Κυριακή 31 Δεκεμβρίου 2017

Αναζητώντας τον παραλήπτη





- Κου-κου! φώναξε ο κούκος από το ρολόι του τοίχου, τινάζοντας τα φτερά του, προτού ξανακρυφτεί εκεί μέσα.
     Ο Αη-Βασίλης τέντωσε τα χέρια του και χασμουρήθηκε, ενώ ένα χαμόγελο άρχιζε να σχηματίζεται στο καλοσυνάτο του πρόσωπο, καθώς είχε έρθει η πιο αγαπημένη του μέρα του χρόνου, η μέρα που μοίραζε τα δώρα στα παιδιά.
     - Καλημέρα, του είπε η γυναίκα του. Σήμερα είναι η μέρα σου. Ντύσου και εγώ θα πάω να σου ετοιμάσω πρωινό. Τι θα φας; Να σου τηγανίσω δυο αυγουλάκια;
     Ο Αη-Βασίλης σκέφτηκε για μια στιγμή ότι οι τελευταίες εξετάσεις είχαν δείξει λίγο υψηλή χοληστερίνη και ίσως θα ήταν καλό να αρνηθεί αλλά, λόγω της ημέρας, κούνησε το κεφάλι του καταφατικά.
     - Καφεδάκι θα πιεις; ξαναρώτησε η γυναίκα του. Τρεις κουταλιές ζάχαρη, έτσι;
     Ο Αη-Βασίλης θυμήθηκε και τις τιμές του ζαχάρου αλλά, λόγω της ημέρας…
     - Έφτιαξα και κέηκ με σταφίδες, είπε η γυναίκα του. Θα σου κόψω ένα κομμάτι.
     Ο Αη-Βασίλης δεν είπε τίποτα.
     - Θα σου στύψω και λίγο χυμό φραγκοστάφυλου, συνέχισε η γυναίκα του. Τις τελευταίες μέρες σε βλέπω λίγο κομμένο.
     Ο Αη-Βασίλης σηκώθηκε από το κρεβάτι και πήγε στο μπάνιο. Έβγαλε τις ζεστές του παντόφλες και ανέβηκε στη ζυγαριά.
     - Πόσα σάντουιτς να σου βάλω για τον δρόμο; ακούστηκε η γυναίκα του.
     Ο Αη-Βασίλης ρούφηξε την κοιλιά του όσο μπορούσε και προσπάθησε να δει την ένδειξη της ζυγαριάς. Σαν να του φάνηκε ότι είχε παχύνει.
     - Θα σου φτιάξω δυο-τρία, απάντησε μόνη της η γυναίκα του στην ερώτησή της. Θα σου βάλω και δύο θερμός με τσάι. Θα ρίξω μέσα και λίγο μπράντυ, που σου αρέσει.
     Ο Αη-Βασίλης έβγαλε τις πιτζάμες του και φόρεσε την στολή του. Άνοιξε την ντουλάπα και κοίταξε τις ζώνες του. Πήρε μία από τις καινούργιες και τη φόρεσε. Ευτυχώς, κατάφερε να την κουμπώσει στην τελευταία τρύπα. Και χωρίς να ρουφήξει την κοιλιά του.
     Στη συνέχεια πήγε στην κουζίνα, όπου η γυναίκα του είχε στρώσει το τραπέζι με το πρωινό του.
     - Τελικά σου έφτιαξα και δύο βάφλες, είπε η γυναίκα του, καθώς εκείνος ξεκούμπωνε τη ζώνη, για καλό και για κακό. Επάνω στο έλκηθρο κάνει κρύο, θα χρειαστείς θερμίδες.
     Ο Αη-Βασίλης έδεσε μία πετσέτα στο λαιμό του για να μη λερώσει τα γιορτινά του ρούχα και κάθησε να φάει. Ήταν όλα πολύ νόστιμα και ξέχασε και τις εξετάσεις, και τη χοληστερίνη, και το ζάχαρο.
     - Γεια στα χέρια σου, γυναίκα, είπε και σηκώθηκε από το τραπέζι.
     Η γυναίκα του κρατούσε ήδη στα χέρια της ένα μεγάλο καλάθι.
     - Σου έβαλα τέσσερα σάντουιτς τελικά, του είπε. Έβαλα και το υπόλοιπο κέηκ, μήπως σε πιάσει καμιά λιγούρα. Καλή δουλειά!
     Ο Αη-Βασίλης έπιασε το καλάθι και του φάνηκε ότι ζύγιζε μισό τόνο, αλλά ίσως έφταιγε το ότι είχε μόλις φάει…
     - Ευχαριστώ, της είπε. Αν νυστάξεις προτού γυρίσω, κοιμήσου, μη με περιμένεις.
     Ο Αη-Βασίλης πήγε στον στάβλο, όπου οι βοηθοί του είχαν ήδη ζέψει τους ταράνδους και είχαν ήδη φορτώσει το έλκηθρο με αμέτρητα σακιά με δώρα. Ο Αη-Βασίλης δυσκολεύτηκε να βρει χώρο για το καλάθι με το κολατσιό του. Τα κατάφερε, όμως, και βολεύτηκε στο έλκηθρο και εκείνος, και οι βοηθοί του, και το καλάθι με το κολατσιό.
     Οι τάρανδοι ήταν καλοταϊσμένοι και δεν δυσκολεύτηκαν να σύρουν το έλκηθρο στον αέρα. Και το ταξίδι του Αη-Βασίλη ξεκίνησε.
     Πρώτα ξεκίνησε να μοιράζει δώρα στις πόλεις, όπου υπήρχαν και τα περισσότερα παιδιά. Και ήθελε μεγάλη μαεστρία για να οδηγήσει το έλκηθρο επάνω από τις πόλεις, χωρίς να τυφλωθούν οι τάρανδοι από τα πολλά τους φώτα. Και αφού βεβαιώθηκε ότι κάθε παιδάκι είχε πάρει από ένα δώρο, άρχισε να πηγαίνει και στα χωριά. Και εκεί χαλάρωσε λίγο, αφού δεν υπήρχαν τόσα πολλά φώτα για να τυφλώσουν τους ταράνδους. Και τα σακιά συνέχισαν να αδειάζουν από δώρα και τώρα οι βοηθοί του είχαν απλώσει τα πόδια τους να ξεμουδιάσουν, και πού και πού λοξοκοίταζαν το καλάθι του Αη-Βασίλη με τα καλούδια που του είχε ετοιμάσει η γυναίκα του.
     Αλλά ο Αη-Βασίλης δεν είχε μυαλό για φαγητό, αφού βιαζόταν να μοιράσει όλα τα δώρα εγκαίρως, πριν αλλάξει ο χρόνος. Και δωσ’του και άδειαζαν τα λιγοστά, πλέον, σακιά…
     Το έλκηθρο σταμάτησε πάνω από το τελευταίο σπίτι και ο Αη-Βασίλης άφησε το τελευταίο δώρο. Αλλά όταν οι βοηθοί του πήγαν να διπλώσουν το άδειο σακί, διαπίστωσαν ότι μέσα υπήρχε άλλο ένα δώρο.
     - Άγιε Βασίλη! φώναξαν. Κάποιον ξεχάσαμε!
     - Δεν μπορεί! είπε ο Αη-Βασίλης. Αφού τα έσβησα όλα τα ονόματα από τη λίστα!
     Κι όμως, το πακέτο το τυλιγμένο με το φιόγκο δεν άφηνε καμία αμφιβολία: κάποιο παιδάκι είχε μείνει χωρίς δώρο…
     Ο Αη-Βασίλης έβγαλε από την τσέπη του ένα ρολό χαρτί και άρχισε να διαβάζει τα ονόματα των παιδιών που ήταν γραμμένα στη λίστα. Όλα τα ονόματα είχαν από πάνω τους μία γραμμή και δίπλα τους υπήρχε γραμμένο το δώρο που είχαν πάρει.
     Δεν έμενε άλλη λύση από το να εξακριβωθεί ποιο παιδάκι δεν είχε πάρει δώρο.
     - Γυρίζουμε πίσω, είπε ο Αη-Βασίλης και οι βοηθοί του κοίταξαν αναστενάζοντας το καλάθι με τα καλούδια. Και πρέπει να βιαστούμε, πρόσθεσε, προτού αλλάξει η χρονιά.
     Και τώρα το έλκηθρο ξεκίνησε από τα χωριά. Και ο Αη-Βασίλης έβαζε νέα σημάδια στη λίστα, καθώς βεβαιωνόταν ότι τα παιδιά είχαν πάρει τα δώρα τους. Και ύστερα πήγε στις πόλεις, και μπαινόβγαινε στα σπίτια, και τσεκάριζε τα ονόματα στη λίστα, και μαζί με τα ονόματα τσεκάριζε και τα ρολόγια των σπιτιών. Και λίγα λεπτά πριν αλλάξει ο χρόνος, και το τελευταίο όνομα στη λίστα απόκτησε το δικό του σημαδάκι. Και όλα τα παιδιά είχαν πάρει δώρα.
     Αλλά στο τελευταίο σακί υπήρχε ακόμα ένα δώρο. Από μακριά ακούστηκαν πυροτεχνήματα. Κάπου γιόρταζαν την Πρωτοχρονιά.
     - Πάει, είπε ο Αη-Βασίλης, δεν προλάβαμε. Ο χρόνος άλλαξε και εμάς μας έμεινε ένα δώρο.
     Οι βοηθοί του δεν είπαν τίποτα, είχαν από ώρα ανοίξει το καλάθι με τα καλούδια και ήταν μπουκωμένοι.
     - Ας γυρίσουμε στο σπίτι, είπε ο Αη-Βασίλης και δεν ξαναμίλησε.
     Σκεφτόταν, όμως. Σκεφτόταν ότι είχε μεγαλώσει πολύ. Ότι η χοληστερίνη και το ζάχαρο ήθελαν πλέον προσοχή. Ότι ίσως θα έπρεπε να βγει στη σύνταξη. Αλλά, προηγουμένως, θα έπρεπε να βρει αντικαταστάτη. Έριξε μια ματιά στους βοηθούς του. Μερικοί ήταν πασαλειμμένοι με μαγιονέζα από τα σάντουιτς, άλλοι έτρωγαν ακόμα, έναν τον είχε πάρει ο ύπνος... Ίσως θα έπρεπε να βάλει αγγελία.
     Έφτασαν στο σπίτι και οι βοηθοί πήγαν τους ταράνδους στον στάβλο. Ο Αη-Βασίλης πήρε το τελευταίο σακί με το δώρο που έμεινε και μπήκε στο σπίτι του. Το ξύλινο πάτωμα έτριξε σαν να τον καλωσόριζε. Στο τζάκι έκαιγε μία ωραία φωτιά. Μία ωραία μυρωδιά του έσπασε τη μύτη. Κοίταξε προς την τραπεζαρία: το τραπέζι ήταν στρωμένο.
     - Σε περίμενα να φάμε, είπε η γυναίκα του. Έφτιαξα καστανόσουπα, που σου αρέσει, και ρύζι με σταφίδες και αμύγδαλα, και πουτίγκα με μέλι… Μα, τι έχεις; Δεν είσαι καλά;
     - Άσε, γυναίκα, τα έκανα θάλασσα.
     - Τι εννοείς;
     - Νομίζω ότι θα πρέπει πια να αποσυρθώ.
     - Μα τι βλακείες είναι αυτές; Να αποσυρθείς εσύ, που είσαι η ουσία αυτής της μέρας;
     - Δεν μπόρεσα να μοιράσω όλα τα δώρα.
     - Αποκλείεται!
     - Κι όμως…
     Και ο Αη-Βασίλης έδειξε το σακί με το δώρο. Η γυναίκα του χαμογέλασε.
     - Ώστε, αυτό είναι;
     - Λίγο το έχεις;
     - Δεν είσαι για εκπλήξεις εσύ, είπε η γυναίκα του.
     - Τι εκπλήξεις;
     Αλλά η γυναίκα του είχε ήδη πάρει το σακί από τα χέρια του και είχε βγάλει το δώρο από μέσα, και τώρα το κρατούσε μπροστά στον Αη-Βασίλη.
     - Πού είναι τα γυαλιά σου; τον ρώτησε.
     - Τα φοράω.
     - Για διάβασε, τότε, την ετικέτα που έχει κολλημένη επάνω του αυτό το δώρο!
     Ο Αη-Βασίλης διάβασε την ετικέτα. Και ένα χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπό του, μαζί με ένα κοκκίνισμα.
     - Για εμένα είναι, είπε ντροπαλά.
     - Για εσένα, βέβαια! είπε η γυναίκα του. Καλή χρονιά!
     Και τότε ο Αη-Βασίλης άνοιξε το δώρο του, και βρήκε μέσα ένα πολύχρωμο, ζεστό κασκόλ από μαλλί ταράνδου. Και τύλιξε το κασκόλ στο λαιμό του και χαμογέλασε στη γυναίκα του.
     - Ευχαριστώ, είπε.
     - Ωραίο είναι να δίνεις δώρα, του είπε η γυναίκα του, καλό είναι όμως να παίρνεις και εσύ δώρα πού και πού.
     Και ο Αη-Βασίλης κάθησε στο τραπέζι, και μόλις τότε συνειδητοποίησε ότι πεινούσε πάρα πολύ, αφού δεν είχε φάει τίποτα σε όλο τον δρόμο. Και ξεκούμπωσε τη ζώνη του. Και, για καλό και για κακό, ξεκούμπωσε και το παντελόνι...

Δευτέρα 25 Δεκεμβρίου 2017

Γεμάτο μαγεία


     Υπάρχει κάπου μακριά ένα σπιτάκι. Και το σπιτάκι αυτό είναι πραγματικά πολύ μικρό και απλό, με ένα παράθυρο και μία πόρτα, και με μία καμινάδα λίγο στραβή. Έξω από το σπιτάκι δεν υπάρχουν στολίδια, μόνο ένας φουντωτός θάμνος βρίσκεται λίγο πιο πέρα. Θα αναρωτιόταν κανείς για ποιο λόγο να υπάρχει το συγκεκριμένο σπιτάκι, αφού δε φαίνεται να κατοικείται από κανέναν. Κι όμως, αγαπητοί μου, το σπιτάκι αυτό κατοικείται, και κατοικείται ανελλιπώς για πάρα, μα πάρα πολλά χρόνια.
     Επειδή το σπιτάκι αυτό είναι το σπιτάκι των Χριστουγέννων. Και μπορεί να φαίνεται έρημο και μόνο, αλλά μόλις πέσει το βράδυ, το σπιτάκι ζωντανεύει. Και τότε, το μοναδικό του παράθυρο φωτίζεται και η καμινάδα του βγάζει χρωματιστό καπνό, που μοσχομυρίζει καραμέλα.
     Και για να μπεις μέσα δεν χρειάζεται να ανοίξεις την πόρτα, αφού η πόρτα ανοίγει από μόνη της, μόλις πλησιάσεις και φας ένα μελομακάρονο από το βαρέλι που βρίσκεται δίπλα από την πόρτα. Και το βαρέλι είναι γεμάτο μελομακάρονα μέχρι επάνω, και ποτέ δεν αδειάζει.
     Και αν φας το μελομακάρονο και ανοίξει η πόρτα, βρίσκεσαι σε έναν χώρο γεμάτο φωτάκια που αναβοσβήνουν, και στις γωνίες υπάρχουν πανύψηλα έλατα, με πραγματικό χιόνι και στολίδια από χιονονιφάδες. Και υπάρχει και ένα τζάκι, που καίει πολύχρωμα ζαχαρωτά και βγάζει μια γλυκιά ζέστη, που όμοιά της κανείς δεν έχει νιώσει. Και μπροστά στο τζάκι είναι στρωμένο ένα παχύ χαλί, φτιαγμένο από μαλλί ταράνδων και υπάρχει και μία πολυθρόνα, για όποιον δε θέλει να κάθεται στο χαλί. Και στο κέντρο του σπιτιού υπάρχει ένας μεγάλος πολυέλαιος με πραγματικά αστέρια που λάμπουν και κάτω από τον πολυέλαιο είναι ένα μεγάλο τραπέζι, στρωμένο με ένα κόκκινο, κεντημένο τραπεζομάντηλο. Και επάνω στο τραπεζομάντηλο, μέσα σε πορσελάνινα σερβίτσια τόσο λευκά, που μοιάζουν φτιαγμένα από χιόνι, υπάρχουν κάθε λογής φαγητά, ζεστά και μοσχομυριστά.
     Και μπορείς να καθήσεις και να φας όσο θέλεις, και αν ξαναπεινάσεις, να καθήσεις και να ξαναφάς, αφού το τραπέζι αυτό ποτέ δεν αδειάζει.  Και αν νυστάξεις και θελήσεις να κοιμηθείς, στον επάνω όροφο υπάρχει ένα ζεστό κρεβάτι, με πουπουλένια μαξιλάρια και πολύχρωμα, αφράτα παπλώματα. Και αν κοιμηθείς σε αυτό το κρεβάτι,  βλέπεις τα ομορφότερα όνειρα και ξυπνάς δέκα χρόνια νεότερος.
     Και τότε κατεβαίνεις στην τραπεζαρία και το τραπέζι πάλι σε περιμένει στρωμένο, και τα σερβίτσια του σου προσφέρουν μυρωδάτη, ζεστή σοκολάτα, και φρεσκοψημένα κρουασάν, και μυρωδάτα μπισκότα τόσα πολλά, που δεν ξέρεις τι να πρωτοδιαλέξεις. Και αφού φας, κάθεσαι κοντά στο τζάκι, στην πολυθρόνα, και χαζεύεις τα σχήματα που παίρνει η φωτιά, καθώς καίγονται τα πολύχρωμα ζαχαρωτά. Και μπροστά στα μάτια σου εκτυλίσσονται οι πιο θαυμαστές ιστορίες.
     Και σου έρχεται μία επιθυμία να μείνεις για πάντα στο σπίτι των Χριστουγέννων, αλλά πάντα κάτι γίνεται και ξαφνικά βρίσκεσαι μακριά, έξω, στο κρύο και στο αγιάζι. Και τότε αρχίζεις να ψάχνεις τον δρόμο της επιστροφής. Και γύρω σου μπορεί να υπάρχουν και άλλοι, πολλοί άνθρωποι, νέοι, γέροι και παιδιά, που περπατούν προς όλες τις κατευθύνσεις και ψάχνουν κι εκείνοι να βρουν το σπίτι των Χριστουγέννων, αλλά δυσκολεύονται, επειδή δεν υπάρχουν πινακίδες που να δείχνουν τη σωστή κατεύθυνση.
     Παρ'όλ'αυτά, εσύ το ξέρεις, είναι ευκολότερο να βρεις το σωστό δρόμο το χειμώνα με το κρύο και τα χιόνια, παρά το καλοκαίρι. Αρκεί να κοιτάζεις προσεκτικά επάνω στο στρωμένο χιόνι, και τότε θα δεις τα σημάδια, που μοιάζουν με πετραδάκια αφημένα στη σειρά, και αν ακολουθήσεις αυτά τα πετραδάκια, τότε φτάνεις στον προορισμό σου.
     Και τότε, ξανατρώς μελομακάρονο από το βαρέλι, και ξαναμπαίνεις στο σπίτι των Χριστουγέννων, όπου όλα είναι ζεστά, γλυκά και μυρωδάτα, γεμάτα θαλπωρή και αγάπη. Και κυλιέσαι στο χαλί το φτιαγμένο από μαλλί ταράνδων, και η φωτιά δίπλα σου καίει τα πολύχρωμα ζαχαρωτά, και τα αστέρια του πολυελαίου λαμπυρίζουν, και τα φαγητά στο στρωμένο τραπέζι μοσχομυρίζουν.
     Και αν κάποιος ακόμα δεν έχει καταλάβει πού βρίσκεται το σπίτι των Χριστουγέννων, ας ανοίξει λίγο, τόσο δα, την καρδιά του και, ας ακολουθήσει τους χτύπους της, σαν να ήταν μικρά σημάδια επάνω στο χιόνι. Κι αν βρεί την καρδιά του κλειδαμπαρωμένη με χοντρές αλυσίδες και λουκέτα, ας της φερθεί με καλοσύνη. Και ας θυμηθεί ότι μια γλυκιά κουβέντα πάντα μπορεί να βοηθήσει, όπως ακριβώς το μελομακάρονο, που ανοίγει την πόρτα του σπιτιού των Χριστουγέννων.

Σάββατο 16 Δεκεμβρίου 2017

Προπαντός, μυστικότης!





- Άχρηστοι! ακούστηκε αγριεμένη η φωνή του αρχηγού.
Μέσα στη σπηλιά δεν ακούστηκε ούτε κιχ.
- Δεν είπαμε ότι θα πρέπει να κινούμαστε προσεκτικά για να μην κινήσουμε υποψίες; συνέχισε ο αρχηγός.
Παρ’όλο που η σπηλιά ήταν θεοσκότεινη και μόνο μία υποψία φωτός ερχόταν από την είσοδο της σπηλιάς, αρκετά μέτρα πιο πέρα, τα μάτια του αρχηγού έλαμπαν. Σε αυτό σίγουρα βοηθούσε και η συναισθηματική του κατάσταση. Είχε περάσει πολύς καιρός από την τελευταία φορά που είχε εκνευριστεί τόσο όσο σήμερα και, καθώς μονίμως δυσκολευόταν να συγκρατήσει τα νεύρα του, κανένας από τους παρευρισκόμενους δεν διακινδύνευε να γίνει αποδέκτης αυτών των νεύρων.
- Δεν απαντάτε, έτσι; Αλλά γιατί να απαντήσετε; Την ξέρουμε πολύ καλά την απάντηση. Έτσι είχαμε πει. Είχαμε πει ότι θα βρισκόμασταν σε κατάσταση διαρκούς επαγρύπνησης, αναμένοντας την ευκαιρία να κάνουμε την αντεπίθεσή μας, χωρίς στο μεταξύ να κινήσουμε υποψίες και γι’αυτό τυχόν παρουσία μας θα έπρεπε να είναι όσο το δυνατόν πιο διακριτική. Αλλά ακούτε; Δεν ακούτε!
Βήματα ακούστηκαν έξω από την σπηλιά.
- Μας πιάσανε! ακούστηκε από όλους.
Αλλά τα βήματα σταμάτησαν.
- Αλεπού! ακούστηκε μια γνωστή φωνή και όλοι ανάσαναν ανακουφισμένοι.
- Λύκος! φώναξε ο αρχηγός.
Ένας-ένας, οι υπόλοιποι παραμέρισαν για να περάσει ο νεοφερμένος, ή μάλλον καλύτερα, η νεοφερμένη.
- Πολύ σκοτεινά είναι εδώ μέσα, είπε η επισκέπτρια. Ευτυχώς, δηλαδή, που βλέπουμε πολύ καλά, αλλιώς…
- Τι θέλεις; την έκοψε ο αρχηγός. Έμαθες τίποτα καινούργιο;
- Τίποτα που δεν ξέραμε. Οι δικοί μου έχουν εξαπλωθεί σε όλη την περιοχή και έχουν οργανώσει τακτικές περιπολίες στα όρια της πόλης. Οι δυνάμεις μας συνεχίζουν να αναπτύσσονται αργά και προσεκτικά και αναμένουμε το σύνθημα για να επιτεθούμε, όταν οι συνθήκες το επιτρέψουν.
- Από τους τσαλαπετεινούς είχες κανένα νέο;
- Δεν έχουμε πολλές επαφές μαζί τους, γενικά, εκείνοι μας αποφεύγουν και θέλουν να κρατάνε τις αποστάσεις τους, οπότε δεν μπορώ να πω ότι συνεργαζόμαστε ιδιαίτερα, παρ’όλο που και εκείνοι είναι καταδρομείς, όπως εμείς. Πάντως, άκουσα ότι και εκείνοι έχουν ακροβολιστεί σε πολλά σημεία αναμένοντας τις κατάλληλες συνθήκες.
- Εσύ τι είδες στις περιπολίες σου; Πιστεύεις ότι αργεί αυτή η ώρα;
- Νομίζω ότι μετά την ανακάλυψη εκείνου του δικού σας στο Κρυονέρι, η επιχείρησή μας δέχτηκε ένα πολύ σημαντικό πλήγμα και όλο το σχέδιο θα πρέπει να αναβληθεί.
- Δυστυχώς, το ίδιο πιστεύω κι εγώ, είπε ο αρχηγός. Αφού έχω να κάνω με άχρηστους!
Οι υπόλοιποι τώρα άρχισαν να μουρμουρίζουν.
- Υπάρχει κάποιος που υποστηρίζει το αντίθετο; ρώτησε απειλητικά ο αρχηγός.
- Λάθη μπορούν πάντα να γίνουν, είπε ένας νεαρός, αυτό δε σημαίνει ότι είμαστε άχρηστοι… Εγώ απλώς προσπαθούσα να έρθω σε επαφή με τα σκλαβωμένα αδέρφια μας.
- Ώστε το ομολογείς ότι παράκουσες τις εντολές και πήρες πρωτοβουλία; είπε ο αρχηγός και τα δόντια του γυάλισαν στο σκοτάδι.
- Δεν ήταν ακριβώς έτσι.
- Και πώς ήταν, δηλαδή;
- Είχαμε βγει για περιπολία με την ομάδα μου, για να βρούμε πιθανά σημεία εισόδου και ελλείψεις στην οχύρωση του εχθρού και, καθώς έλεγχα ένα ξεχαρβαλωμένο συρματόπλεγμα, έμεινα λίγο πιο πίσω από τους υπόλοιπους και τους έχασα. Έτρεξα για να τους προφτάσω, όπως ήταν λογικό και επιβαλλόμενο, αλλά πήρα μια λάθος στροφή και βρέθηκα πιο κοντά στα μετόπισθεν του εχθρού.
Ένα επιφώνημα ανησυχίας ακούστηκε από όλα τα στόματα.
- Το κατάλαβα αμέσως, συνέχισε ο νεαρός, και έκανα να γυρίσω πίσω, αλλά τότε αντιλήφθηκα ότι εκεί γύρω υπήρχαν πολλοί σκλαβωμένοι αδερφοί μας. Το είδα τότε σαν μια ευκαιρία να τους μιλήσω και να τους ενημερώσω για τα σχέδιά μας, και να τους πω να κάνουν κουράγιο μέχρι να τους ελευθερώσουμε. Γι’αυτό και παρέμεινα στην περιοχή, αλλά εκείνοι προφανώς δεν κατάλαβαν ποιος ήμουν και έκαναν φασαρία, με αποτέλεσμα ο εχθρός να με αντιληφθεί…
- Και λίγο το θεωρείς αυτό; Δεν σκέφτεσαι ότι θα μπορούσαν να σε έχουν ακολουθήσει μέχρι εδώ και να μας πιάσουν όλους;
- Πήρα όλες τις απαραίτητες προφυλάξεις, δε με ακολούθησε κανείς.
- Αυτό μένει να το δούμε, είπε ο αρχηγός και κάποιοι μέσα στην σπηλιά ανατρίχιασαν, σκεφτόμενοι τα παιδιά τους, που θα έμεναν ενδεχομένως ορφανά.
- Σύντροφοι, ό,τι έγινε, έγινε, είπε η νεοφερμένη. Το θέμα είναι τι κάνουμε από εδώ και πέρα. Συνεχίζουμε;
- Εννοείται, είπε ο αρχηγός, εδώ που φτάσαμε δεν υπάρχουν και πολλά περιθώρια. Η γη των προγόνων μας μας καλεί. Το σχέδιο θα προχωρήσει, αλλά όσο πλησιάζουμε προς το τέλος θα πρέπει να είμαστε πιο προσεκτικοί.
Έκανε μία παύση για να βεβαιωθεί ότι κανένας δε μιλούσε και συνέχισε.
- Από εδώ και πέρα δε θα ανεχτώ άλλα τέτοια λάθη. Θα ακολουθείτε τις εντολές κατά γράμμα και οι αποστολές θα γίνονται με άκρα μυστικότητα και χωρίς να γινόμαστε αντιληπτοί.
- Και τα σκλαβωμένα αδέρφια μας πότε θα τα ενημερώσουμε; ρώτησε κάποιος.
Ο αρχηγός προσπάθησε να συγκρατηθεί.
- Έλεγε πουθενά το σχέδιο σε αυτήν τη φάση ότι θα έπρεπε να ενημερώσουμε τα σκλαβωμένα αδέρφια μας;
Δεν απάντησε κανείς.
- Αφού, λοιπόν, δεν το έλεγε, απαγορεύεται κάθε επαφή με άτομα εκτός της ομάδας. Οποιοσδήποτε τρίτος θα μπορούσε να βάλει σε κίνδυνο την επιχείρησή μας.
- Σωστό είναι αυτό, ακούστηκε ένας νεαρός από το βάθος, αλλά μήπως αν ενημερώναμε και τα αδέρφια μας θα μπορούσαμε να υπολογίσουμε σε βοήθεια εκ των έσω;
- Βοήθεια εκ των έσω;
- Ναι, από τα σκλαβωμένα αδέρφια μας.
Κάποιος γέλασε.
- Σοβαρά, είπε ο αρχηγός, το πιστεύεις αυτό που λες;
- Ναι, γιατί όχι, δε νομίζετε ότι αν χρειαστεί, θα μιλήσει το αίμα που μας συνδέει;
- Έχω αρχίσει να αμφιβάλλω πραγματικά για την έκβαση της επιχείρησης, είπε η επισκέπτρια. Μα είναι δυνατόν να υπάρχουν τέτοιοι αφελείς στις τάξεις μας; Πιστεύετε στ’αλήθεια ότι αυτοί σας βλέπουν σαν αδέρφια;
Ο αρχηγός δε μίλησε.
- Πες τα, χρυσόστομη! πετάχτηκε ένας από το βάθος της σπηλιάς. Αυτοί οι λούληδες όχι μόνο δε θα μας βοηθήσουν, αλλά τους έχω ικανούς να γυρίσουν και εναντίον μας.
- Μα η γη των προγόνων μας ανήκει και σε εκείνους, είπε ένας άλλος.
- Αυτοί είναι βολεμένοι, και, αν δεν το έχεις καταλάβει, ζουν ήδη στη γη των προγόνων τους. Εμείς είμαστε στην απέξω, όχι εκείνοι.
- Ναι, αλλά για να ζουν σε αυτή τη γη έχουν παραχωρήσει όλα τους τα δικαιώματα και έχουν υποδουλωθεί. Ενώ μαζί μας θα είναι αφέντες και όχι δούλοι!
- Ξέρεις εσύ τι εστί χρυσό κλουβί;
- …
- Γι’αυτό λες αυτά που λες! Τα βολεμένα μας αδέρφια μπορεί να είναι σε κλουβί, αλλά έχουν όλα τα αγαθά που μπορεί να χρειαστούν: άφθονη περιποίηση, ζεστά κρεβατάκια, φαγητό στην ώρα του, ιατρική περίθαλψη, τα πάντα. Ενώ εμείς τι έχουμε; Πείνα και ξελιγωμάρα, κρύο και κακουχίες, κατατρεγμό και καταφρόνια.
- Όταν θα πάρουμε πίσω τη γη των προγόνων μας όλα αυτά θα αλλάξουν.
- Με αυτά τα μυαλά που έχεις, δε σε βλέπω να παίρνεις ούτε ξερό φυλλαράκι από τη γη των προγόνων σου.
- Δηλαδή, εσύ είσαι καλύτερος;
- Από εσένα, τουλάχιστον, ναι.
- Παιδιά, ηρεμήστε, είπε ένας τρίτος.
- Εσύ τώρα με ποιους είσαι;
- Ησυχία! φώναξε ο αρχηγός με μια φωνή που συντάραξε όλη την σπηλιά. Θέλετε να μας ακούσουν; Θέλετε να μας βρουν; Θέλετε να μας πιάσουν και να πάνε χαμένα όλα τα σχέδιά μας; Θέλετε να σκλαβωθούμε και εμείς και τα παιδιά μας;
Κανένας δε μίλησε.
- Αφού, λοιπόν, κανείς δεν το θέλει αυτό, σταματήστε να τσακώνεστε! Θα έχουμε καιρό για τσακωμούς όταν πάρουμε πίσω τη γη μας. Μέχρι τότε, όμως, θα είμαστε μονοιασμένοι και προσηλωμένοι στον στόχο. Έγινα αντιληπτός;
Ένα μουρμουρητό ακούστηκε. Ο αρχηγός το εξέλαβε ως ναι και συνέχισε:
- Και τώρα, διαλυθείτε ήσυχα και επιστρέψτε στα πόστα σας. Επόμενη συνάντηση σε δύο εβδομάδες. Και, θυμηθείτε: προπαντός μυστικότης! Καλό βράδυ και με τη νίκη!
- Με τη νίκη! φώναξαν όλοι μαζί.
- Σσσσστ! είπε ο αρχηγός. Θέλετε να μας κάψετε; Τι έλεγα μόλις τώρα;