Σάββατο 23 Σεπτεμβρίου 2017

Περιμένοντας...



     Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα όμορφο χωριό, σχεδόν δίπλα σε ένα ήρεμο ποτάμι και μέσα στις πρασινάδες, ζούσε μια νέα και όμορφη κοπέλα. Η κοπέλα είχε χάσει τους γονείς της αρκετά μικρή και ζούσε μόνη της σε ένα πολύ μικρό σπιτάκι, που ήταν ίσα-ίσα ένα δωμάτιο. Το δωμάτιο αυτό, που ήταν το σπίτι της, ήταν πάντα συγυρισμένο και στο τσουκάλι, που ήταν επάνω σε μια μικρή φωτιά στο τζάκι, πάντα κάτι μαγείρευε η προκομένη εκείνη κοπέλα.
     Για να ζήσει έραβε φορέματα για τις πλούσιες κοπέλες του χωριού και ήταν τόσο καλή στη δουλειά της, που σιγά-σιγά άρχισαν να έρχονται παραγγελίες για φορέματα και από τα γειτονικά χωριά. Αλλά, παρ'όλο που ήταν τόσο καλή ράφτρα, τα δικά της φορέματα ήταν παλιά και μπαλωμένα. Βλέπετε, δεν προλάβαινε να ράψει καινούργιο φόρεμα για τον εαυτό της, αφού όλη μέρα έραβε για άλλους.
     Η νεαρή ράφτρα αγαπούσε έναν νέο του χωριού, ένα αγροτόπαιδο με μπράτσα στιβαρά και ηλιοκαμένο από τον ήλιο δέρμα. Το αγροτόπαιδο αγαπούσε και εκείνο την κοπέλα, αλλά πώς να την παντρευτεί που ήταν και οι δύο φτωχοί; Και πού θα έμεναν, αν παντρεύονταν; Στο ένα μικρό δωμάτιο που ζούσε η κοπέλα, ή στο πατρικό το δικό του, που ήταν επίσης μικρό και ασφυκτικά γεμάτο, καθώς εκεί ζούσαν οι γονείς του και τα πέντε του αδέρφια;
     - Πού θα μείνουμε; τη ρωτούσε.
     - Δεν έχει σημασία, απαντούσε εκείνη. Αρκεί να είμαστε μαζί.
     - Και πώς θα ζούμε; ξαναρωτούσε εκείνος.
     - Όπως ζούσαμε και τώρα, απαντούσε ξανά εκείνη. Μόνο πως τώρα θα μένουμε μαζί.
     Αλλά ο νεαρός δεν ήθελε να ακούσει τίποτα.
     - Όχι, της είπε, αυτό δεν μπορεί να γίνει. Εσύ αξίζεις τα καλύτερα, δεν μπορώ να σε αναγκάσω να ζεις όπως εγώ. Γι'αυτό κι εγώ θα φύγω.
     - Πού θα πας; τον ρώτησε εκείνη.
     - Θα πάω στην πόλη να δουλέψω, να μαζέψω λεφτά, και όταν μαζέψω αρκετά, θα γυρίσω για να παντρευτούμε.
     Μάταια προσπάθησε να τον μεταπείσει η κοπέλα, εκείνος ήταν ανένδοτος. Και ένα πρωί, με το πρώτο τρένο, ο νεαρός έφυγε για την πόλη, και η κοπέλα έμεινε στην άκρη της αποβάθρας, να του κουνάει το μαντήλι, μέχρι που ο καπνός του τρένου ανακατεύτηκε στο βάθος του ορίζοντα με τα σύννεφα και δεν ξεχώριζε άλλο.
     Από εκείνη τη μέρα, η κοπέλα έπεσε σε μελαγχολία, αλλά τη δουλειά της συνέχισε να την κάνει, αφού έπρεπε με κάποιον τρόπο να ζήσει, μέχρι να γυρίσει ο καλός της. Μόνο πως κάθε φορά που άκουγε το τρένο να πλησιάζει, εκείνη έτρεχε στον σταθμό, με την ελπίδα να τον δει να γυρίζει. Όμως ο καιρός περνούσε και τα τρένα επέστρεφαν χωρίς εκείνον μέσα.
     Η φήμη της άρχισε να εξαπλώνεται και στα πιο πέρα χωριά και η δουλειά αυξήθηκε. Χωρίς να το καταλάβει, η κοπέλα άρχισε να κερδίζει περισσότερο από τη δουλειά της και μια μέρα ανακάλυψε ότι είχε στα χέρια της έναν μικρό θησαυρό.
     - Τι να τα κάνω τόσα λεφτά; σκέφτηκε.
     Και αμέσως μετά της ήρθε η ιδέα να τα χρησιμοποιήσει για να μεγαλώσει το σπίτι της, έτσι ώστε να επισπεύσει την επιστροφή του καλού της. Και με τα λεφτά που είχε μαζέψει, φώναξε χτίστες και άρχισε να χτίζει και μια δεύτερη καμαρούλα. Αυτό, φυσικά, δεν έφτανε, θα χρειαζόταν κι άλλο δωμάτιο. Και η κοπέλα ρίχτηκε στη δουλειά με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα και επιμονή.
     Και το σπιτάκι της κοπέλας σιγά-σιγά μεγάλωνε, και αποκτούσε και άλλα δωμάτια, και απόκτησε και δεύτερο όροφο, με όμορφη κεραμιδοσκεπή και με παραθυρόφυλλα κουκλίστικα. Ορίστε, τώρα είχε και κουζίνα, και μπάνιο, και σαλόνι, και υπνοδωμάτια για τα παιδιά, μέχρι και δωμάτιο για τους ξένους είχε, και σε αυτό καθόταν τώρα η κοπέλα και έραβε στην καινούργια της ραπτομηχανή, που τη βοηθούσε να ράβει περισσότερα φορέματα και να κερδίζει περισσότερα λεφτά.
     Παρ'όλη την πολλή δουλειά της, η κοπέλα δεν έπαψε να πηγαίνει κάθε μέρα στον σταθμό, όταν άκουγε το τρένο, για να δει αν είχε επιστρέψει ο καλός της, αλλά ο καιρός περνούσε, τα χρόνια περνούσαν και τα τρένα συνέχισαν να έρχονται άδεια. Ο σταθμάρχης, που ήταν νέος και ονειροπόλος, την είδε και του έκανε εντύπωση που πήγαινε στον σταθμό κάθε μέρα. Την πρόσεξε περισσότερο και είδε ότι στο πρόσωπό της φαινόταν μια μελαγχολία, που της έδινε μια ανεξήγητη ομορφιά. Χωρίς να το καταλάβει, ο νέος ερωτεύτηκε την κοπέλα και αποφάσισε να τη ζητήσει σε γάμο.
     Η κοπέλα είπε στον νέο την ιστορία της και του εξήγησε ότι περίμενε τον αγαπημένο της να γυρίσει, όμως εκείνος της επισήμανε ότι ήδη είχαν περάσει πολλά χρόνια από όταν την είχε αφήσει ο αγαπημένος της και ίσως και να την είχε ξεχάσει. Του ζήτησε λίγο περιθώριο να σκεφτεί την πρότασή του και εκείνος έφυγε.
     Έμεινε μόνη της να σκέφτεται. Ο νέος αυτός συμπαθητικός ήταν, ευγενικός ήταν, δουλειά είχε, τίποτα δεν της είχε ζητήσει, εκείνη είχε πια ένα ολόκληρο σπίτι έτοιμο για οικογένεια, και από την άλλη, η αλήθεια ήταν πως δεν καλοθυμόταν πια πώς ήταν ο καλός της... Κι αν εκείνος όντως την είχε ξεχάσει; Κι αν είχε βρει άλλη γυναίκα εκεί στην πόλη που οι πειρασμοί ήταν πολλοί και μεγάλοι;
     Είπε πως θα του έδινε μια ακόμα ευκαιρία. Πως αν δεν ερχόταν με το τρένο της επόμενης μέρας, τότε μόνο εκείνη θα δεχόταν την πρόταση γάμου του νέου σταθμάρχη. Και η επόμενη μέρα ήρθε, και με αυτήν ήρθαν και τα τρένα της. Και όλα τα τρένα ήταν άδεια, όπως πάντα.
     Έτσι, η κοπέλα δέχτηκε την πρόταση γάμου του σταθμάρχη, και το νυφικό της το έραψε η ίδια και ήταν μια οπτασία... Οι δυο τους μετακόμισαν στο διώροφο σπιτάκι της κοπέλας και άρχισαν την κοινή τους ζωή. Και σιγά-σιγά, το σπίτι γέμισε φωνούλες από παιδάκια και οι δυο τους ήταν πολύ ευτυχισμένοι...
     Στο μεταξύ, το αγροτόπαιδο δούλευε σκληρά στην πόλη και καθόλου δεν είχε ξεχάσει την αγαπημένη του, αλλά πώς θα γύριζε αν δεν είχε μαζέψει αρκετά λεφτά για να φτιάξουν το σπίτι τους και να παντρευτούνε; Η ζωή ήταν δύσκολη στην πόλη, που ήταν τεράστια και γεμάτη κόσμο, και τα έξοδα για να ζεις εκεί ήταν πολλά. Τα περισσότερα από τα κέρδη του τα ξόδευε για να ζήσει και οι αποταμιεύσεις του ήταν ακόμα πενιχρές.
     Ένα βράδυ, εκεί που μετρούσε τις οικονομίες του και τις έβρισκε, όπως πάντα, απελπιστικά μικρές, τον έπιασε μια μεγάλη νοσταλγία για το χωριό του.  Τόσα χρόνια είχε να δει τους δικούς του. Τους είχε απαρνηθεί όλους για να κερδίσει λεφτά και να ζήσει καλύτερα, αλλά τα λεφτά αργούσαν ακόμα και στο μεταξύ οι γονείς του μεγάλωναν. Ίσως θα έπρεπε τελικά να γυρίσει πίσω, να παντρευτεί την κοπέλα του, και ας ήταν φτωχοί, και ας ζούσαν σε εκείνο το μικρό το δωμάτιο που, σε τελευταία ανάλυση, πάντα μοσχομύριζε φρεσκομαγειρεμένο φαγητό...
     Έτσι, ο νέος παραιτήθηκε από τη δουλειά του, πήρε το τρένο και γύρισε στο χωριό του. Βρήκε τον σταθμό έρημο, χωρίς κανέναν να τον περιμένει, αλλά εκείνος τον δρόμο τον ήξερε. Και μια και δυο κατευθύνθηκε προς το σπιτάκι της αγαπημένης του, αλλά δεν το βρήκε!
     Στη θέση του βρισκόταν ένα όμορφο, διώροφο σπιτάκι, και από μέσα ακούγονταν φωνές παιδιών. Τι να είχε γίνει; Να είχε πάθει τίποτα η αγαπημένη του; Να είχε φύγει από το χωριό;
     Εκείνη την στιγμή, ως δια μαγείας, άνοιξε η πόρτα του σπιτιού και από μέσα ξεπρόβαλαν δύο παιδάκια, που χοροπηδούσαν και έπαιζαν, και από πίσω τους ακολουθούσε μια καλοντυμένη, νέα κοπέλα, που κρατούσε ένα μωρό στην αγκαλιά της. Η καρδιά του σκίρτησε: ήταν εκείνη!
     Μα και εκείνη τον γνώρισε και έσπευσε να τον χαιρετήσει. Του χαμογέλασε και τον καλωσόρισε, ενώ τα παιδάκια ήρθαν κοντά της. Ναι, ήταν πια παντρεμένη και ευτυχισμένη, δε χωρούσε αμφιβολία, αυτά ήταν τα παιδάκια της, ο άντρας της ήταν ο σταθμάρχης, είχε περιμένει πολύ καιρό για εκείνον και στο μεταξύ είχαν αλλάξει τόσα, δεν μπορούσε να περιμένει άλλο, και εκείνος δεν της είχε γράψει ούτε ένα γράμμα...
     Ο νέος χαμήλωσε το κεφάλι και προσπαθούσε να συνειδητοποιήσει τι είχε συμβεί. Είχε φύγει, σίγουρος ότι όταν γύριζε θα τα έβρισκε όλα όπως τα είχε αφήσει και είχε γυρίσει και τα είχε βρει όλα αλλαγμένα.
     - Θα μείνεις για φαγητό; τον ρώτησε εκείνη. Αν θέλεις μπορείς να μείνεις και το βράδυ, τώρα έχουμε ξενώνα.
     Και του έδειξε το δωμάτιο, που κάποτε ήταν το μοναδικό της σπίτι όλο κι όλο...


Σημ: Η φωτογραφία είναι δικιά μου