύκολο να δημουργείς ιστορίες με τα πιο απλά και τετριμμένα υλικά. Υπήρξαν πολλές στιγμές που το μυαλό μου κόλλησε, που δεν είχα καμιά ιδέα. Υπήρξαν στιγμές που δεν είχα όρεξη ούτε δύναμη να σκεφτώ. Όμως, υπήρχε και ένα ακόμα σοβαρότερο πρόβλημα: υπήρχαν και αναγνώστες. Και για το μεγαλύτερο μέρος αυτών ευθύνομαι εγώ η ίδια, αφού εγώ τους προσκάλεσα. Υπήρξαν όμως και κάποιοι άλλοι, που επισκέφτηκαν το μπλογκ με εντελώς δική τους πρωτοβουλία.
     Τώρα θα ακουστώ λίγο παλαβή, όμως η ύπαρξη αναγνωστών δημιουργεί πίεση. Πώς θα μπορούσα να αφήσω χωρίς καθόλου ιστορίες τον αναγνώστη που διαβάζει το μπλογκ μου μόλις μερικά λεπτά αφότου αναρτήσω κάποιο κείμενο; Πώς; Μήπως το μπλογκ μου αποτελεί μια αχτίδα φωτός στη ζωή αυτών των δύο, τριων, δέκα ανθρώπων; Και αν προστεθεί και ενδέκατος αναγνώστης τι θα κάνω; Και κάπου εδώ καβαλάς ένα καλάμι και αρχίζεις να καλπάζεις. Κλάπα κλοπ! Κλάπα κλοπ!
     Αν είναι κάτι που δε θέλω να κάνω, είναι να ψωνιστώ. Και αν είναι κάτι που θέλω να κάνω, είναι να έχω πολλές, πάρα πολλές, άπειρες ιδέες με ιστορίες για να τις μοιραστώ με αυτούς τους δύο, τρεις, δέκα ανθρώπους (ίσως και με τον ενδέκατο).
     Εύχομαι, λοιπόν, στο μπλογκ μου να συνεχίσει να τροφοδοτείται τακτικά με ιστορίες και με θετική ενέργεια, την οποία όλοι την έχουμε ανάγκη. Επίσης, του ζητάω να με συγχωρήσει που εχθές ξέχασα τα γενέθλιά του και του υπόσχομαι ότι θα προσπαθήσω να τα ξαναθυμηθώ του χρόνου, σε έναν χρόνο και μία μέρα από σήμερα. Και ίσως εκείνη τη μέρα, αντί ευχών, να έχω να του χαρίσω μια διασκεδαστική ιστορία.

Τρίτη 20 Μαΐου 2014

Ευφορία στην εφορία;

 

      Τι κάνουμε στην εφορία; Τακτοποιούμε τις οικονομικές μας υποθέσεις με το κράτος, θα πει κάποιος. Πληρώνουμε τις οφειλές μας, θα πει άλλος. Ταλαιπωρούμαστε, θα πει κάποιος τρίτος.
     Ο,τιδήποτε από αυτά σωστό είναι, φυσικά. Και, κυρίως, το τρίτο είναι που συμβαίνει συνήθως. Περιμένουμε σε τεράστιες ουρές, μέχρι να ανακαλύψουμε ότι μας έχουν υποδείξει λάθος, ξαναπεριμένουμε σε άλλες ουρές, ανεβαίνουμε σκαλιά, πηγαίνουμε από γραφείο σε γραφείο, μαζεύουμε υπογραφές και σφραγίδες, κάνουμε γνωριμίες...
     Μέρα εφορίας ήταν για εμένα σήμερα. Οπότε, ήμουν προετοιμασμένη για όλα τα παραπάνω. Επίσης, ήμουν προετοιμασμένη για ο,τιδήποτε θα μπορούσαν να μου ζητήσουν, προκειμένου να με εξυπηρετήσουν.
     Όμως, τελικά, δεν ήταν απλώς μια μέρα εφορίας, ήταν μια μέρα εκπαίδευσης. Έμαθα, λοιπόν, πολλά πράγματα.
     Πρώτα-πρώτα, έμαθα όλα τα προβλήματα υγείας των υπαλλήλων, μέχρι να αρχίσουν να εξυπηρετούν το κοινό. Έμαθα τι καιρό έκανε στον δρόμο της επιστροφής εχθές, για ποια προϊόντα φημίζονται κάποια μέρη της Ελλάδας και πόσοι ήταν οι υποψήφιοι στις εκλογές σε διάφορες περιφέρειες.
     Έμαθα τη διαφορά θεωρίας και πράξης, καθώς θεωρητικά η εξυπηρέτηση του κοινού ξεκινούσε στις 8, αλλά στην πράξη ξεκινούσε στις 8 και 10. Τι περίμενα κι εγώ, στην Αγγλία ήμαστε;
     Άλλο πράγμα που έμαθα ήταν ότι το να πάρεις μια απάντηση σε μια ερώτηση δε σημαίνει ότι έλυσες και το πρόβλημά σου. Ανακάλυψα ότι τελικά μάλλον είναι υποχρεωτικό να περιμένεις αρχικά σε λάθος ουρά, προτού σε στείλουν στη σωστή, και ότι αυτό μπορεί να συμβεί πάνω από μία φορά.
     Έμαθα για πολλοστή φορά πόσο αποδοτικό είναι το σύστημα της παράκαμψης της ουράς μέσω μιας αρχικής ερώτησης, η οποία ακολουθείται από καταιγισμό ερωτήσεων, επίδειξη διαφόρων άσχετων χαρτιών και άφθονη ροή δακρύων. Φυσικά, βοηθάει αν είσαι μεγάλης ηλικίας.
     Έκανα μία επιθεώρηση όλων των χώρων της εφορίας, καθώς πήγαινα από γραφείο σε γραφείο, και βρήκα ότι οι χώροι παραμένουν οι ίδιοι. Στις διαδρομές μου μέσα στο κτίριο συναντήθηκα αρκετές φορές με τους ίδιους ανθρώπους, πράγμα που με έκανε να αισθανθώ μια οικειότητα με το χώρο. Ένιωσα μια απέραντη αγάπη για όλους τους ομοιοπαθείς.
     Επίσης διαπίστωσα ότι υπάρχουν πολλοί άνθρωποι στον κόσμο που μοιάζουν με καρτούν και ότι, απ'ό,τι φαίνεται, η εφορία έχει προσλάβει ένα σημαντικό αριθμό τέτοιων ανθρώπων, γεγονός που με έκανε να διασκεδάσω πολύ. Παρατήρησα ότι τα πάντα λειτουργούν σαν ένα καλοκουρδισμένο ρολόι του προηγούμενου αιώνα, που είναι γεμάτο ελατήρια και γρανάζια, τα περισσότερα από τα οποία έχουν σπάσει.
     Τέλος, αποδείχτηκε ότι τελικά μπορείς να ξεμπερδέψεις από την εφορία σε λιγότερο από μία ώρα, αν είσαι από τους πρώτους φορολογούμενους που θα πάνε το πρωί, και αν τη συγκεκριμένη μέρα η εφορία δεν παρουσιάζει ιδιαίτερη κίνηση. Και όχι μόνο αυτό, αλλά μπορείς να ξεμπερδέψεις παίρνοντας και επιστροφή χρημάτων!
     Ύστερα από όλα αυτά, φεύγοντας από την εφορία, δεν μπόρεσα τελικά να μην αισθανθώ μια μεγάλη ευφορία!

Σάββατο 17 Μαΐου 2014

Απρόσμενος ακροβάτης



      Ε, λοιπόν, όσο περίεργο κι αν φαίνεται, σήμερα ήμουν στενοχωρημένη. Δηλαδή, περισσότερο στενοχωρημένη ήμουν εχθές, αλλά και σήμερα δε θα έλεγα ότι πετούσα από τη χαρά μου.
     Η μέρα δεν είχε τίποτα το ιδιαίτερο. Η αλήθεια είναι ότι βαριόμουν κιόλας. Βέβαια, πρέπει να το πω αυτό, από μόνη της η μέρα δεν είχε τίποτα το δυσάρεστο. Ο ουρανός ήταν καθαρός, είχε ήλιο, η θερμοκρασία ήταν ιδανική, όλα καλά ήταν. Τι να το κάνεις, όμως, όταν το εσωτερικό σου μικροκλίμα έχει διαταραχτεί;
     Ίσως γι'αυτό, λοιπόν, το σύμπαν φρόντισε να με διασκεδάσει. Και σκέφτηκε να μου στείλει έναν ακροβάτη.
     Ναι, ξέρω, ακούγεται τρελλό - ακροβάτης κατ'οίκον; -, όμως έτσι έγινε. Για να τον δω δεν χρειάστηκε να φύγω από το σπίτι μου. Δεν χρειάστηκε να στηθώ σε κάποια ουρά για να βγάλω εισιτήριο. Δεν χρειάστηκε καν να βγάλω εισιτήριο. Δεν χρειάστηκε να στριμωχτώ σε άβολα καθίσματα και να υποστώ ψηλούς που δε σε αφήνουν να δεις, χοντρούς που σε στριμώχνουν απειλητικά, ενοχλητικούς - γενικά - θεατές.
     Το μόνο που χρειάστηκε ήταν να βάλω μπουγάδα.
     Τώρα - θα πει κανείς - μας δουλεύεις. Τι χρειαζόταν η μπουγάδα, για να στήσεις το σκοινί για τον ακροβάτη;
     Α, όχι, δεν χρειάστηκε να του δώσω σκοινί, είχε το δικό του. Και μάλιστα ήταν ιδιαίτερα μακρύ, και από νήμα πολύ ανθεκτικό και ελαφρύ ταυτόχρονα.
     Αν χρειάστηκε να βάλω μπουγάδα, ήταν επειδή θα έπρεπε να την απλώσω. Και ακόμα περισσότερο, ήταν επειδή στη συνέχεια θα έπρεπε να την μαζέψω.
     Επειδή τότε τον είδα. Και τότε έκανε το νούμερό του.
     Η αλήθεια είναι, βέβαια, ότι στην αρχή τρόμαξα λίγο. Ήταν που δεν περίμενα να τον δω. Επιπλέον, στην αρχή δεν κατάλαβα ότι επρόκειτο για ακροβάτη. Θεώρησα ότι ήταν απλώς ένας απρόσκλητος επισκέπτης. Και εκείνος τρόμαξε, για να πούμε και του στραβού το δίκιο. Ούτε εκείνος περίμενε να με δει. Και ας ήταν με δική του πρωτοβουλία που συναντηθήκαμε.
     Το αρχικό σάστισμα κράτησε πολύ λίγο. Μέχρι να συνειδητοποιήσω περί τίνος επρόκειτο, ο ακροβάτης έριξε το σκοινί του και μετεωρίστηκε κάτω από την κρεμασμένη μου μπουγάδα. Ο άνεμος φυσούσε ελαφρά και το σκοινί με τον ακροβάτη χόρευε απαλά. Ίσα που πρόλαβα να δω το νούμερο. Ύστερα ο ακροβάτης εξαφανίστηκε.
     Προσπάθησα να δω πού είχε πάει. Δεν κατάφερα να δω τίποτα. Ούτε το σκοινί του φαινόταν, ούτε εκείνος. Και εγώ έμεινα με την απορία: άραγε, αφέθηκε να παρασυρθεί από τον αέρα, ή απλώς πήδηξε στο κενό;
     Ποτέ δε θα μάθω τι απέγινε εκείνη η μικρή, γκρίζα αραχνούλα...

Κυριακή 11 Μαΐου 2014

Μητρικοί διάλογοι

    

      - Ο γιατρός θα σας δεχτεί σε λίγο, είπε η νοσοκόμα στην κοκκινομάλλα.
     Εκείνη χαμογέλασε και, ασυνείδητα, χάιδεψε τη φουσκωμένη της κοιλιά.
     - Κι εσύ στο μήνα σου είσαι; τη ρώτησε η γκριζομάλλα, που καθόταν δίπλα της.
     - Ναι, είπε και ξαναχαμογέλασε.
     - Έχεις δει το φύλο; ξαναρώτησε η γκριζομάλλα.
     - Όχι, είπε εκείνη. Με τον άντρα μου αποφασίσαμε ότι δε μας ενδιαφέρει το φύλο. Τι αγόρι, τι κορίτσι, ίδια είναι και τα δύο. "Γερά να'ναι, κι ό,τι να'ναι", έτσι δε λένε;
     - Έτσι είναι, είπε και η άλλη. Εγώ έχω κι από τα δύο και, σε βεβαιώνω, δεν έχουν καμία διαφορά. Είτε αγόρια είτε κορίτσια, τα παιδιά είναι παίδεμα.
     - Α, έχεις κι άλλα παιδιά; ρώτησε η κοκκινομάλλα.
     - Ναι, τέσσερα.
     - Τέσσερα; Μπράβο, να σου ζήσουν!
     - Ευχαριστώ. Εσένα είναι η πρώτη σου εγκυμοσύνη;
     - Ναι.
     - Έχεις άγχος;
     - Ε, όσο να'ναι...
     - Έτσι έχουμε όλες. Η αλήθεια είναι ότι είναι μια δύσκολη εμπειρία, αλλά το αποτέλεσμα πάντα σε αποζημιώνει.
     - Ναι... είπε η κοκκινομάλλα, αλλά δε φάνηκε να το πολυπιστεύει.
     - Έτσι είναι, θα το δεις, είπε η γκριζομάλλα και πάλι.
     - Ο άντρας σου πώς την αντιμετωπίζει την εγκυμοσύνη σου; ρώτησε η κοκκινομάλλα για να αλλάξει λίγο συζήτηση.
     - Τι πρόβλημα να'χει εκείνος; Άσε που είναι ναυτικός και ταξιδεύει συνέχεια. Πολύ σπάνια τον βλέπω.
     - Αλήθεια; Και πώς μπορείς;
     - Αχ, φιλενάδα, οι άντρες είναι μπελάς, όλες το ξέρουν. Καλύτερα να τον βλέπω αραιά και πού παρά να τον έχω συνέχεια στα πόδια μου.
     - Δε συμφωνώ, είπε η κοκκινομάλλα.
     - Άσε με να μαντέψω: νιόπαντρη;
     Η κοκκινομάλλα κατέβασε ντροπαλά το κεφάλι.
     - Έτσι εξηγείται, είπε η γκριζομάλλα. Κάτσε να περάσει λίγος καιρός και τα ξαναλέμε.
     - Δε νομίζω να αλλάξω γνώμη, απάντησε η κοκκινομάλλα. Με τον άντρα μου αγαπιόμαστε πολύ και δεν αντέχει ο ένας μακριά από τον άλλο.
     - Ναι, πετάχτηκε και μια μαυρομάλλα με μια άσπρη τούφα, που επίσης περίμενε το γιατρό, το έχουμε υπόψη μας. Όλη η γειτονιά έχει να το λέει: τον Ιανουάριο δεν μπορούσαμε να κλείσουμε μάτι από τη φασαρία που κάνατε.
     - Ε, άμα ευχαριστιέσαι, πρέπει και να το δείχνεις...
     - Κι άλλοι ευχαριστιούνται, αλλά δεν το κάνουνε θέμα... μουρμούρισε η μαυρομάλλα.
     Η κοκκινομάλλα την αγνόησε.
     - Και πού είναι τώρα ο άντρας σου; τη ρώτησε η γκριζομάλλα.
     - Α, έχει πάει να δει τη μάνα του, που είναι άρρωστη.
     - Και δεν μπορούσε να έρθει μαζί σου στο γιατρό;
     - Ξέρεις, η μάνα του ζει στην Άγκυρα.
     - Τούρκος είναι;
     - Ναι.
     - Α, δε μου αρέσουν καθόλου οι Τούρκοι. Είναι πολύ τριχωτοί.
     - Δεν έχεις δίκιο, απάντησε η κοκκινομάλλα. Η τρίχα στον άντρα είναι σέξι.
     Η γκριζομάλλα δεν είπε τίποτα. Είναι πασίγνωστο ότι οι κοκκινομάλλες φημίζονται για το φλογερό τους ταμπεραμέντο. Εξάλλου, περί ορέξεως...
     - Ο γιατρός θα σας δεχτεί τώρα, είπε η νοσοκόμα στην κοκκινομάλλα, που σηκώθηκε με κόπο.
     - Αν δε σε ξαναδώ, καλή λευτεριά, της είπε η γκριζομάλλα.
     - Επίσης, απάντησε εκείνη.
     Και μπήκε στο γραφείο του γιατρού, κουνώντας την όμορφη ουρά της.
       
      Αρκετές εβδομάδες αργότερα, οι δυο τους ξανασυναντήθηκαν.
          - Πόσο δίκιο είχες! είπε η κοκκινομάλλα στην γκριζομάλλα. Ζωή να'χουνε, μου έχουν βγάλει το λάδι τα παιδιά μου.
     - Και πού είσαι ακόμη, της είπε η γκριζομάλλα. Περίμενε να μπούνε στην εφηβεία και θα δεις.
     - Μα ήδη έχουν μπει, είπε η κοκκινομάλλα. Ξεχνάς πόσος καιρός πέρασε από όταν συναντηθήκαμε στο γιατρό;
     - Α, ναι, δίκιο έχεις, είπε και η γκριζομάλλα. Και τα δικά μου τα κυνηγάω όλη την ώρα. Πού πας παιδί μου; φώναξε σε ένα γκρίζο γατάκι, που εκείνη την ώρα περνούσε τον δρόμο.
     - Πάω βόλτα με τους φίλους μου, είπε εκείνο.
     - Να προσέχεις στον δρόμο, οι οδηγοί τρέχουν...
     - Ναι, καλά, το ξέρω, μου το έχεις ξαναπεί. Δεν μπορείς να καταλάβεις ότι έχω μεγαλώσει πια;
     - Και πειράζει που νοιάζομαι για εσένα;
     - Δεν χρειάζεται, προσέχω.
     - Αχ, αυτό το παιδί θα με πεθάνει, είπε η γκριζομάλλα. Και πού θα πάτε;
     - Όπου θέλουμε, να μη σε νοιάζει! της είπε αυθάδικα εκείνο.
     - Να προσέχεις, παιδί μου, μην πλησιάζεις τους αγνώστους και μην τυχόν και κανένας σου δώσει τίποτα να φας και το πάρεις, κυκλοφορούν και φόλες, με ακούς, παιδί μου; Να προσέχεις, είπα!
     - Ωχ, βρε μαμά! είπε το γατάκι καθώς απομακρυνόταν βιαστικά.
     - Έτσι είναι, αναστέναξε η γκριζομάλλα. Τα γεννάς, τα μεγαλώνεις, και όλα αυτά γιατί;
     - Το αποτέλεσμα σε αποζημιώνει, μου είχες πει τότε στο γιατρό, είπε η κοκκινομάλλα. Εξάλλου, και εμένα τα ίδια μου κάνουν, μην ανησυχείς.
     - Σιγά την αποζημίωση, είπε η γκριζομάλλα. Και ύστερα σου λένε ότι μάνα είναι μόνο μία.
     Η κοκκινομάλλα δεν είπε τίποτα. Το ίδιο σκεφτόταν και εκείνη.
     Ξαφνικά, στην άκρη του δρόμου εμφανίστηκε το γκρίζο γατάκι. Ερχόταν τρέχοντας, λες και κάποιος το κυνηγούσε.
     - Το παιδί μου, είπε η γκριζομάλλα, ποιος το κυνηγάει το παιδί μου;
     - Μαμά! φώναξε εκείνο. Μαμά!
     Γεμάτη αγωνία έτρεξε προς το μέρος του. Και μόλις πλησίασε, το γατάκι έπεσε επάνω της.
     - Νιάου, της είπε ναζιάρικα, συγγνώμη που το ξέχασα. Χρόνια πολλά, μαμά!
     Και με τη ροζ γλωσσίτσα του άρχισε να της γλείφει το πρόσωπο.
     - Σε ευχαριστώ, παιδάκι μου, είπε συγκινημένη η γκριζομάλλα.
     Γύρισε προς την κοκκινομάλλα.
     - Είδες, λοιπόν, που είχα δίκιο; της είπε. Το αποτέλεσμα σε αποζημιώνει!