Παρασκευή 13 Ιουνίου 2014

Αποκαθιστώντας την αλήθεια


     Από μικρή μου άρεσαν ιδιαίτερα κάποιοι μύθοι. Ο μύθος του πύργου της Βαβέλ ήταν ένας από αυτούς. Θύμωνα κιόλας, που ο Θεός είχε κάνει τους ανθρώπους να μιλούν τόσες διαφορετικές γλώσσες και σκεφτόμουν πόσο καλύτερα θα ήταν όλα, αν υπήρχε μόνο μία ομιλούμενη γλώσσα. Μεγαλώνοντας, βέβαια, κατάλαβα ότι ακόμα και στην ίδια γλώσσα χωράνε ουκ ολίγες παρανοήσεις...
     Το γεγονός είναι, πάντως, ότι ο μύθος κάτι μου έλεγε. Και πολύ το έψαξα το θέμα. Και τελικά ανακάλυψα ότι η πραγματική ιστορία είναι αρκετά διαφορετική.
     Η Βαβέλ, λοιπόν, ήταν μια κοπέλα με μαύρα, σγουρά μαλλιά, ρόδινα μάγουλα και δύο μάτια διαφορετικών χρωμάτων. Το ένα της μάτι ήταν τσαχπίνικο και καστανό, το άλλο της μάτι ήταν αθώο και γαλάζιο. Η Βαβέλ ήταν μοναχοκόρη ενός πλούσιου άρχοντα, που την είχε μην βρέξει και μην στάξει. Για τα ρούχα της της αγόραζε τα πιο φίνα υφάσματα και τα παπούτσια της ήταν από τα πιο μαλακά δέρματα.
     Ο άρχοντας υπεραγαπούσε την κόρη του, και όσο εκείνη μεγάλωνε τόσο εκείνος θλιβόταν που θα ερχόταν η ώρα να την αποχωριστεί, όταν εκείνη θα παντρευόταν. Με τρόμο σκεφτόταν την ώρα που κάποιο νέο και γεροδεμένο παληκάρι θα έβαζε τη Βαβέλ στα καπούλια του δυνατού του αλόγου, και καλπάζοντας γοργά θα την έπαιρνε μακριά.
     - Τι να κάνω, σκεφτόταν, για να την κρατήσω για πάντα κοντά μου;
     Και πολύ στενοχωριόταν που δεν έβρισκε λύση στο πρόβλημά του.
     Όμως, ένα βράδυ, εκεί που κοιμόταν, ο άρχοντας την βρήκε τη λύση: θα έφτιαχνε έναν πύργο για την κόρη του, και θα της τον έδινε για προίκα. Και ο πύργος θα ήταν τόσο ωραίος, που κανένας δε θα ήθελε να τον αποχωριστεί. Έτσι, ακόμα και όταν παντρευόταν, η κόρη του θα έμενε στον πύργο της και δε θα έφευγε ποτέ μακριά.
     Πολύ χαρούμενος με την ιδέα του, ο άρχοντας πήγε σε έναν αρχιτέκτονα.
     - Θέλω να μου σχεδιάσεις τον πιο όμορφο πύργο που μπορείς, του είπε. Θέλω τα καλύτερα υλικά. Για τα λεφτά μη σε νοιάζει, υπάρχουν άφθονα.
     Το επιχείρημα αυτό ήταν αρκετό για να δώσει κίνητρο στον αρχιτέκτονα, και εκείνος άρχισε να σχεδιάζει μανιωδώς. Και σχεδίασε έναν πύργο πανέμορφο, που όμοιός του δεν υπήρχε πουθενά. Σχεδίασε μαρμάρινες σκάλες, και πόρτες ξυλόγλυπτες, και όμορφες καμάρες, και μεγάλα παράθυρα, και ισχυρές επάλξεις, και δροσερά κελάρια, και ψηλοτάβανες, ευρύχωρες αίθουσες χορού, και φωτεινά δωμάτια, και εξώστες με απαράμιλλη θέα... Και όταν το είδε το σχέδιο ο άρχοντας, δάκρυσε από τη χαρά του. Και έδωσε τη συγκατάθεσή του, και πολλά σακιά με χρυσά φλουριά, για να ξεκινήσουν οι εργασίες.
     - Σε πόσο καιρό θα τελειώσει; ρώτησε τον αρχιτέκτονα.
     - Σε τρία χρόνια, του είπε εκείνος.
     Και ο αρχιτέκτονας προσέλαβε έναν εργολάβο. Και του έδωσε τα σχέδια και του είπε να αναλάβει το έργο. Και του έδωσε πολλά σακιά με φλουριά, για να φτιάξει εκείνον τον καταπληκτικό πύργο.
     Και ο εργολάβος ξεκίνησε. Όμως, σκέφτηκε να κάνει οικονομία, για να του περισσέψουν περισσότερα φλουριά. Και γιατί να βάλει τα καλύτερα μάρμαρα ή τα καλύτερα ξύλα ή τις καλύτερες πέτρες, αφού μπορούσε να χρησιμοποιήσει και πιο φτηνά υλικά; Έτσι κι αλλιώς, το σχέδιο παρέμενε το ίδιο.
     Και προσέλαβε και εργάτες, για να κάνουν τη δουλειά. Αλλά δεν πήρε όποιους κι όποιους, πήρε εργάτες ανειδίκευτους. Και δεν τους προσέλαβε με κανονικό μισθό και ασφάλιση, όχι, τους προσέλαβε δίνοντάς τους από ένα χρυσό φλουρί στον καθένα. Τι να τα κάνουν, εξάλλου, τα πολλά φλουριά άνθρωποι που δεν είχαν χαρτιά και κρύβονταν και από την αστυνομία;
     Βέβαια, υπήρχε κι ένα μικρό πρόβλημα. Οι άνθρωποι αυτοί ήταν από διαφορετικές χώρες και δε μιλούσαν την ίδια γλώσσα. Έτσι, η συνεννόηση ήταν δύσκολη. Και έγιναν πολλά λάθη στο ανακάτεμα της λάσπης, και στο χτίσιμο και στα πάντα.
     Πέρασαν τα τρία χρόνια και ο άρχοντας πήγε στον αρχιτέκτονα.
     - Έτοιμος ο πύργος; ρώτησε.
     - Έτοιμος ο πύργος; ρώτησε ο αρχιτέκτονας τον εργολάβο.
     Όχι, δεν ήταν έτοιμος ο πύργος. Το έδαφος είχε αποδειχτεί πολύ σκληρό και είχαν καθυστερήσει πολύ για να σκάψουν τα θεμέλια. Επιπλέον, χρειάζονταν κι άλλα φλουριά, επειδή είχαν σπάσει όλες οι τσάπες.
     - Πόσο καιρό ακόμα; ρώτησε ο άρχοντας.
     - Πόσο καιρό ακόμα; ρώτησε ο αρχιτέκτονας.
     Άλλα τρία χρόνια. Αφού το έργο ήταν ακόμα στα θεμέλια. Και, να μην ξεχνάμε, χρειάζονταν και άλλα φλουριά.
     Στο μεταξύ, η Βαβέλ, μεγάλωνε και ομόρφαινε, και ένα-ένα, άρχισαν να έρχονται προξενιά από όλα τα γύρω βασίλεια. Τα καλύτερα παληκάρια διεκδικούσαν τις μεταξένιες της μπούκλες, τα δίχρωμά της μάτια και τα ροδαλά της μάγουλα. Ήταν όλοι τους ένας κι ένας. Και η Βαβέλ δυσκολεύτηκε πολύ μέχρι διαλέξει ποιον θα παντρευόταν.
     - Μόνο πως ο γάμος δεν μπορεί να γίνει ακόμη, είπε ο άρχοντας στον τυχερό. Θα πρέπει πρώτα να τελειώσει ο πύργος.
     - Σε πόσο καιρό; ρώτησε εκείνος.
     - Σε τρία χρόνια, απάντησε ο άρχοντας.
     Και ο γαμπρός έφυγε με την υπόσχεση να γυρίσει σε τρία χρόνια. Και η Βαβέλ άρχισε να υφαίνει το πέπλο του νυφικού της, όπως ήταν το έθιμο σε εκείνα τα μέρη. Και ο εργολάβος συνέχισε τις εργασίες.
     Και πέρασαν κι άλλα τρία χρόνια. Και ο γαμπρός επέστρεψε. Αλλά ο πύργος δεν ήταν έτοιμος.
     - Τι πρόβλημα υπάρχει; ρώτησε ο άρχοντας.
     - Τι πρόβλημα υπάρχει; ρώτησε ο αρχιτέκτονας.
     Υπήρχαν κάτι κατασκευαστικά λάθη που είχε χρειαστεί να διορθωθούν, κάποιες πόρτες που δεν είχαν μπει, κάποια παράθυρα που είχαν μπει εκεί που δεν έπρεπε να μπουν, κάποιοι τοίχοι που είχαν γκρεμιστεί, καθώς δεν είχε φτιαχτεί σωστά η λάσπη. Στο μεταξύ, είχαν ακριβύνει και τα υλικά και χρειάζονταν κι άλλα φλουριά.
     - Πόσο καιρό ακόμα; ρώτησε ο άρχοντας.
     - Πόσο καιρό ακόμα; ρώτησε ο αρχιτέκτονας.
     Άλλα τρία χρόνια. Υπήρχαν ακόμα πολλά να γίνουν. Και, να μην ξεχνάμε, χρειάζονταν και άλλα φλουριά.
     Και ο άρχοντας έδωσε κι άλλα φλουριά, και οι εργασίες συνεχίστηκαν και η Βαβέλ συνέχισε να υφαίνει το πέπλο του νυφικού της, και επειδή της είχε τελειώσει το μετάξι χρειάστηκε να της φέρουν κι άλλο.
     Και πέρασαν άλλα τρία χρόνια και ο γαμπρός ξαναγύρισε. Αλλά πάλι ο πύργος δεν ήταν έτοιμος. Και πάλι είχαν υπάρξει προβλήματα στην κατασκευή και πάλι χρειάστηκαν κι άλλα φλουριά και πάλι δόθηκε παράταση. Και η Βαβέλ συνέχισε να υφαίνει και τώρα το πέπλο της είχε γίνει πάρα πολύ μακρύ.
     Και ούτε ύστερα από άλλα τρία χρόνια είχε ετοιμαστεί ο πύργος. Και τη Βαβέλ είχε αρχίσει να την πονάει η πλάτη της από τον αργαλειό, αλλά συνέχιζε να υφαίνει, αφού έτσι ήταν το έθιμο. Και ο γαμπρός ξαναγύρισε άπραγος στο σπίτι του. Και ο άρχοντας έδωσε κι άλλα φλουριά για να συνεχιστεί ο πύργος, που τώρα είχε φτάσει στον πρώτο όροφο, αλλά συνέχεια παρουσίαζε κακοτεχνίες που έπρεπε να διορθωθούν. Και ακρίβαιναν και τα υλικά...
     Και πέρασαν πολλά χρόνια ακόμη. Και ο γαμπρός ήρθε και έφυγε πολλές φορές. Και άρχισε να κουράζεται από το πήγαινε-έλα. Και τη Βαβέλ την πονούσε η πλάτη της, αλλά εκείνη συνέχιζε να υφαίνει. Και το πέπλο της είχε γίνει τόσο μακρύ, που έφτανε για να τυλίξει γύρω-γύρω όλο το βασίλειο, μαζί με τον πύργο, που ακόμα δεν είχε τελειώσει. Και ο άρχοντας συνέχισε να δίνει φλουριά για να συνεχιστεί το έργο.
     Και πέρασαν κι άλλα χρόνια. Και τα μαλλιά του γαμπρού ασπρίσανε και άρχισαν να τον πονάνε οι κλειδώσεις του. Και δεν μπορούσε πια να ανεβαίνει στο άλογο. Και της Βαβέλ η πλάτη πιάστηκε τελείως και άρχισε να καμπουριάζει και να μην βλέπει και τόσο καλά. Και ο πύργος ακόμα δεν είχε τελειώσει. Και ο άρχοντας άρχισε να αναρωτιέται πώς με τόσα φλουριά που είχε δώσει δεν είχε καταφέρει να φτιάξει ακόμα εκείνον τον πύργο. Και αποφάσισε ότι ίσως θα έπρεπε να το πάρει απόφαση ότι η Βαβέλ θα έφευγε μακριά.
     Και έδωσε τη συγκατάθεσή του για να γίνει ο γάμος, και ο γαμπρός έφτασε με μια άμαξα και η νύφη χρειάστηκε όλες τις κοπέλες του βασιλείου για να της κρατάνε το πέπλο. Και έγινε ο γάμος, αλλά ο γαμπρός και η νύφη δεν χόρεψαν στη δεξίωση, λόγω ρευματισμών. Και ύστερα, το ευτυχές ζευγάρι έφυγε για την πατρίδα του γαμπρού.
     Και έμεινε ο άρχοντας στενοχωρημένος και ο πύργος ατελείωτος.
     Και έζησαν αυτοί καλά και ο εργολάβος καλύτερα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

To comment or not to comment? That is the question