Δευτέρα 17 Ιουλίου 2017

Του ήλιου και του φεγγαριού




     Μια φορά κι έναν καιρό, σε μία μακρινή πολιτεία, ζούσε ένας πλούσιος άρχοντας που είχε μία όμορφη μοναχοκόρη. Ο άρχοντας την είχε στα πούπουλα την κόρη του, την υπεραγαπούσε και δεν της χαλούσε χατήρι. Και η κόρη του μεγάλωνε και ομόρφαινε και όσοι είχαν την τύχη να τη δουν έλεγαν ότι ήταν πιο όμορφη από τον ήλιο και το φεγγάρι μαζί.
     Το άκουσε όμως ο ήλιος και καθόλου δεν του άρεσε. Και μια και δυο έπιασε το φεγγάρι και του το είπε. Και το φεγγάρι δυσαρεστήθηκε πολύ και εκείνο και πώς τολμούσαν να λένε ότι μία κοινή θνητή ήταν πιο όμορφη και από τους δυο τους μαζί; Και πήρε τον ήλιο και πήγαν μαζί σε μια σπηλιά, όπου ζούσε μια πολύ ισχυρή μάγισσα, και της ζήτησαν να τους βοηθήσει.
     Και η μάγισσα πήρε μια μεγάλη κατσαρόλα και έριξε μέσα νερό και διάφορα βότανα, και αφού έβρασε το νερό το σούρωσε και το έβαλε σε ένα μπουκαλάκι. Και τους είπε να βρέξουν την αρχοντοπούλα με αυτό το νερό και το πρόβλημά τους θα λυνόταν.
     Και την επόμενη μέρα που η αρχοντοπούλα βγήκε να πάει βόλτα με την άμαξά της, ο ήλιος μάζεψε τα σύννεφα και τους μοίρασε το μαγικό φίλτρο. Και εκείνα άρχισαν να παίζουν κυνηγητό και να μπουγελώνονται, και λίγο από το μαγικό φίλτρο έπεσε επάνω στα ξανθά μαλλιά της αρχοντοπούλας. Και τότε σηκώθηκε ένας δυνατός αέρας και άρπαξε την αρχοντοπούλα, και την πήγε και την κλείδωσε σε έναν ψηλό πύργο.
     Αλλά ο πύργος εκείνος ήταν μαγεμένος και τη μέρα ήταν αόρατος. Έτσι, οι υπηρέτες που έτρεξαν στο κατόπι της για να τη σώσουν από τον αέρα που την είχε αρπάξει, πέρασαν τον πύργο χωρίς να τον δουν και γύρισαν στον άρχοντα, απλώς και μόνο για να του φέρουν τα θλιβερά μαντάτα.
     Απαρηγόρητος εκείνος έταξε ένα σακί χρυσάφι σε όποιον του έδινε πληροφορίες. Πολλοί και διάφοροι πέρασαν, αλλά κανείς δεν ήξερε στην πραγματικότητα να πει πού βρισκόταν η αρχοντοπούλα και όλοι έφευγαν με άδεια χέρια. Απελπισμένος ο άρχοντας αύξησε την αμοιβή σε δύο σακιά χρυσάφι, αλλά και πάλι δεν κατάφερε να μάθει πού βρισκόταν η πολυαγαπημένη του κόρη.
     Μια μέρα έφτασε στο αρχοντικό μια φτωχή γριούλα και του είπε ότι η αρχοντοπούλα βρισκόταν σε έναν αόρατο πύργο και εκείνη ήξερε πού βρισκόταν και θα τον οδηγούσε εκεί. Ο άρχοντας δεν μπορούσε να πιστέψει ότι υπήρχε αόρατος πύργος, αλλά επειδή ήθελε πολύ να ξαναδεί την κόρη του, υποσχέθηκε στην γριούλα ότι θα της έδινε τα δύο σακιά το χρυσάφι, αρκεί να έλεγε αλήθεια.
     Ξεκίνησαν αμέσως. Πέρασαν βουνά, ποτάμια και πεδιάδες, και έφτασαν σε μια όμορφη ακτή.
     - Εδώ βρίσκεται ο πύργος, είπε η γριούλα.
     - Και πώς ξέρω ότι λες αλήθεια, αφού εγώ δεν βλέπω τίποτα; ρώτησε ο άρχοντας.
     - Ο πύργος είναι μαγεμένος, είπε η γριούλα. Μόλις πέσει ο ήλιος θα τον δεις ακριβώς μπροστά σου.
     Πράγματι, ο ήλιος άρχισε να χαμηλώνει στον ορίζοντα και ο ουρανός άρχισε σιγά-σιγά να σκοτεινιάζει. Και μόλις άρχισαν να λάμπουν τα πρώτα αστέρια, μπροστά στον άρχοντα εμφανίστηκε ένας πύργος!
     - Εδώ βρίσκεται η κόρη σου, είπε η γριούλα, αλλά μην προσπαθήσεις να την κατεβάσεις από εκεί, μόνο ο νέος που θα αγαπήσει πραγματικά την κόρη σου θα μπορέσει να την απελευθερώσει.
     - Και πώς θα τον βρω αυτόν τον νέο; ρώτησε ο άρχοντας.
     Αλλά απάντηση δεν πήρε. Και ξανάπεσε σε μελαγχολία. 
     Δεν του έμενε άλλη λύση από το να στείλει τελάληδες σε όλες τις κοντινές πολιτείες να διαλαλήσουν ότι σε έναν μαγεμένο πύργο που ήταν ορατός μόνο τη νύχτα βρισκόταν φυλακισμένη η κόρη του, και όποιος την αγαπούσε να πήγαινε να τη σώσει και εκείνος θα τον έκανε γαμπρό του με μεγάλη χαρά.
     Το άκουσαν όλα τα αρχοντόπουλα και πολλά ενδιαφέρθηκαν για την προίκα που ήξεραν ότι θα συνόδευε την αρχοντοπούλα, άσε που η αρχοντοπούλα ήταν και πολύ όμορφη, όπως έλεγαν όσοι την είχαν δει! Ήρθαν, λοιπόν, πολλοί και στάθηκαν στην ακτή και περίμεναν να δύσει ο ήλιος και να εμφανιστεί ο μαγεμένος πύργος, για να επιχειρήσουν να σώσουν την αρχοντοπούλα. Όμως, κανένας δεν κατάφερε να ανοίξει την πόρτα του πύργου, ούτε κατάφερε να σκαρφαλώσει τον ψηλό του τοίχο. Και ένας-ένας, οι υποψήφιοι γαμπροί γύριζαν πίσω εκεί από όπου είχαν έρθει.
     Ένα βράδυ πέρασε από εκεί τυχαία ένας νέος, που πήγαινε να βρει την τύχη του στην πόλη. Το φεγγάρι ήταν γεμάτο και σε ένα από τα παράθυρα του πύργου λαμπύριζαν τα ξανθά μαλλιά της αρχοντοπούλας. Ο νέος απόμεινε να χαζεύει τα μαλλιά που ανέμιζαν στο βραδινό αεράκι.
     - Ποιος είναι εκεί; ρώτησε η αρχοντοπούλα. Μήπως είσαι εκείνος που με αγαπάει;
     - Όχι, απάντησε ο νέος, περαστικός είμαι, στην πόλη πάω...
     - Και δε με αγαπάς, λοιπόν; Κρίμα! είπε η αρχοντοπούλα και εξαφανίστηκε από το μπαλκόνι, μαζί με τα χρυσά της τα μαλλιά.
     Και ο νέος αισθάνθηκε μέσα του μια ανεξήγητη λύπη.
     - Μη φεύγεις, φώναξε.
     Και η αρχοντοπούλα ξαναπρόβαλε στο μπαλκόνι και οι δυο τους έπιασαν κουβέντα. Και είπε εκείνη την ιστορία της και ο νέος της υποσχέθηκε ότι θα τη βοηθούσε, κι ας μην την αγαπούσε.
     - Άδικος κόπος, είπε εκείνη. Ο πύργος είναι μαγεμένος: τη μέρα είναι αόρατος και φανερώνεται μόνο τη νύχτα.
     - Εγώ θα σπάσω την κλειδαριά και θα σε ελευθερώσω.
     - Δε θα την βρεις την κλειδαριά... Είναι και εκείνη μαγεμένη. Τη νύχτα είναι αόρατη. Μόνο τη μέρα μπορεί να βρεθεί, αλλά τότε δε φαίνεται ο πύργος... Είμαι καταδικασμένη.
     Πράγματι, στην πόρτα του πύργου δε φαινόταν κλειδαριά, παρ'όλο που ήταν κλειδωμένη.
     - Εγώ θα τα καταφέρω, είπε ο νέος. Μην απελπίζεσαι και θα την βρω τη λύση.
     Και έμεινε σε εκείνο το μέρος, και όλη μέρα έσπαγε το κεφάλι του, πώς θα έβρισκε την κλειδαριά... Και το βράδυ που ξαναεμφανίστηκε ο πύργος και πρόβαλε η αρχοντοπούλα στο μπαλκόνι της, η λύση δεν είχε βρεθεί...
     - Δε σου το είπα εγώ; είπε η αρχοντοπούλα. Μόνο εκείνος που με αγαπάει μπορεί να βρει την κλειδαριά.
     - Κι εγώ μπορώ να την βρω, είπε ο νέος. 
     Και συνέχισε να σκέφτεται. Και όσο πιο πολύ σκεφτόταν, τόσο πιο πολύ τη λυπόταν την καημένη την αρχοντοπούλα και τόσο πιο πολύ ένιωθε την ανάγκη να τη βοηθήσει... 
     Αλλά οι μέρες περνούσαν, οι μήνες περνούσαν.,. Ήρθε ο χειμώνας, και η στέγη του πύργου καλύφτηκε από χιόνι, αλλά ο νέος παρέμενε εκεί. Και πού και πού εμφανιζόταν και κάποιος επίδοξος μνηστήρας, αλλά έφευγε κι εκείνος άπραγος, και ο νέος έβλεπε πόσο εύκολα τα παρατούσαν όλοι και στενοχωριόταν ακόμα περισσότερο για την άτυχη την αρχοντοπούλα.
     Και ο ήλιος έβγαινε κάθε πρωί και τον έβλεπε να κάθεται με το κεφάλι ανάμεσα στα χέρια του, και μετά ερχόταν το βράδυ και έβγαινε το φεγγάρι και τον έβλεπε να κάθεται κάτω από το μπαλκόνι της αρχοντοπούλας και να της μιλάει. 
     - Τι επίμονος άνθρωπος! σκεφτόταν ο ήλιος.
     - Τι επίμονος άνθρωπος! σκεφτόταν και το φεγγάρι.
     Και σιγά-σιγά άρχισαν να τον λυπούνται. Και μια μέρα αποφάσισαν να συναντηθούν οι δυο τους και να το συζητήσουν, ίσως θα έπρεπε να ζητήσουν από τη μάγισσα να τον διώξει από εκεί...
     Όμως, μόλις εμφανίστηκαν και οι δυο τους στον ουρανό, ήλιος και φεγγάρι μαζί, μπροστά στον νέο εμφανίστηκε ο πύργος, και στην πόρτα του πύργου εμφανίστηκε η κλειδαριά! Και ο νέος δεν έχασε καιρό, μόνο έτρεξε στην πόρτα, έπιασε την κλειδαριά και την άνοιξε, χωρίς καν να χρειαστεί κλειδί. Και έτρεξε γεμάτος χαρά επάνω, και ανέβαινε τα σκαλιά πέντε-πέντε από τη χαρά του, και ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι τόσο καιρό που σκεφτόταν την αρχοντοπούλα, την είχε αγαπήσει χωρίς να το καταλάβει. Και όταν έφτασε στην κορυφή της σκάλας, η αρχοντοπούλα όρμησε στην αγκαλιά του επειδή, τόσον καιρό που προσπαθούσε να τη βοηθήσει,τον είχε αγαπήσει και εκείνη.
     Και ο ήλιος και το φεγγάρι κατάλαβαν ότι τα μάγια είχαν λυθεί αλλά, μεταξύ μας, δεν τους ένοιαξε και τόσο, το είχαν ήδη μετανιώσει που είχαν υπάρξει τόσο σκληροί απέναντι στην αρχοντοπούλα, σε τελευταία ανάλυση δεν ήταν εκείνη υπεύθυνη για τα όσα έλεγε ο κόσμος...




Σημ: Οι φωτογραφίες είναι δικές μου