Κυριακή 31 Ιουλίου 2016

Αιώνιο καλοκαίρι

     Κάθομαι στη βεράντα μου και απολαμβάνω το καλοκαιράκι. Είναι μία από τις αγαπημένες μου εποχές, από όταν ήμουν παιδί, τότε που καλοκαίρι σήμαινε ατέλειωτα παιχνίδια, και παγωτά, και ρακέτες στον δρόμο, και μπάνια στη θάλασσα και βόλτες με το ποδήλατο...
     Νιώθω ευλογημένη που ζω σε μια χώρα όπου το καλοκαίρι κάνει τόσο έντονη την παρουσία του, που δεν είναι υποτονικό και μη μου άπτου, αλλά δυναμικό και ρωμαλέο. Το γέλιο του καλοκαιριού δεν είναι απαλό, δεν είναι μειδίαμα σαν της Τζοκόντας, είναι γέλιο γάργαρο σαν κελαρυστό ρυάκι και τόσο τρανταχτό, που δεν μπορείς να το αγνοήσεις. Και ορίστε, και τώρα αυτό κάνει το καλοκαίρι. Γελάει, γελάει με την καρδιά του και ο ήχος του γέλιου του μοιάζει εκπληκτικά με τον ήχο των τζιτζικιών, που ακούγεται παντού.
     Και, αλήθεια, δεν υπάρχει άλλος ήχος από τον ήχο των τζιτζικιών, πιο άρρηκτα συνδεδεμένος με το καλοκαίρι. Είναι και η θάλασσα, βέβαια, που τα κύματά της σκάνε στην παραλία χαϊδευτικά και παιχνιδιάρικα και όχι θυμωμένα και άγρια, όπως το χειμώνα, αλλά τα τζιτζίκια είναι, όπως και να το κάνουμε, οι τραγουδιστάδες του καλοκαιριού.
     Όμως, εμένα το τραγούδι των τζιτζικιών μου φέρνει στο νου και κάτι άλλο. Όσο περίεργο κι αν ακούγεται, εμένα τα τζιτζίκια μου φέρνουν στο μυαλό εργατικούς ξυλοκόπους, που πριονίζουν εντατικά τα δέντρα, και όλο στήνω αυτί μήπως και ακούσω "Πέεεεεεφτει!". Μπορώ να τα φανταστώ, κιόλας, τα τζιτζίκια να φεύγουν από το σπίτι τους, φορώντας τη φόρμα εργασίας τους και τα κράνη τους, καθώς φροντίζουν πάντα για την ασφάλεια στο χώρο εργασίας. Οι γυναίκες τους - τα φαντάζομαι οικογενειάρχες, τι να κάνουμε; - τα ξεπροβοδίζουν και τους δίνουν μαζί και το κολατσιό τους. Και εκείνα πηγαίνουν στη δουλειά, και όλη τη μέρα πριονίζουν, πριονίζουν, πριονίζουν, και ο ιδρώτας τρέχει συνέχεια και τους μουσκεύει τη φόρμα εργασίας... Και το βράδυ γυρίζουν κατάκοπα στο σπίτι τους, και σκέφτονται πόσα ακόμα δέντρα τους μένουν για να πριονίσουν... Δύσκολη η ζωή του ξυλοκόπου τζίτζικα. Και μεγάλη αδικία να τον χαρακτηρίζουμε τεμπέλη, βασιζόμενοι στο μύθο του Αισώπου....
     Τέλος πάντων, τίποτα δεν είναι δίκαιο σε αυτή τη ζωή... Εμένα άλλο με ενδιαφέρει, κατ'ουσίαν: πώς θα μπορέσω να φυλακίσω το καλοκαίρι και να το έχω δίπλα μου όλο τον χρόνο; Και όποιος μου πει "να κοιτάς τις φωτογραφίες του καλοκαιριού", μάλλον δεν καταλαβαίνει τι εννοώ. Εγώ δε θέλω να νοσταλγώ το καλοκαίρι, αυτό το κάνω και χωρίς τις καλοκαιρινές φωτογραφίες, εγώ θέλω να νιώθω καλοκαίρι όποτε επιλέγω.
     Θα μου πείτε: "τι σε έπιασε τώρα με το καλοκαίρι;". Δεν ξέρω, ίσως να φταίει που δεν πήγα διακοπές, ίσως πάλι και όχι, δεν είναι ωραίο να μπορείς να ζεις μια ευχάριστη εμπειρία όποτε το επιλέξεις; 
     Επειδή, λοιπόν, η μύτη και τα αυτιά είναι τα όργανα με τα οποία ταξιδεύει κανείς (άποψη προσωπική, φυσικά, αλλά μάλλον σωστή), σκέφτομαι ότι θα ήταν πολύ καλή ιδέα να είχα ένα μπουκαλάκι με άρωμα καλοκαιριού και ένα cd με ήχους καλοκαιριού και θα τα κατάφερνα μια χαρά να έχω καλοκαίρι οποτεδήποτε θελήσω. Και όσο για το cd, είναι αυτονόητο τι ήχο θα επιλέξω: τον ήχο των τζιτζικιών. Για το άρωμα, όμως, τι; Ποιο είναι το άρωμα του καλοκαιριού;
     Κάποιος μπορεί να πει ότι το άρωμα του καλοκαιριού είναι το άρωμα του ιωδίου που μυρίζει δίπλα στη θάλασσα, ή το άρωμα του καρπουζιού, ή επίσης το άρωμα του γιασεμιού και του αγιοκλήματος, το θέμα αυτό, όμως, μάλλον είναι προσωπικό για τον καθένα. Για εμένα, λοιπόν, το άρωμα του καλοκαιριού είναι συνδυασμός δύο αρωμάτων: της συκιάς και του ξερού χόρτου. Ίσως επειδή μου θυμίζει δύο καλοκαίρια στο χωριό της μαμάς, που καθόμασταν στην σκιά της μεγάλης συκιάς του παππού, και που τρέχαμε ανέμελα στα θερισμένα χωράφια, που ήταν χρυσά από το χρώμα των ξερών χόρτων... Το σούρουπο, ο ήλιος έπεφτε στο βάθος των χωραφιών, κουρασμένος από την σκληρή δουλειά της ημέρας, και η φύση, νυσταγμένη, αφηνόταν στα χάδια της νύχτας. Οι γρύλλοι Ερωτόκριτοι ξυπνούσαν και άρχιζαν να καλούν συνθηματικά τις Αρετούσες τους. Και ο ουρανός γέμιζε με τόσα αστέρια, που νόμιζες ότι το φωτεινό τμήμα του ουρανού ήταν μεγαλύτερο από το σκοτεινό. Πού να τα δεις αυτά στην πόλη...
     Αλλά, τώρα την βρήκα τη λύση. Φανταστείτε, λοιπόν, να είναι χειμώνας, και έξω να φυσάει και να κάνει κρύο, και οι διαβάτες να τρέχουν τυλιγμένοι με τα κασκόλ τους, και ο αέρας να χαστουκίζει τα δέντρα, και εγώ να είμαι στο σπίτι μου, και να ακούγονται τζιτζίκια και να μυρίζει συκιά και ξερά χόρτα... Ε, μη μου πείτε ότι έτσι δε θα φέρω το καλοκαίρι στην καρδιά του χειμώνα!

Πέμπτη 21 Ιουλίου 2016

Γραμμένα στην τέντα

     Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα μέρος πολύ μακρινό, υπήρχε ένα μικρό, ινδιάνικο χωριό. Ήταν ένα χωριό πολύ όμορφο και νοικοκυρεμένο, με πολύχρωμες σκηνές, φτιαγμένες από τα πιο γερά υφάσματα, που οι ινδιάνες ύφαιναν με τέχνη περισσή,και με ένα μεγάλο, ξυλόγλυπτο τοτέμ στο κέντρο του χωριού, όπου μαζευόταν το χωριό όποτε είχε νέα σελήνη. 
     Από τις σκηνές του χωριού πάντα έβγαιναν καπνοί, καθώς τα τσουκάλια τους ήταν πάντα γεμάτα φαγητό και τα ινδιανάκια ήταν όλα ροδομάγουλα και γερά. Οι άντρες του χωριού φορούσαν τις πιο όμορφες φορεσιές σε όλη την περιοχή και τα άλογά τους ήταν όλα λεπτόκορμα και γρήγορα σαν τον άνεμο. Οι γυναίκες φορούσαν τα πιο όμορφα κοσμήματα, και όταν πήγαιναν να πάρουν νερό για το νοικοκυριό τους, οι γυναίκες των άλλων χωριών τις κοίταζαν με ζήλεια.
     Η τροφή ήταν άφθονη σε εκείνα τα μέρη και η γη, όπου κι αν γυρνούσε κανείς το βλέμμα του, ξάνθιζε από το καλαμπόκι που καλλιεργούσαν, και από το οποίο έφτιαχναν ένα σωρό λιχουδιές. Αλλά οι ινδιάνοι ήταν και πολύ θρήσκοι και ποτέ δεν ξεχνούσαν να ευχαριστούν για όλα τους τα καλά το θεό Ήλιο, ο οποίος τους χάριζε τόσα αγαθά.
     Δυστυχώς, όμως, έφτασε μία εποχή που οι βροχές δεν ήρθαν όταν έπρεπε, και ούτε αργότερα ήρθαν. Η γη άρχισε να διψάει. Και μαζί με τη γη, άρχισαν να διψάνε και τα καλαμπόκια, άρχισαν να διψάνε και τα γοργοπόδαρα τα άλογα, άρχισαν να διψάνε και οι άνθρωποι. Οι καπνοί δεν έβγαιναν τόσο τακτικά πια από τις σκηνές, αφού το φαγητό είχε λιγοστέψει πάρα πολύ, και τα παιδιά έχασαν το χρώμα από τα μάγουλά τους. 
     Έπρεπε να πάρουν μέτρα επειγόντως και γι'αυτό οι ινδιάνοι μαζεύτηκαν στην σκηνή του σοφού αρχηγού, του Σκεπτόμενου Γερακιού. Το Σκεπτόμενο Γεράκι είπε ότι ίσως είχαν κάνει κάτι που είχε δυσαρεστήσει το θεό Ήλιο και θα έπρεπε να του ζητήσουν συγγνώμη. Και αυτό σήμαινε ότι θα έπρεπε να κάνουν προσφορές στο τοτέμ.
     Μάζεψαν, λοιπόν, ό,τι μπόρεσαν, και το απίθωσαν στα πόδια του τοτέμ. Ο μάγος του χωριού, ο Ήρεμος Λύκος, αφού προσευχήθηκε μέσα στην σκηνή του τρεις μέρες και τρεις νύχτες, μασώντας μόνο φύλλα καπνού και πίνοντας αίμα βουβαλιού, που είχε φυλαγμένο για τέτοιες περιστάσεις, πήγε μπροστά στο τοτέμ και, αφού γονάτισε, είπε κάποια μαγικά λόγια. Ύστερα γύρισε στην σκηνή του, αποκαμωμένος από την προσπάθεια.
     Όμως, ούτε οι προσφορές, ούτε τα μαγικά λόγια του Ήρεμου Λύκου είχαν αποτέλεσμα. Ο ήλιος συνέχισε να καίει και ο ουρανός παρέμενε πεντακάθαρος, χωρίς ίχνος από σύννεφο. Δεν έμενε άλλη λύση, από το να χορέψουν το χορό της βροχής.
     Υπήρχε, όμως, ένα πρόβλημα: το χορό της βροχής δεν τον ήξερε κανένας στο χωριό, μόνο ακουστά τον είχαν από άλλα, μακρινά χωριά. Βλέπετε, ήταν η πρώτη φορά στην ιστορία του χωριού, που παρουσιαζόταν τέτοιας διάρκειας ξηρασία. 
     - Κανένα πρόβλημα, είπε το Σκεπτόμενο Γεράκι, θα ρωτήσουμε τα άλλα χωριά να μας πούνε πώς χορεύεται. Ετοιμάστε την φωτιά των μηνυμάτων!
     Και οι ινδιάνοι πήγαν σε ένα ύψωμα εκεί κοντά και άναψαν μια μεγάλη φωτιά. Ύστερα, χρησιμοποιώντας ένα βαρύ ύφασμα, άρχισαν σιγά-σιγά να μεταδίδουν το μήνυμά τους στα γειτονικά χωριά.
     Οι ινδιάνοι στα άλλα χωριά τρόμαξαν στην αρχή, νομίζοντας πως το μήνυμα ήταν μήνυμα πολέμου, όταν όμως κατάλαβαν τι τους ζητούσαν ηρέμησαν, και μέχρι που γέλασαν κιόλας κάποιοι, επειδή τους φάνηκε τουλάχιστον αστείο ένα τόσο νοικοκυρεμένο χωριό να αγνοεί κάτι τόσο βασικό όσο το χορό της βροχής.
     Κάποιοι αποφάσισαν να μην απαντήσουν καθόλου στο μήνυμα, εξάλλου έπρεπε να κάνουν οικονομία στα καυσόξυλα. Κάποιοι άλλοι σκέφτηκαν να δώσουν κάποιες πληροφορίες, αλλά να μην προδώσουν και όλα τα μυστικά του χορού, τα υπόλοιπα ας τα έβρισκαν μόνοι τους, τι σόι ινδιάνοι ήταν αν δεν μπορούσαν να σκεφτούν δυο-τρεις ακόμα λεπτομέρειες;
     Στο μεταξύ, το Σκεπτόμενο Γεράκι περνούσε όλη τη μέρα αγναντεύοντας τον ορίζοντα, και καθώς η απάντηση στο ερώτημά του δεν ερχόταν, ανησυχούσε πολύ. Μάταια σκίαζε με το χέρι του τα μάτια του: όπως δε φαινόταν σύννεφο στον ουρανό, έτσι δε φαινόταν και καπνός στον ορίζοντα. Τι θα γινόταν το χωριό; Τι θα γίνονταν τα παιδιά; Μέρες είχαν να ακουστούν τα γέλια τους. Τα αποθέματα του καλαμποκιού λιγόστευαν συνέχεια. Το νερό που έπιναν δεν ήταν πια τόσο καθαρό όπως πριν. Οι μέρες του χωριού ήταν μετρημένες.
     Είχαν αρχίσει να τσούζουν τα μάτια του, όταν είδε το πρώτο συννεφάκι καπνού. Τα άλλα χωριά απαντούσαν! Το Σκεπτόμενο Γεράκι σήκωσε το χωριό στο πόδι από τις φωνές του. Όλοι, νέοι, γέροι, άντρες, γυναίκες και παιδιά, έτρεξαν κοντά του και όλοι μαζί διάβασαν τα μηνύματα.
     Ίσως να έφταιγε λίγο το αεράκι που φυσούσε και χαλούσε τα σχήματα, ίσως πάλι όχι, πάντως τα μηνύματα είχαν κενά. Όμως, με κενά ή χωρίς, ο χορός της βροχής έπρεπε να χορευτεί, αλλιώς σύντομα δε θα έμενε κανείς ζωντανός στο χωριό.
     Έστυψε το κεφάλι του το Σκεπτόμενο Γεράκι, έστυψε το κεφάλι του και ο Ήρεμος Λύκος, μάσησε και λίγο καπνό, μελέτησε και τα κόκαλα του αετού που είχε μέσα σε ένα δερμάτινο σακούλι, και τελικά συμπλήρωσαν τα κενά όσο καλύτερα μπορούσαν. Και την επόμενη μέρα, όλο το χωριό μαζεύτηκε μπροστά στο τοτέμ για να παρακολουθήσει το χορό.
     Ο Ήρεμος Λύκος, φορώντας τα πιο μεγάλα και εντυπωσιακά του φτερά, άρχισε να χτυπάει ρυθμικά τα πόδια του στο χώμα, σηκώνοντας σύννεφα σκόνης. Ταυτόχρονα, με δυνατή φωνή, άρχισε να τραγουδάει τον ύμνο στην βροχή, που είχαν στείλει με τα σήματα καπνού, τα γύρω ινδιάνικα χωριά. Αφού, χόρεψε μπροστά στο τοτέμ, άρχισε να τρέχει χορεύοντας γύρω από το χωριό, καλώντας και τους υπόλοιπους ινδιάνους να ακολουθήσουν τα βήματά του, και σε λίγο, ολόκληρο το χωριό χόρευε και τραγουδούσε.
     Και, πράγματι, εκεί που χόρευαν, ακούστηκαν οι πρώτες βροντές. Και οι ινδιάνοι είδαν με χαρά τον ουρανό να συννεφιάζει.
     - Συνεχίστε να χορεύετε! είπε το Σκεπτόμενο Γεράκι.
     Και οι ινδιάνοι συνέχισαν το χορό και το τραγούδι, μέχρι που οι πρώτες σταγόνες της βροχής έπεσαν στο ξερό έδαφος, δίνοντάς του ένα χρώμα πιο σκούρο. Και τότε όλοι πήγαν στις σκηνές τους, χαρούμενοι και σίγουροι ότι οι μέρες της ξηρασίας είχαν πια τελειώσει.
     Όμως, κάτι μάλλον δεν πήγε καλά με το χορό της βροχής. Να έφταιγε ο τρόπος που συμπληρώθηκαν τα κενά; Να έφταιγε που ο Ήρεμος Λύκος ήταν πολύ κακός χορευτής; Να έφταιγε ο υπερβάλλων ζήλος όλου του χωριού; Ό,τι και να έφταιγε, πάντως, ο χορός της βροχής δεν έφερε μόνο βροχή.
     Ο ουρανός άρχισε να φωτίζεται και να σκοτεινιάζει διαδοχικά, ενώ κάθε λίγο φωτεινές αστραπές τον έσκιζαν σε πολλά κομμάτια και τα μπουμπουνητά θύμιζαν τον ήχο που έκαναν τα κανόνια των λευκών, όπως βεβαίωναν όσοι είχαν δει κανόνια και λευκούς ανθρώπους. Η βροχή έπεφτε ασταμάτητα και το νερό ήταν τόσο πολύ, που άρχισαν να πλημμυρίζουν οι σκηνές. Και σαν να μην έφτανε αυτό, ξαφνικά άρχισαν να πέφτουν πέτρες από τον ουρανό! Ή, τουλάχιστον, αυτό που έπεφτε έμοιαζε με πέτρες. Οι πέτρες έπεφταν παντού, έπεφταν και στις σκηνές, που άρχισαν να γεμίζουν τρύπες, έπεσαν και σε μερικά κεφάλια, που απόκτησαν καρούμπαλα. Και όταν η βροχή σταμάτησε, ύστερα από αρκετές ώρες, το όμορφο χωριό είχε σχεδόν καταστραφεί.
     Οι ινδιάνοι δεν ήξεραν αν έπρεπε να χαρούν για την βροχή ή να λυπηθούν για το κατεστραμμένο χωριό τους. Όπως, όμως, είπε το σοφό Σκεπτόμενο Γεράκι, καλύτερα να είναι ζωντανοί σε ένα κατεστραμμένο χωριό, παρά νεκροί σε ένα όμορφο χωριό.
      Και έτσι, το μόνο που τους έμενε ήταν να στρωθούν όλοι στη δουλειά για να ξαναφτιάξουν το χωριό τους. Και όχι μόνο το ξανάφτιαξαν, αλλά το έφτιαξαν και πιο όμορφο από πριν. Και, για καλό και για κακό, έστειλαν και το Πονηρό Κογιότ, τον πρωτότοκο γιο του αρχηγού, να κατασκοπεύσει τα γύρω χωριά και να μάθει τον κανονικό χορό της βροχής, για παν ενδεχόμενο.
     Και αν με ρωτήσετε πού τα έμαθα όλα αυτά, είναι γραμμένα στην τέντα μου. Τα έγραψε εκεί το χαλάζι. Όχι τίποτ'άλλο, για να μη νομίζετε ότι τα βγάζω από το μυαλό μου.
    

Σημ: Η φωτογραφία είναι δικιά μου

Τετάρτη 6 Ιουλίου 2016

Η πριγκηπέσσα Λιζαρντώ

 
    Μια φορά κι έναν καιρό, υπήρχε μια μεγάλη και πλούσια πολιτεία, χτισμένη στις πλαγιές ενός καταπράσινου βουνού. Τα σπίτια της ήταν χτισμένα από πέτρα και ήταν πολύ γερά, και όλη η πόλη προστατευόταν από ένα χοντρό και καλοφτιαγμένο τείχος, γεμάτο πολεμίστρες και φυλάκια, στη δε κορυφή του βουνού υπήρχε ένα μεγάλο κάστρο που κατόπτευε όλη την περιοχή και όπου μπορούσαν να καταφύγουν όλοι οι κάτοικοι, σε περίπτωση κινδύνου.
     Στο επάνω μέρος της πόλης έμεναν οι άρχοντες και υπήρχαν όμορφα, διώροφα, αρχοντικά σπίτια, με φαρδιές σκάλες. Στο κάτω μέρος έμεναν όλοι οι υπόλοιποι, οι τεχνίτες, οι έμποροι, οι αγρότες. Τα σπίτια τους δεν ήταν τόσο μεγάλα όσο εκείνα των αρχόντων, αλλά ήταν κι εκείνα καλοφτιαγμένα και γερά.
     Στο επάνω μέρος της πόλης ζούσε και ένας πλούσιος άρχοντας με τη μοναχοκόρη του, τη Λιζαρντώ. Οι φήμες έλεγαν ότι ο άρχοντας καταγόταν από την οικογένεια του αυτοκράτορα, τόσο σπουδαίος ήταν, και όταν περνούσε καμαρωτός επάνω στο δυνατό του άλογο όλοι τον χαιρετούσαν με σεβασμό.
     Όλοι είχαν να λένε για την ευγένειά του, που αποδείκνυε την αριστοκρατική του καταγωγή, για τη Λιζαρντώ, όμως, δεν είχαν να πουν και τα καλύτερα. Κι αυτό, επειδή ήταν πολύ κακομαθημένη και ψηλομύτα, και δεν καταδεχόταν ούτε να κάνει επισκέψεις, ούτε να εμφανίζεται στις γιορτές που διοργάνωναν οι άρχοντες στα παλάτια τους. Το μόνο που την ενδιέφερε, ήταν να μαθαίνει τα νέα του αυτοκράτορα και της οικογένειάς του, και όλο γκρίνιαζε στον πατέρα της και ζητούσε να μετακομίσουν στην Αυλή. Και όλοι, στις μεταξύ τους συζητήσεις, τη φώναζαν κοροϊδευτικά "πριγκηπέσσα", παρ'όλο που πριγκήπισσα δεν ήταν.
     Η κακομαθημένη αρχοντοπούλα, λοιπόν, δεν εννοούσε να συμβιβαστεί με τη ζωή της και όλο γκρίνιαζε και δυσανασχετούσε, είχε, δε, την απαίτηση να της φέρνουν τα καλύτερα υφάσματα για τα πλουμιστά της φορέματα. Και, καθώς ο πατέρας της δεν είχε άλλα παιδιά, η πριγκηπέσσα Λιζαρντώ έκανε ό,τι ήθελε. Και οι υπηρέτες της δεινοπαθούσαν.
     Μια μέρα, μαθεύτηκε ότι έφτασε στη μεγάλη πολιτεία μία ράφτρα από την πρωτεύουσα. Η Λιζαρντώ έστειλε να τη φωνάξουν και την κάλεσε στο αρχοντικό της. Ήθελε να της ράβει αποκλειστικά μοντελάκια, ανάλογα με εκείνα που φορούσαν οι πριγκήπισσες και, γενικότερα, οι κυρίες της Αυλής του αυτοκράτορα. Και η ράφτρα έγινε η προσωπική ράφτρα της Λιζαρντώς.
     Όμως, ό,τι κι αν έραβε η ράφτρα, η Λιζαρντώ ποτέ δεν έμενε ικανοποιημένη. Πάντα κάτι παραπάνω της ζητούσε, πάντα κάτι πίστευε πως έλειπε. Και συνήθως, αυτό που κατά την γνώμη της έλειπε, ήταν μια μακριά ουρά.
     - Αυτό το φόρεμα δεν έχει μακριά ουρά, έλεγε.
     - Έχει, κυρά μου, της απαντούσε η ράφτρα.
     - Δεν ακούς τι σου λέω; Η ουρά δεν είναι μακριά. Έτσι είναι τα φορέματα των κυριών της Αυλής;
     - Μα, κυρά μου, στην Αυλή οι δρόμοι δεν είναι τόσο στενοί και τα φορέματα μπορούν να έχουν μεγάλη ουρά. Εδώ είναι δύσκολο να κυκλοφορήσει κάποια με τέτοιο φόρεμα...
     - Δε με νοιάζει, εγώ θέλω μακριά ουρά.
     - Μακριά είναι και αυτή...
     - Αντιμιλάς ή μου φαίνεται;
     - Όχι, κυρά μου.
     Και η ράφτρα έφτιαχνε πιο μακριά ουρά στο φόρεμα της Λιζαρντώς.
     Και όταν το φορούσε η Λιζαρντώ και έβγαινε στον δρόμο, έπρεπε κάποιος να της κρατάει την ουρά. Και τόσο μακριά που ήταν, όλο και κάποιος θα την πατούσε κατά λάθος. Και ύστερα η Λιζαρντώ γυρνούσε στο αρχοντικό της και έβλεπε ότι η ουρά της είχε ποδοπατηθεί. Και τα ξαναέβαζε με τη ράφτρα.
     - Κοίτα πώς έγινε η ουρά, της έλεγε. Σχεδόν καταστράφηκε. Ορίστε, εδώ στην άκρη νομίζω ότι ξηλώθηκε κιόλας. Δεν την έραψες καλά.
     - Μα, όχι, κυρά μου, την έραψα όσο καλύτερα μπορούσα. Απλώς, κάποιος θα την πάτησε, έτσι μακριά που είναι. Ίσως αν τη μάζευα λίγο...
     - Να τη μαζέψεις; Αυτό αποκλείεται! Δεν εννοώ να βγω από εδώ χωρίς μακριά ουρά. Τι είμαι, καμιά τυχαία είμαι; Ο πατέρας μου είναι συγγενής εξ αίματος με τον αυτοκράτορα τον ίδιο! Μπορώ εγώ να εμφανιστώ στην Αυλή χωρίς ένα φόρεμα της προκοπής;
     - Θα την μπαλώσω την ουρά, μην ανησυχείς, κυρά μου.,,
     - Να την μπαλώσεις; Αυτό αποκλείεται! Εγώ μπαλωμένο φόρεμα δε φοράω!
     - Θα φτιάξω ένα καινούργιο τότε...
     - Να φτιάξεις! Μην τυχόν, όμως, και δεν έχει την κατάλληλη ουρά...
     Και η ράφτρα έφτιαχνε καινούργιο φόρεμα, πιο εντυπωσιακό από το προηγούμενο, και με μακρύτερη ουρά. Και η μακριά ουρά κάπου μπλεκόταν και κάπου σκιζόταν, και η ιστορία επαναλαμβανόταν.
     Κάποτε, πέρασε από την πολιτεία ένας όμορφος και δυνατός πρίγκηπας, γόνος μίας από τις αριστοκρατικότερες οικογένειες της Αυλής. Ο πρίγκηπας έψαχνε για νύφη και στη μεγάλη πολιτεία διοργανώθηκε ένας μεγάλος χορός, για να παρουσιαστούν στον πρίγκηπα όλες οι υποψήφιες νύφες και να μπορέσει να διαλέξει. Οι βελόνες και οι κλωστές πήραν φωτιά, καθώς η κάθε αρχοντοπούλα επιθυμούσε να ράψει το πιο εντυπωσιακό φόρεμα, για να τραβήξει την προσοχή του πρίγκηπα.
     Από το χορό, φυσικά, δε γινόταν να λείπει η Λιζαρντώ και η ράφτρα της έβαλε όλα τα δυνατά της να ικανοποιήσει την κυρά της, ράβοντάς της μια εντυπωσιακή ουρά. Η Λιζαρντώ ήταν σίγουρη ότι με αυτό το φόρεμα θα μονοπωλούσε την προσοχή του πρίγκηπα.
     Πράγματι, όλοι εντυπωσιάστηκαν όταν είδαν το φόρεμα της Λιζαρντώς με την πολύ μακριά ουρά, το οποίο ήταν φτιαγμένο με το καλύτερο μεταξωτό ύφασμα της Ανατολής, κεντημένο με πολύτιμες πέτρες, και έλαμπε στο φως σαν έναστρος ουρανός. Και ο πρίγκηπας ο ίδιος άρχισε να την πλησάζει για να την γνωρίσει, κάνοντας τη Λιζαρντώ να χαμογελάσει γεμάτη ικανοποίηση και όλες τις υπόλοιπες αρχοντοπούλες να σκάσουν από τη ζήλεια τους.
     Όμως, το κακό δε θέλει πολύ για να γίνει. Και προτού προλάβει ο πρίγκηπας να πλησιάσει τη Λιζαρντώ, κάποιος πάτησε τη μακριά της ουρά και η ουρά σκίστηκε, αφού προηγουμένως εκείνη έχασε την ισορροπία της και έπεσε κάτω φαρδιά-πλατιά. Όλοι έβαλαν τα γέλια και η Λιζαρντώ, ντροπιασμένη, αποχώρησε από το χορό.
     Και, φυσικά, ξέσπασε στη ράφτρα της.
     - Εσύ φταις, της είπε. Δεν έφτιαξες την ουρά αρκετά γερή.
     - Έβαλα τις πιο γερές κλωστές που υπάρχουν, είπε εκείνη. Ίσως αν δεν ήταν τόσο μακριά η ουρά...
     - Δε θα μου πεις εσύ πόσο μακριά θα είναι η ουρά! Ορίστε, εξαιτίας σου έχασα τον πρίγκηπα!
     - Μα...
     - Δεν ακούω τίποτα! Έφταιξες και θα τιμωρηθείς! Ρίξτε την στο μπουντρούμι!
     - Κυρά μου, είσαι άδικη, είπε η ράφτρα. Εγώ δεν έκανα τίποτ'άλλο από το να εκτελώ τις εντολές σου.
     - Με κατηγορείς κιόλας; Γρήγορα, στο μπουντρούμι, μόνο με ψωμί και νερό, και δέκα βουρδουλιές κάθε μέρα!
     - Πρόσεχε, κυρά μου, η αδικία τιμωρείται...
     - Συνεχίζεις; Στο μπουντρούμι, μόνο με ψωμί και νερό, και δέκα βουρδουλιές, δύο φορές τη μέρα!
     - Κυρά μου, ξανασκέψου το...
     - Δεν έχω να ξανασκεφτώ τίποτα και, αν συνεχίσεις, η τιμωρία σου θα αυξηθεί. Στο μπουντρούμι, γρήγορα!
     - Ήθελές τα και έπαθές τα, είπε τότε η ράφτρα, και χτύπησε τρεις φορές τα χέρια της.
     Μεμιάς, μπροστά σε όλους, η Λιζαρντώ εξαφανίστηκε, και στη θέση της έμεινε μια μικρή σαύρα, η οποία έτρεξε τρομαγμένη να κρυφτεί. Μια σαύρα με πολύ μακριά ουρά.
     - Αυτό ήταν, είπε η ράφτρα, που στην πραγματικότητα ήταν μάγισσα, και όχι μια απλή ράφτρα.
     Και προτού προλάβουν οι παρευρισκόμενοι να συνέλθουν από το σοκ, η μάγισσα έφυγε και ποτέ πια δεν ξαναγύρισε στη μεγάλη πολιτεία. Και η πριγκηπέσσα Λιζαρντώ έμεινε για πάντα μεταμορφωμένη σε σαύρα και η γκρίνια της δεν ξανακούστηκε ποτέ.
     Και αν έχετε αμφιβολία ότι τα πράγματα έγιναν έτσι όπως τα λέω, ρίξτε μια ματιά στη φωτογραφία της Λιζαρντώς που τράβηξα τις προάλλες, όταν τη συνάντησα στα ερείπια της μεγάλης πολιτείας. Και μπορεί να μην πρόλαβα να τη φωτογραφίσω ολόκληρη, αφού ακόμα ντρέπεται για το πάθημά της και όπου δει άνθρωπο τρέχει να κρυφτεί, αλλά τουλάχιστον πρόλαβα να φωτογραφίσω τη μακριά ουρά της.